"Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα λόγω των εκλογών δημιουργεί ευνοϊκές προυποθέσεις για δράσεις", υπογραμμίζει ο Κ. Σημίτης
Υπαρκτός θα είναι ο κίνδυνος επεισοδίων με την Τουρκία , "εάν δεν βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες", τονίζει σε άρθρο του στην «Καθημερινή» της Κυριακής ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, αναφέροντας πως είναι αναγκαία μετά τις εκλογές η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων.
Μάλιστα αναφέρει ότι το πρόβλημα των Ιμίων το 1996 δεν προέκυψε τυχαία, σημειώνοντας πως «δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρόμοιες σκέψεις στη σημερινή τουρκική ηγεσία».
Ειδικότερα, ο κ. Σημίτης στο άρθρο του με τίτλο «Αιγαλίτιδα ζώνη- ΑΟΖ- Υφαλοκρηπίδα: Προσοχή τώρα», τονίζει ότι «η νέα κυβέρνηση, που θα αναδειχθεί από τις εκλογές του Ιουλίου, θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής μας, τις σχέσεις με την Τουρκία».
Σημειώνει ότι τα προβλήματα είναι γνωστά, προσθέτοντας πως οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα είναι διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν επί δεκαετίες μέχρι πρόσφατα.
«Η αποφασιστική διαφορά προέκυψε από την ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και την πιθανολόγηση ότι υπάρχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου σε περιοχές της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας.
Ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας δήλωσε πριν λίγες ημέρες «Δεν μπορείτε να αγνοείτε τα δικαιώματα και το δίκιο της Τουρκίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (…).
Διαμηνύουμε στους συνομιλητές μας ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν θα επιτρέψουμε τετελεσμένα».
Η φράση «δεν θα επιτρέψουμε τελελεσμένα» έχει χρησιμοποιηθεί και από τον Ερντογάν», υπογραμμίζει ο κ. Σημίτης.
Μάλιστα , ο ίδιος εκφράζει την πεποίθησή του ότι το πρόβλημα των Ιμίων το 1996 δεν προέκυψε τυχαία.
Όπως εξηγεί «η τουρκική ηγεσία τότε θέλησε να εκμεταλλευτεί την κρίση που προκάλεσε η ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, η παραίτησή του και η εκλογή νέας ηγεσίας, για την οποία πίστεψε ότι μπορεί να την αιφνιδιάσει».
Σύμφωνα με τον κ. Σημίτη «δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρόμοιες σκέψεις στη σημερινή τουρκική ηγεσία.
Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα λόγω των εκλογών δημιουργεί ευνοϊκές προυποθέσεις για δράσεις.
Η Τουρκία μπορεί να θεωρήσει ότι η περίοδος αυτή προσφέρεται για να επιβάλει τις απόψεις της στα θέματα των ορίων τόσο της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, όσο και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας».
«Ένα τουρκικό πλοίο με στόχο την έρευνα κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου πλέει ήδη επί της κυπριακής υφαλοκρηπίδας.
Μπορεί πιθανότητα η Τουρκία να στείλει πλοίο σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας , που η Ελλάδα θεωρεί ελληνική , αλλά η Τουρκία τουρκική», σημειώνει ο κ. Σημίτης.
Προσθέτει ότι το γεγονός αυτό, «αντί να προκαλέσει την αρνητική στάση και τη διαμαρτυρία των συμμάχων της Ελλάδας, πιθανόν να τους οδηγήσει σε μια επιφυλακτική στάση» και «να θεωρήσουν ότι έχουν την ευκαιρία να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές κι έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ενδεικτική, κατά τον ίδιο, είναι «η τοποθέτηση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που σε ερωτήσεις σχετικά με τις «προκλήσεις της Τουρκίας» στην κυπριακή ΑΟΖ, «σημείωσε την ανάγκη σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο» και «μίλησε για συμφωνίες εξίσου επωφελείς για τα εμπλεκόμενα μέρη», μία απάντηση που υποδηλώνει πρωτοβουλίες που ίσως δεν θα είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας».
Ο κ. Σημίτης συνεχίζει τονίζοντας ότι «πολλοί πιθανώς θα θεωρήσουν ότι μια τέτοια στάση των «συμμάχων» δεν είναι επιτρεπτή.
Θα εκφράσουν την πεποίθησή τους ότι όλοι «όπως συνήθως» στρέφονται κατά της Ελλάδας.
Αγνοούν όμως, όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων, ότι ακολουθήσαμε και ακολουθούμε μέχρι τώρα συνειδητά μια πολιτική στην οποία κυριαρχεί η επίκληση των δικαιωμάτων μας, αλλά αποφεύγουμε να τα κατοχυρώσουμε για να μην προκαλέσουμε αμφισβητήσεις.
Αναγνωρίζουμε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά εν γνώσει μας δεν επιδιώξαμε την εφαρμογή τους γιατί θεωρούμε πιθανό να προκύψουν αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα.
Υπογράψαμε και κυρώσαμε τη διεθνή σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, η οποία προβλέπει ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη μιας χώρας έχει εύρος 12 μίλια.
Παρ΄ όλα αυτά δεν έχουμε αυξήσει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια
Έχουμε επίσης τώρα διαφορετικό εύρος χωρικών υδάτων (6 μίλια) και εναέριου χώρου (10 μίλια)».
Όπως εξηγεί, η αιτία είναι η εξής: η δυνατή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια θα καταστήσει σημαντικά τμήματα του Αιγαίου και νομικά ελληνική θάλασσα.
Η ναυσιπλοΐα θα παραμείνει ελεύθερη , αλλά ξένα πλοία , π.χ. τουρκικά ή άλλα που ανήκουν στις χώρες του Ευξείνου Πόντου, θα οφείλουν πλέον να υπακούσουν στις οδηγίες των ελληνικών αρχών.
«Κατά της επέκτασης θα διαμαρτυρηθούν όχι η Τουρκία, αλλά και η Ρωσία και οι άλλες χώρες του Ευξείνου Πόντου», συμπληρώνει ο κ. Σημίτης και τονίζει πως «μια δυνατή λύση είναι να υπάρξει μια ζώνη ελεύθερης ναυσιπλοΐας που να διασχίζει το Αιγαίο Πέλαγος», αλλά θεωρείται «προς το παρόν μη δυνατή γιατί οι απόψεις Ελλάδας και Τουρκίας ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη τους διαφέρουν πολύ».
Ως ένα ακόμη παράδειγμα εκκρεμότητας ο κ. Σημίτης αναφέρει τη μη κατάθεση των συντεταγμένων (του γεωγραφικού μήκους και πλάτους) για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, όπως έχουμε υποχρέωση σύμφωνα με τη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Σημίτης σημειώνει ότι «κατάθεση συντεταγμένων με τις οποίες διαφωνεί η Τουρκία, θα είχε ως άμεση συνέπεια κατάθεση συντεταγμένων εκ μέρους της , που θα ήταν ασυμβίβαστες με τις ελληνικές.
Τα Ηνωμένα Έθνη θα θεωρούσαν αναγκαία την επίλυση της διαφοράς από το Διεθνές Δικαστήριο», κάτι που κατά τον ίδιο, «επικρατεί αβεβαιότητα για το τι θα αποφασίσει» και «μπορεί να επιδιώξει μια συμβιβαστική λύση που δεν θα ικανοποιούσε καμία από τις δυο πλευρές».
Το 2004 και ο κίνδυνος μιας πρόκλησης
Ο κ. Σημίτης υπενθυμίζει πως «για τη λύση των θεμάτων που αφορούν τα θέματα των θαλασσίων συνόρων έχουν πραγματοποιηθεί διαπραγματεύσεις με την Τουρκία στο πλαίσιο μιας συνεννόησης εμπειρογνωμόνων τα έτη 2002 μέχρι το 2016», οι οποίες ήταν «συστηματικές σε ορισμένες στιγμές κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, ιδίως τα χρόνια 2002-2004 και 2010-2012», ενώ «στο υπόλοιπο χρόνο σχεδόν μόνο τυπικές» και μάλιστα «δεν απέδωσαν» .
Επίσης, Ελλάδα και Τουρκία, όπως σημειώνει, απείχαν μέχρι τώρα από έρευνες/ εξορύξεις στο Αιγαίο σε περιοχές αμφισβητούμενης κυριότητας για να μην προκληθεί επεισόδιο».
«Αλλά τώρα είναι μεγάλες οι πιθανότητες να αλλάξει στάση η Τουρκία», αναφέρει στο άρθρο του ο κ. Σημίτης, ο οποίος υπενθυμίζει ότι «η κυβέρνησή μου , στο διάστημα 1996-2004, για αν αποφευχθεί μία διαμάχη με την Τουρκία, για τα σύνορά μας, είχε επιτύχει το 1999 να συμπεριληφθεί στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι ρήτρα που υποχρέωνε κάθε υποψήφιο κράτος όπως ήταν η Τουρκία, να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς, αλλιώς θα πρέπει να φέρει τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Του δικαιώματος αυτού ένστασης για την ένταξη της Τουρκίας, όπως αναφέρει, παραιτήθηκε η κυβέρνηση της ΝΔ του 2004 και αποδέχτηκε την έναρξη των συζητήσεων για την ένταξη της Τουρκίας παρά την αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων από την Τουρκία.
«Η πρωτοβουλία αυτή της κυβέρνησης της ΝΔ έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να επαναφέρει το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας όποτε το κρίνει σκόπιμο.
Γι΄ αυτό και είναι δυνατή η σημερινή αμφισβήτηση των συνόρων από την Τουρκία, η ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών και πάντα ο κίνδυνος μιας πρόκλησης», υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ο κ. Σημίτης.
Μετά τις εκλογές αναγκαία η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων
«Η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων μετά τις εκλογές είναι αναγκαία.
Ο κίνδυνος επεισοδίων με αρνητικές επιπτώσεις θα είναι υπαρκτός, εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες ίσως, αλλά που κατοχυρώνουν την ειρήνη στην περιοχή», υπογραμμίζει ο κ. Σημίτης.
«Σε μια τέτοια προσπάθεια η Ελλάδα θα έχει πιστεύω, την συμπαράσταση τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και των ΗΠΑ», καταλήγει το άρθρο του κ. Σημίτη.
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Μάλιστα αναφέρει ότι το πρόβλημα των Ιμίων το 1996 δεν προέκυψε τυχαία, σημειώνοντας πως «δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρόμοιες σκέψεις στη σημερινή τουρκική ηγεσία».
Ειδικότερα, ο κ. Σημίτης στο άρθρο του με τίτλο «Αιγαλίτιδα ζώνη- ΑΟΖ- Υφαλοκρηπίδα: Προσοχή τώρα», τονίζει ότι «η νέα κυβέρνηση, που θα αναδειχθεί από τις εκλογές του Ιουλίου, θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό θέμα της εξωτερικής πολιτικής μας, τις σχέσεις με την Τουρκία».
Σημειώνει ότι τα προβλήματα είναι γνωστά, προσθέτοντας πως οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα είναι διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν επί δεκαετίες μέχρι πρόσφατα.
«Η αποφασιστική διαφορά προέκυψε από την ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) και την πιθανολόγηση ότι υπάρχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου σε περιοχές της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας.
Ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας δήλωσε πριν λίγες ημέρες «Δεν μπορείτε να αγνοείτε τα δικαιώματα και το δίκιο της Τουρκίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (…).
Διαμηνύουμε στους συνομιλητές μας ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν θα επιτρέψουμε τετελεσμένα».
Η φράση «δεν θα επιτρέψουμε τελελεσμένα» έχει χρησιμοποιηθεί και από τον Ερντογάν», υπογραμμίζει ο κ. Σημίτης.
Μάλιστα , ο ίδιος εκφράζει την πεποίθησή του ότι το πρόβλημα των Ιμίων το 1996 δεν προέκυψε τυχαία.
Όπως εξηγεί «η τουρκική ηγεσία τότε θέλησε να εκμεταλλευτεί την κρίση που προκάλεσε η ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, η παραίτησή του και η εκλογή νέας ηγεσίας, για την οποία πίστεψε ότι μπορεί να την αιφνιδιάσει».
Σύμφωνα με τον κ. Σημίτη «δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρόμοιες σκέψεις στη σημερινή τουρκική ηγεσία.
Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα λόγω των εκλογών δημιουργεί ευνοϊκές προυποθέσεις για δράσεις.
Η Τουρκία μπορεί να θεωρήσει ότι η περίοδος αυτή προσφέρεται για να επιβάλει τις απόψεις της στα θέματα των ορίων τόσο της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, όσο και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας».
«Ένα τουρκικό πλοίο με στόχο την έρευνα κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου πλέει ήδη επί της κυπριακής υφαλοκρηπίδας.
Μπορεί πιθανότητα η Τουρκία να στείλει πλοίο σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας , που η Ελλάδα θεωρεί ελληνική , αλλά η Τουρκία τουρκική», σημειώνει ο κ. Σημίτης.
Προσθέτει ότι το γεγονός αυτό, «αντί να προκαλέσει την αρνητική στάση και τη διαμαρτυρία των συμμάχων της Ελλάδας, πιθανόν να τους οδηγήσει σε μια επιφυλακτική στάση» και «να θεωρήσουν ότι έχουν την ευκαιρία να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές κι έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ενδεικτική, κατά τον ίδιο, είναι «η τοποθέτηση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που σε ερωτήσεις σχετικά με τις «προκλήσεις της Τουρκίας» στην κυπριακή ΑΟΖ, «σημείωσε την ανάγκη σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο» και «μίλησε για συμφωνίες εξίσου επωφελείς για τα εμπλεκόμενα μέρη», μία απάντηση που υποδηλώνει πρωτοβουλίες που ίσως δεν θα είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας».
Ο κ. Σημίτης συνεχίζει τονίζοντας ότι «πολλοί πιθανώς θα θεωρήσουν ότι μια τέτοια στάση των «συμμάχων» δεν είναι επιτρεπτή.
Θα εκφράσουν την πεποίθησή τους ότι όλοι «όπως συνήθως» στρέφονται κατά της Ελλάδας.
Αγνοούν όμως, όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων, ότι ακολουθήσαμε και ακολουθούμε μέχρι τώρα συνειδητά μια πολιτική στην οποία κυριαρχεί η επίκληση των δικαιωμάτων μας, αλλά αποφεύγουμε να τα κατοχυρώσουμε για να μην προκαλέσουμε αμφισβητήσεις.
Αναγνωρίζουμε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά εν γνώσει μας δεν επιδιώξαμε την εφαρμογή τους γιατί θεωρούμε πιθανό να προκύψουν αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα.
Υπογράψαμε και κυρώσαμε τη διεθνή σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, η οποία προβλέπει ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη μιας χώρας έχει εύρος 12 μίλια.
Παρ΄ όλα αυτά δεν έχουμε αυξήσει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια
Έχουμε επίσης τώρα διαφορετικό εύρος χωρικών υδάτων (6 μίλια) και εναέριου χώρου (10 μίλια)».
Όπως εξηγεί, η αιτία είναι η εξής: η δυνατή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια θα καταστήσει σημαντικά τμήματα του Αιγαίου και νομικά ελληνική θάλασσα.
Η ναυσιπλοΐα θα παραμείνει ελεύθερη , αλλά ξένα πλοία , π.χ. τουρκικά ή άλλα που ανήκουν στις χώρες του Ευξείνου Πόντου, θα οφείλουν πλέον να υπακούσουν στις οδηγίες των ελληνικών αρχών.
«Κατά της επέκτασης θα διαμαρτυρηθούν όχι η Τουρκία, αλλά και η Ρωσία και οι άλλες χώρες του Ευξείνου Πόντου», συμπληρώνει ο κ. Σημίτης και τονίζει πως «μια δυνατή λύση είναι να υπάρξει μια ζώνη ελεύθερης ναυσιπλοΐας που να διασχίζει το Αιγαίο Πέλαγος», αλλά θεωρείται «προς το παρόν μη δυνατή γιατί οι απόψεις Ελλάδας και Τουρκίας ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη τους διαφέρουν πολύ».
Ως ένα ακόμη παράδειγμα εκκρεμότητας ο κ. Σημίτης αναφέρει τη μη κατάθεση των συντεταγμένων (του γεωγραφικού μήκους και πλάτους) για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, όπως έχουμε υποχρέωση σύμφωνα με τη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Σημίτης σημειώνει ότι «κατάθεση συντεταγμένων με τις οποίες διαφωνεί η Τουρκία, θα είχε ως άμεση συνέπεια κατάθεση συντεταγμένων εκ μέρους της , που θα ήταν ασυμβίβαστες με τις ελληνικές.
Τα Ηνωμένα Έθνη θα θεωρούσαν αναγκαία την επίλυση της διαφοράς από το Διεθνές Δικαστήριο», κάτι που κατά τον ίδιο, «επικρατεί αβεβαιότητα για το τι θα αποφασίσει» και «μπορεί να επιδιώξει μια συμβιβαστική λύση που δεν θα ικανοποιούσε καμία από τις δυο πλευρές».
Το 2004 και ο κίνδυνος μιας πρόκλησης
Ο κ. Σημίτης υπενθυμίζει πως «για τη λύση των θεμάτων που αφορούν τα θέματα των θαλασσίων συνόρων έχουν πραγματοποιηθεί διαπραγματεύσεις με την Τουρκία στο πλαίσιο μιας συνεννόησης εμπειρογνωμόνων τα έτη 2002 μέχρι το 2016», οι οποίες ήταν «συστηματικές σε ορισμένες στιγμές κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, ιδίως τα χρόνια 2002-2004 και 2010-2012», ενώ «στο υπόλοιπο χρόνο σχεδόν μόνο τυπικές» και μάλιστα «δεν απέδωσαν» .
Επίσης, Ελλάδα και Τουρκία, όπως σημειώνει, απείχαν μέχρι τώρα από έρευνες/ εξορύξεις στο Αιγαίο σε περιοχές αμφισβητούμενης κυριότητας για να μην προκληθεί επεισόδιο».
«Αλλά τώρα είναι μεγάλες οι πιθανότητες να αλλάξει στάση η Τουρκία», αναφέρει στο άρθρο του ο κ. Σημίτης, ο οποίος υπενθυμίζει ότι «η κυβέρνησή μου , στο διάστημα 1996-2004, για αν αποφευχθεί μία διαμάχη με την Τουρκία, για τα σύνορά μας, είχε επιτύχει το 1999 να συμπεριληφθεί στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι ρήτρα που υποχρέωνε κάθε υποψήφιο κράτος όπως ήταν η Τουρκία, να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς, αλλιώς θα πρέπει να φέρει τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Του δικαιώματος αυτού ένστασης για την ένταξη της Τουρκίας, όπως αναφέρει, παραιτήθηκε η κυβέρνηση της ΝΔ του 2004 και αποδέχτηκε την έναρξη των συζητήσεων για την ένταξη της Τουρκίας παρά την αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων από την Τουρκία.
«Η πρωτοβουλία αυτή της κυβέρνησης της ΝΔ έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να επαναφέρει το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας όποτε το κρίνει σκόπιμο.
Γι΄ αυτό και είναι δυνατή η σημερινή αμφισβήτηση των συνόρων από την Τουρκία, η ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών και πάντα ο κίνδυνος μιας πρόκλησης», υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ο κ. Σημίτης.
Μετά τις εκλογές αναγκαία η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων
«Η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων μετά τις εκλογές είναι αναγκαία.
Ο κίνδυνος επεισοδίων με αρνητικές επιπτώσεις θα είναι υπαρκτός, εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες ίσως, αλλά που κατοχυρώνουν την ειρήνη στην περιοχή», υπογραμμίζει ο κ. Σημίτης.
«Σε μια τέτοια προσπάθεια η Ελλάδα θα έχει πιστεύω, την συμπαράσταση τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και των ΗΠΑ», καταλήγει το άρθρο του κ. Σημίτη.
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr