Στην περίπτωση νέων στρεβλώσεων, δεν είναι απίθανο να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο η διαφορά του ενεργειακού κόστους των ελληνικών βιομηχανιών, έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης
Το 2020 προβλέπεται να είναι το έτος εφαρμογής του Target Model και διαμόρφωσης της νέας ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που δεν θα βασίζεται πλέον στο υποχρεωτικό pool, αλλά οι τιμές θα διαμορφώνονται ανταγωνιστικά στις τέσσερις αγορές που προβλέπονται από το νέο μοντέλο.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας το νέο μοντέλο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα λειτουργήσει τον Ιούνιο του 2020.
Μάλιστα εντός των ημερών αναμένεται να δημοσιευθεί η υπουργική απόφαση που θα προβλέπει το ακριβές χρονοδιάγραμμα, αλλά και τις «ποινές» που θα επιβληθούν στους εμπλεκόμενους σε περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι στόχοι. Αυτά ως προς τη διαδικασία.
Ως προς την ουσία όμως ο προβληματισμός των εμπλεκομένων για το πώς θα λειτουργήσει η νέα αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, είναι έντονος και το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν την νέα ελληνική χονδρεμπορική αγορά σε ανταγωνιστικές τιμές, αντίστοιχες με εκείνες που διαμορφώνονται στις αγορές της Ευρώπης; Ο προβληματισμός γίνεται εντονότερος με δεδομένο ότι την τελευταία πενταετία η ελληνική χονδρεμπορική αγορά είναι σαφώς ακριβότερη από τις αντίστοιχες αγορές της Ευρώπης και μάλιστα από το τελευταίο τρίμηνο του 2018 η διαφορά συνεχώς διευρύνεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δεύτερο τρίμηνο του 2019 η μέση χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 65,5 ευρώ/MWh και ήταν κατά 51,3% ακριβότερη σε σχέση με την αντίστοιχη τιμή στην Ευρώπη που ήταν 43,3ευρώ/MWh.
Φόβοι για αναπαραγωγή υφιστάμενων δομικών προβλημάτων Όλοι οι εμπλεκόμενοι υποδεικνύουν ως αιτία των υψηλών χονδρεμπορικών τιμών τα δομικά προβλήματα του υφιστάμενου μοντέλου αγοράς που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Οι περισσότεροι όμως παραμένουν επιφυλακτικοί για το κατά πόσο το Target Model θα οδηγήσει αυτομάτως σε μια ανταγωνιστική αγορά, ενώ κάποιοι και ειδικά οι μεγάλοι καταναλωτές ανησυχούν για τη διατήρηση στρεβλώσεων που δεν θα επιτρέψουν την αποκλιμάκωση των τιμών. Το υφιστάμενο μοντέλο αγοράς διαμορφώθηκε στην πορεία των ετών, μέσω ενός πλήθους ρυθμιστικών μέτρων που στόχο είχαν τον περιορισμό της δεσπόζουσας θέσης του κρατικού μονοπωλίου, δηλαδή της ΔΕΗ, τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων στην ηλεκτροπαραγωγή ώστε να υπάρξει ανταγωνισμός, και την ενίσχυση των ΑΠΕ.
Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με το υψηλό δυσμενές εθνικό αποτύπωμα άνθρακα, λόγω των παλαιών χαμηλής απόδοσης λιγνιτικών μονάδων, διαμορφώνει μη ανταγωνιστικές τιμές στη χονδρεμπορική αγορά.
Τιμές, που δημιουργούν αρνητικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής ειδικά για τις επιχειρήσεις έντασης ενέργειας.
Όπως επισημαίνουν μάλιστα πηγές της ΕΒΙΚΕΝ, όσο ανοίγει η ψαλίδα μεταξύ των τιμών ενέργειας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, τίθεται θέμα ακόμη και για τη βιωσιμότητα των υφιστάμενων βιομηχανιών. Καθυστέρηση στην επιδότηση μέσω του ΕΤΜΕΑΡ Επιπρόσθετα οι μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης δραστηριοποιούνται σε πλήρως απελευθερωμένες ανταγωνιστικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας συζευγμένων μεταξύ τους με πλήθος διεθνών διασυνδέσεων, ενώ οι κυβερνήσεις τους -στο πλαίσιο μιας διαχρονικής βιομηχανικής πολιτικής ενίσχυσης της βιομηχανίας- παρεμβαίνουν συστηματικά στο σκέλος των ρυθμιστικών χρεώσεων μειώνοντας σημαντικά το τελικό κόστος ενέργειας.
Αντίθετα στην Ελλάδα καθυστερεί η εφαρμογή μέτρων που αποφασίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο , όπως για παράδειγμα η δυνατότητα κάθε κράτους μέλους να επιδοτήσει τη βιομηχανία του αναφορικά με τη χρέωση υπέρ ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ).
Απαραίτητες νέες μονάδες αερίου Εντός του 2020 θα λειτουργήσουν οι τέσσερις νέες αγορές στο πλαίσιο του Target Model. Θα ακολουθήσει η σύζευξη της ελληνικής αγοράς με τις γειτονικές της Βουλγαρίας και Ιταλίας, ενώ προωθείται η απόσυρση των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων έως το 2023. Η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων επελέγη ως λύση λόγω του υψηλού κόστους λειτουργίας τους που επιβαρύνει τη ΔΕΗ με περίπου 300 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Μόνη εξαίρεση η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5 που θα σταματήσει να καίει λιγνίτη το 2028. Ωστόσο για να γίνουν όλα αυτά και παράλληλα να διατηρηθεί η ασφαλής τροφοδοσία της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια απαιτείται να κατασκευαστούν οι νέες μονάδες φυσικού αερίου ισχύος άνω των 2.000 MW.
Πρόκειται για ιδιωτικές επενδύσεις άνω του 1 δις ευρώ που έχουν ανακοινωθεί, αλλά οι οποίες έχουν με αμφίβολο χρονικό ορίζοντα απόσβεσης, καθώς η παράλληλη ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν εξασφαλίζει την λειτουργία τους ως μονάδες βάσης για όλη τη διάρκεια του έτους.
Διατήρηση της ανισορροπίας της ΔΕΗ σε προμήθεια και παραγωγή Από την άλλη πλευρά σύμφωνα με εκτιμήσεις η ΔΕΗ, κλείνοντας τις λιγνιτικές μονάδες ή αποσύροντας τις ως στρατηγική εφεδρεία υπό τις εντολές του ΑΔΜΗΕ, χάνει τη δυνατότητα που έχει σήμερα να επηρεάζει την τιμή στην χονδρεμπορική αγορά αφού θα διαθέτει μόνο παλιές μονάδες φυσικού αερίου λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με τις νέες μονάδες που θα κατασκευαστούν από ιδιωτικούς ομίλους και οι οποίες θα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών.
Την ίδια στιγμή θα παραμένει με υψηλό ποσοστό ο κυρίαρχος προμηθευτής και μάλιστα με μερίδιο λιανικής κατά πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με την παραγωγή της. Οι νέες μονάδες ΑΠΕ θα χρηματοδοτούνται από την αγορά, που σημαίνει ότι θα προσφέρουν ενέργεια τόσο στη χονδρεμπορική αγορά όσο και με μακροχρόνια συμβόλαια, με τη ΔΕΗ να είναι ένας από τους εν δυνάμει αγοραστές.
Πιθανή ακόμη και η διεύρυνση της «ψαλίδας» τιμών με την Ευρώπη Το μεγάλο ερώτημα είναι το τι θα συμβεί με τις τιμές. Ακόμα και αν από την εξίσωση αφαιρέσουμε τις διεθνείς διακυμάνσεις τιμών του φυσικού αερίου- από το οποίο πλέον η εξάρτηση θα είναι πολύ πιο άμεση και έντονη καθώς δεν θα υπάρχει ο εγχώριος λιγνίτης για να μετριάσει μία πχ ξαφνική άνοδο του φυσικού αερίου- οι διάφορες στρεβλώσεις που παρεισφρέουν στον σχεδιασμό του ελληνικού Target Model είναι πολύ πιθανόν να διατηρήσουν ή ακόμα και να αυξήσουν την ψαλίδα τιμών με την ευρωπαϊκή αγορά. Μία τέτοια στρέβλωση, όπως υποστηρίζουν μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές ηλεκτρισμού, είναι για παράδειγμα η εισαγωγή νέων ρυθμίσεων, που θα περιορίζουν την ενέργεια που θα πουλάει η ΔΕΗ εκτός της αγοράς, πχ με διμερή συμβόλαια στην αγορά Over The Counter ( OTC), μία πρακτική διαδεδομένη σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές).
Το επιχείρημα υπέρ της θέσπισης ορίου είναι ότι πρέπει να υπάρχει ικανοποιητική ρευστότητα στην αγορά επόμενης ημέρας ώστε να μπορούν να ανακτούν οι ηλεκτροπαραγωγοί το πραγματικό κόστος τους. Όμως, κύκλοι της ΕΒΙΚΕΝ εκφράζουν την ανησυχία ότι οι ηλεκτροπαραγωγοί θα έχουν την ισχύ να διαμορφώσουν τις τιμές σε όλες τις αγορές, ακόμη και στην προθεσμιακή αγορά, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Η βιομηχανία λοιπόν ανησυχεί ότι οι τιμές και στο νέο μοντέλο αγοράς θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα με την εδραίωση μιας ολιγοπωλιακής αγοράς όπως υποστηρίζει η ΕΒΙΚΕΝ. Η Ένωση ζητάει από τους αρμόδιους να επανεξετάσουν τις βασικές επιλογές σχεδιασμού της αγοράς και να μη θεσμοθετήσουν μέτρα που εισάγουν στρεβλώσεις και δεν συμβάλλουν στη δημιουργία συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού.
www.worldenergynews.gr