Σύμφωνα με μελέτη του συνδέσμου Ελληνική Παραγωγή, η τιμή χονδρικής φορτίου βάσης στην Ελλάδα είναι διαχρονικά 10 - 40% πιο ακριβή σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ η διαφορά για το 2ο τρίμηνο του 2019 ξεπέρασε το 50%
Σχεδόν 50% ακριβότερη σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης ήταν το 2ο τρίμηνο του 2019 η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας για φορτία βάσης που τροφοδοτούν την ενεργοβόρο βιομηχανία της χώρας.
Έτσι η Ελλάδα με τη μεγαλύτερη ενεργειακή ένταση στη μεταποίηση σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ-28, έχει την ακριβότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις της οι οποίες αναζητούν διέξοδο, στην ουσιαστική απελευθέρωση της αγοράς, τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, τη σύναψη διμερών προθεσμιακών συμβολαίων και τις διασυνδέσεις με τις αγορές της Ευρώπης.
Η Ελληνική Παραγωγή ο σύνδεσμος που εκπροσωπεί τις βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ εκπόνησε ειδική μελέτη για την εξέταση μιας σειράς θεσμικών παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να στηρίξουν την ελληνική βιομηχανία.
Η μελέτη που παρουσιάστηκε χθες (12/11) σε ειδική εκδήλωση στο Ζάππειο παρουσία του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη, κάνει ποσοτική αποτίμηση του οικονομικού αντίκτυπου από την υλοποίηση αυτών των παρεμβάσεων που δεν είναι άλλες από την εφαρμογή ταχύτερων αποσβέσεων, τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, του μείωση του κόστους ενέργειας αλλά και της φορολογίας των επιχειρήσεων ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις στη μεταποίηση.
Έτσι σε ότι αφορά ειδικά το ενεργειακό κόστος υπολογίζεται ότι στο σενάριο μείωσής του στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης στη μεταποίηση κατά 10% (μείωση κόστους περίπου 115 εκατ. ευρώ) η επίδραση στο ΑΕΠ θα είναι της τάξης των 600 εκατ. ευρώ, στους φόρους και τις εισφορές 140 εκατ. ευρώ και στην απασχόληση η δημιουργία 12.000 θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη η τιμή χονδρικής φορτίου βάσης στην Ελλάδα είναι διαχρονικά από 10 έως 40% πιο ακριβή σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ η διαφορά για το 2ο τρίμηνο του 2019 ξεπέρασε το 50%.
Μάλιστα την τελευταία διετία οι τιμές έχουν ανοδικές τάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, αφού σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2017 οι τιμές αυξήθηκαν κατά 39% στην Ελλάδα και κατά 13% στην Ευρώπη και σε σχέση με το 2016 αυξήθηκαν κατά 62% στην Ελλάδα και κατά 39% στην Ευρώπη.
Το δεύτερο τρίμηνο του 2019 η Ελλάδα είχε την πιο ακριβή τιμή στην Ευρώπη, σχεδόν διπλάσια από τη πιο φτηνή τιμή στη Σουηδία.
Σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2018, ο μέσος όρος στην Ευρώπη σημείωσε πτώση 1% ενώ στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 17%, αύξηση η οποία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά τη Βουλγαρία (+22%).
Καταλυτικός ο ρόλος του κόστους των ρύπων
Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ και της Ελληνικής Παραγωγής, η γενική τάση αύξησης των τιμών ηλεκτρισμού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από το κόστος δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που έχει τετραπλασιαστεί την τελευταία διετία, με παράλληλη μείωση του όγκου συναλλαγών δικαιωμάτων.
Οι τελικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ βιομηχανιών σε διαφορετικές χώρες στην ΕΕ-28 δεν είναι άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους, όχι μόνο λόγω διαφορετικής δομής και ρυθμιστικού περιβάλλοντος της εκάστοτε αγοράς, αλλά και λόγω μέτρων στήριξης της βιομηχανίας (όπως απαλλαγές και εκπτώσεις) που επιλέγει κάθε χώρα να εφαρμόσει.
Σε ότι αφορά τις διασυνδέσεις σύμφωνα με αναφορές της ΕΕ η Ελλάδα το 2017 είχε μεταφορική ικανότητα διασυνδέσεων 11%, πετυχαίνοντας έτσι το στόχο για το 2020, αλλά σε σχέση με το στόχο για το 2030 υστερεί σημαντικά καθώς πληροί μόνο ένα από τα τρία κριτήρια, καθιστώντας επείγουσα την υλοποίηση των νέων διασυνδέσεων. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι για την υποστήριξη των διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες απαιτούνται ισχυρές παρεμβάσεις και στο εσωτερικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας.
Η μελέτη σημειώνει ακόμη ότι τελική κατανάλωση ενέργειας στη μεταποίηση έχει πτωτικές τάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες της ΕΕ-28. Κατά την περίοδο 2000-2008 η κατανάλωση στην Ελλάδα ήταν >25% σε σχέση με την περίοδο 2009-2017, ενώ το ίδιο ποσοστό στην Ευρώπη ανέρχεται σε >15%.
Η μεταβολή της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα έχει παρόμοιες τάσεις με την ΕΕ-28, αλλά με μεγαλύτερη μεταβλητότητα, ιδιαίτερα μεταξύ 2011-2016, διάστημα κατά το οποίο τόσο ο Δείκτης Τιμών όσο και ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών της Μεταποίησης στην Ελλάδα κατέγραψαν ισχυρή πτώση με παράλληλη άνοδο του Δείκτη Παραγωγής.
Πρέπει να αναφερθεί ακόμη ότι η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη ενεργειακή ένταση στη Μεταποίηση σε σχέση με το μέσο όρο στην ΕΕ-28.
Στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης παρατηρείται μεγαλύτερη σύγκλιση με το μέσο όρο στην ΕΕ-28 από ότι στους υπόλοιπους κλάδους, ωστόσο σε κάθε περίπτωση η ενεργειακή ένταση παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα από την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή. Η ελληνική Μεταποίηση έχει το 2ο μεγαλύτερο μερίδιο ενεργειακών αγαθών στο συνολικό κόστος παραγωγής μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28.
Στους κλάδους της Μεταποίησης με υψηλή ενεργειακή ένταση, η Ελλάδα έχει το 6ο μεγαλύτερο μερίδιο, το οποίο είναι 30% υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ-28.
Υψηλές και οι τιμές του φυσικού αερίου
Σε ότι αφορά τις τιμές φυσικού αερίου στην Ελλάδα (EBP2, LNG) ακολουθούν τις τάσεις των βασικών αγορών στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να είναι άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους, λόγω διαφορετικής σύνθεσης της κάθε τιμής.
Το δεύτερο τρίμηνο του 2019, η υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών στην ΕΕ-28 ήταν 130% μεγαλύτερη από την χαμηλότερη τιμή.
Οι τιμές φυσικού αερίου EBP2 και LNG στην Ελλάδα συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλών τιμών στην Ευρώπη.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη οι αιτίες του αυξημένου ενεργειακού κόστους στη μεταποίησης συνοψίζονται στα εξής:
• Ατελές άνοιγμα της αγοράς, καθυστερήσεις στη μετάβαση σε ανταγωνιστική αγορά ενέργειας (Target Model EE) καθώς και στη διασύνδεση με γειτονικές χώρες για σύζευξη των αγορών (Coupling).
• Καθυστέρηση στη λειτουργία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (Ιούνιος 2020), το οποίο σταδιακά θα περιλαμβάνει ενδοημερήσια αγορά, αγορά επόμενης ημέρας, προθεσμιακή αγορά και αγορά εξισορρόπησης.
• Αδυναμία σύναψης διμερών προθεσμιακών συμβολαίων για ενέργεια χωρίς συμμετοχή στο pool που χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητες, π.χ. διακύμανση τιμής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας κ.α.
• Σημαντικές πρόσθετες χρεώσεις και φόροι που αυξάνουν την ανταγωνιστική τιμή (ΕΦΚ, ΥΚΩ, χρέωση Δικτύου Μεταφοράς, χρέωση Δικτύου Διανομής, χρέωση CO2, ΔΕΤΕ).
• Έλλειψη συμβατών με το Ευρωπαϊκό πλαίσιο μέτρων στήριξης (ενισχύσεις/επιδοτήσεις) της βιομηχανίας για ενέργεια και περιβάλλον.
• Οι τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου διαμορφώνονται κυρίως βάσει μακροχρόνιων συμβολαίων, όπου η τιμή συνδέεται με τις τιμές προϊόντων πετρελαίου. Απουσία αγορών ΦΑ και περιορισμένος ανταγωνισμός.
• Το αυξημένο ενεργειακό κόστος επιβαρύνει ιδιαιτέρως τους κλάδους με υψηλή ενεργειακή ένταση, οπότε θα εξετάσουμε τη μείωση του ενεργειακού κόστους στους κλάδους αυτούς κατά 10% με στόχο τη σύγκλιση του μεριδίου ενεργειακών αγαθών στο σύνολο του κόστους παραγωγής αλλά και της ενεργειακής έντασης στους κλάδους αυτούς της Ελλάδας με τους αντίστοιχους της ΕΕ-28.
www.worldenergynews.gr
Έτσι η Ελλάδα με τη μεγαλύτερη ενεργειακή ένταση στη μεταποίηση σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ-28, έχει την ακριβότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις της οι οποίες αναζητούν διέξοδο, στην ουσιαστική απελευθέρωση της αγοράς, τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, τη σύναψη διμερών προθεσμιακών συμβολαίων και τις διασυνδέσεις με τις αγορές της Ευρώπης.
Η Ελληνική Παραγωγή ο σύνδεσμος που εκπροσωπεί τις βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ εκπόνησε ειδική μελέτη για την εξέταση μιας σειράς θεσμικών παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να στηρίξουν την ελληνική βιομηχανία.
Η μελέτη που παρουσιάστηκε χθες (12/11) σε ειδική εκδήλωση στο Ζάππειο παρουσία του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη, κάνει ποσοτική αποτίμηση του οικονομικού αντίκτυπου από την υλοποίηση αυτών των παρεμβάσεων που δεν είναι άλλες από την εφαρμογή ταχύτερων αποσβέσεων, τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, του μείωση του κόστους ενέργειας αλλά και της φορολογίας των επιχειρήσεων ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις στη μεταποίηση.
Έτσι σε ότι αφορά ειδικά το ενεργειακό κόστος υπολογίζεται ότι στο σενάριο μείωσής του στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης στη μεταποίηση κατά 10% (μείωση κόστους περίπου 115 εκατ. ευρώ) η επίδραση στο ΑΕΠ θα είναι της τάξης των 600 εκατ. ευρώ, στους φόρους και τις εισφορές 140 εκατ. ευρώ και στην απασχόληση η δημιουργία 12.000 θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη η τιμή χονδρικής φορτίου βάσης στην Ελλάδα είναι διαχρονικά από 10 έως 40% πιο ακριβή σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ η διαφορά για το 2ο τρίμηνο του 2019 ξεπέρασε το 50%.
Μάλιστα την τελευταία διετία οι τιμές έχουν ανοδικές τάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, αφού σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2017 οι τιμές αυξήθηκαν κατά 39% στην Ελλάδα και κατά 13% στην Ευρώπη και σε σχέση με το 2016 αυξήθηκαν κατά 62% στην Ελλάδα και κατά 39% στην Ευρώπη.
Το δεύτερο τρίμηνο του 2019 η Ελλάδα είχε την πιο ακριβή τιμή στην Ευρώπη, σχεδόν διπλάσια από τη πιο φτηνή τιμή στη Σουηδία.
Σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2018, ο μέσος όρος στην Ευρώπη σημείωσε πτώση 1% ενώ στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 17%, αύξηση η οποία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά τη Βουλγαρία (+22%).
Καταλυτικός ο ρόλος του κόστους των ρύπων
Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ και της Ελληνικής Παραγωγής, η γενική τάση αύξησης των τιμών ηλεκτρισμού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από το κόστος δικαιωμάτων εκπομπών CO2 που έχει τετραπλασιαστεί την τελευταία διετία, με παράλληλη μείωση του όγκου συναλλαγών δικαιωμάτων.
Οι τελικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ βιομηχανιών σε διαφορετικές χώρες στην ΕΕ-28 δεν είναι άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους, όχι μόνο λόγω διαφορετικής δομής και ρυθμιστικού περιβάλλοντος της εκάστοτε αγοράς, αλλά και λόγω μέτρων στήριξης της βιομηχανίας (όπως απαλλαγές και εκπτώσεις) που επιλέγει κάθε χώρα να εφαρμόσει.
Σε ότι αφορά τις διασυνδέσεις σύμφωνα με αναφορές της ΕΕ η Ελλάδα το 2017 είχε μεταφορική ικανότητα διασυνδέσεων 11%, πετυχαίνοντας έτσι το στόχο για το 2020, αλλά σε σχέση με το στόχο για το 2030 υστερεί σημαντικά καθώς πληροί μόνο ένα από τα τρία κριτήρια, καθιστώντας επείγουσα την υλοποίηση των νέων διασυνδέσεων. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι για την υποστήριξη των διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες απαιτούνται ισχυρές παρεμβάσεις και στο εσωτερικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας.
Η μελέτη σημειώνει ακόμη ότι τελική κατανάλωση ενέργειας στη μεταποίηση έχει πτωτικές τάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες της ΕΕ-28. Κατά την περίοδο 2000-2008 η κατανάλωση στην Ελλάδα ήταν >25% σε σχέση με την περίοδο 2009-2017, ενώ το ίδιο ποσοστό στην Ευρώπη ανέρχεται σε >15%.
Η μεταβολή της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα έχει παρόμοιες τάσεις με την ΕΕ-28, αλλά με μεγαλύτερη μεταβλητότητα, ιδιαίτερα μεταξύ 2011-2016, διάστημα κατά το οποίο τόσο ο Δείκτης Τιμών όσο και ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών της Μεταποίησης στην Ελλάδα κατέγραψαν ισχυρή πτώση με παράλληλη άνοδο του Δείκτη Παραγωγής.
Πρέπει να αναφερθεί ακόμη ότι η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη ενεργειακή ένταση στη Μεταποίηση σε σχέση με το μέσο όρο στην ΕΕ-28.
Στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης παρατηρείται μεγαλύτερη σύγκλιση με το μέσο όρο στην ΕΕ-28 από ότι στους υπόλοιπους κλάδους, ωστόσο σε κάθε περίπτωση η ενεργειακή ένταση παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα από την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή. Η ελληνική Μεταποίηση έχει το 2ο μεγαλύτερο μερίδιο ενεργειακών αγαθών στο συνολικό κόστος παραγωγής μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28.
Στους κλάδους της Μεταποίησης με υψηλή ενεργειακή ένταση, η Ελλάδα έχει το 6ο μεγαλύτερο μερίδιο, το οποίο είναι 30% υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ-28.
Υψηλές και οι τιμές του φυσικού αερίου
Σε ότι αφορά τις τιμές φυσικού αερίου στην Ελλάδα (EBP2, LNG) ακολουθούν τις τάσεις των βασικών αγορών στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να είναι άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους, λόγω διαφορετικής σύνθεσης της κάθε τιμής.
Το δεύτερο τρίμηνο του 2019, η υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών στην ΕΕ-28 ήταν 130% μεγαλύτερη από την χαμηλότερη τιμή.
Οι τιμές φυσικού αερίου EBP2 και LNG στην Ελλάδα συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλών τιμών στην Ευρώπη.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη οι αιτίες του αυξημένου ενεργειακού κόστους στη μεταποίησης συνοψίζονται στα εξής:
• Ατελές άνοιγμα της αγοράς, καθυστερήσεις στη μετάβαση σε ανταγωνιστική αγορά ενέργειας (Target Model EE) καθώς και στη διασύνδεση με γειτονικές χώρες για σύζευξη των αγορών (Coupling).
• Καθυστέρηση στη λειτουργία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (Ιούνιος 2020), το οποίο σταδιακά θα περιλαμβάνει ενδοημερήσια αγορά, αγορά επόμενης ημέρας, προθεσμιακή αγορά και αγορά εξισορρόπησης.
• Αδυναμία σύναψης διμερών προθεσμιακών συμβολαίων για ενέργεια χωρίς συμμετοχή στο pool που χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητες, π.χ. διακύμανση τιμής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας κ.α.
• Σημαντικές πρόσθετες χρεώσεις και φόροι που αυξάνουν την ανταγωνιστική τιμή (ΕΦΚ, ΥΚΩ, χρέωση Δικτύου Μεταφοράς, χρέωση Δικτύου Διανομής, χρέωση CO2, ΔΕΤΕ).
• Έλλειψη συμβατών με το Ευρωπαϊκό πλαίσιο μέτρων στήριξης (ενισχύσεις/επιδοτήσεις) της βιομηχανίας για ενέργεια και περιβάλλον.
• Οι τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου διαμορφώνονται κυρίως βάσει μακροχρόνιων συμβολαίων, όπου η τιμή συνδέεται με τις τιμές προϊόντων πετρελαίου. Απουσία αγορών ΦΑ και περιορισμένος ανταγωνισμός.
• Το αυξημένο ενεργειακό κόστος επιβαρύνει ιδιαιτέρως τους κλάδους με υψηλή ενεργειακή ένταση, οπότε θα εξετάσουμε τη μείωση του ενεργειακού κόστους στους κλάδους αυτούς κατά 10% με στόχο τη σύγκλιση του μεριδίου ενεργειακών αγαθών στο σύνολο του κόστους παραγωγής αλλά και της ενεργειακής έντασης στους κλάδους αυτούς της Ελλάδας με τους αντίστοιχους της ΕΕ-28.
www.worldenergynews.gr