Χρειάζεται εθνικό σχέδιο για να διαμορφωθεί ελκυστικό περιβάλλον για τη βιομηχανία, σύμφωνα με τον κ. Στασινόπουλο
«Το κόστος ενέργειας πλήττει την ανταγωνστικότητα της βιομηχανίας» τόνισε ο Μ. Στασινόπουλος κατά τη διάρκεια ημερίδας που διοργάνωσε ο αναπληρωτής υπουργός Βιομηχανίας Στέργιος Πιτσιόρλας με θέμα «Ελληνική Βιομηχανία και τρέχουσε εξελίξεις στην Ε.Ε.».
Αναλυτικά:
Αγαπητέ αναπληρωτή υπουργέ Βιομηχανίας,
Κύριοι υπουργοί,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Φίλες και φίλοι,
Θα ήθελα πρώτα απ΄όλα να ευχαριστήσω τον αναπληρωτή υπουργό, τον κ. Πιτσιόρλα για την πρόσκληση αλλά και για την πρωτοβουλία του να διοργανώσει αυτή την ημερίδα για τη βιομηχανία. Γνωρίζουμε τις προσπάθειές του και το ειλικρινές ενδιαφέρον του.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε σήμερα εδώ είναι οι ξεκάθαρες αποφάσεις και Διακηρύξεις για το μελλοντικό βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο της Ευρώπης.
Το τελευταίο διάστημα η Ευρώπη παίρνει σημαντικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση μιας πιο «επιθετικής» και συγκροτημένης βιομηχανικής πολιτικής για να εξασφαλίσει ότι θα μείνει ζωντανή και ακμάζουσα στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα.
Βιώνουμε στις μέρες μας τη σταθερή επεκτατική πορεία της Κίνας, την απάντηση της Αμερικής με τον εμπορικό πόλεμο, την αυξανόμενη επιρροή της Ινδίας αλλά και την είσοδο νέων παικτών με ισχυρή ανάπτυξη στην Ασία, στην Αραβική Χερσόνησο και σε άλλες περιοχές, όπως και την προοπτική μιας ισχυρά αναπτυσσόμενης Αφρικής.
Πρακτικά, όλος ο κόσμος κινείται προς την παραγωγική αναβάθμιση, με νέα εξωστρεφή μοντέλα επιχειρηματικότητας, και είμαι σίγουρος ότι γνωρίζετε αρκετά τέτοια παραδείγματα και στις δικές μας γειτονικές χώρες.
Στη χώρα μας, ο κόσμος της παραγωγής και ιδιαίτερα οι επιχειρήσεις που εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό, έχουν, δικαιολογημένα πιστεύω, σοβαρές ανησυχίες. Η Ελλάδα δείχνει αδυναμία να κάνει βήματα που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και επιτρέπουν την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και τη βιώσιμη ανάπτυξη, δημιουργώντας αβεβαιότητα για την εθνική προοπτική.
Είμαστε η λιγότερο βιομηχανική η χώρα στην Ευρώπη και η χώρα με τη χαμηλότερη κατά κεφαλή παραγωγικότητα, η οποία δεν οφείλεται ούτε σε τεμπελιά, ούτε σε ανικανότητα, ούτε βέβαια σε έλλειψη παιδείας. Οφείλεται πρωτίστως στη σοβαρή υστέρηση σε σύγχρονες βιομηχανικές υποδομές. Και άλλοι δείκτες ανταγωνιστικότητας οδηγούν σε ανάλογα συμπεράσματα και εξηγούν την αδυναμία μας να βγούμε από την κρίση, σε αντίθεση με άλλες χώρες.
Για την υπόθεση της βιομηχανίας έχουν ειπωθεί πολλά, και έχω κι εγώ αλλά και όλοι μας στην Ελληνική Παραγωγή, συμμετάσχει σε πολλές προσπάθειες για να αναδειχθούν τα προβλήματα και να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις μιας επανεκκίνησης της παραγωγής στη χώρα. Τελευταία η βιομηχανία έχει μπει δυναμικότερα στην εγχώρια συζήτηση κι αυτό είναι θετικό, αν και δεν έχει παραχθεί μέχρι τώρα ουσιαστικό αποτέλεσμα, που να συνιστά ένα σχέδιο και να διαμορφώνει μια προοπτική.
Η ηχηρή στροφή της Ευρώπης προς τη βιομηχανία την τελευταία 5ετία, οφείλεται στη διαπίστωση ότι οι χώρες με ισχυρή βιομηχανική βάση έδειξαν πολύ μεγαλύτερες αντοχές στην κρίση του 2008, ανέκαμψαν ταχύτερα και με μικρότερες απώλειες στο εθνικό εισόδημα και στις θέσεις εργασίας.
Σήμερα, η Ευρώπη «τρέχει» προς τη διαμόρφωση μιας Ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής, ώστε να προετοιμαστεί εγκαίρως για τις μεγάλες προκλήσεις της ψηφιοποίησης, της τεχνολογικής επανάστασης και των εφαρμογών της Τεχνητής Νοημοσύνης, σε συνθήκες σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού και αβεβαιότητας για τις εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο.
Για να προστατέψει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της από τις αθέμιτες πρακτικές τρίτων χωρών και να διασφαλίσει ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό και περιβαλλοντικό κεκτημένο θα περιφρουρηθεί, χωρίς να γίνει ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Για να προχωρήσει στον ενεργειακό μετασχηματισμό και στη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, στηρίζοντας τη βιομηχανική καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη και ενθαρρύνοντας τις συνέργειες και τις συμπράξεις που θα διευρύνουν τη συμμετοχή ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Εμείς όμως πιστεύω, πρέπει πρώτα απ όλα να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στα βασικά ερωτήματα: Θέλουμε βιομηχανία που να παράγει πλούτο για την κοινωνία και να δημιουργεί σιγουριά για το μέλλον της χώρας; Ή θέλουμε να συνεχίσουμε με τις πρακτικές του παρελθόντος, αδιαφορώντας για την παραγωγική βάση, την καινοτομία και την εξωστρέφεια της οικονομίας μας;
Εάν αποφασίσουμε ότι θέλουμε βιομηχανία, πρέπει να πάρουμε κάποιες σοβαρές και μελετημένες αποφάσεις. Να αναλύσουμε επιτυχημένα μοντέλα ανάπτυξης άλλων χωρών και να διαμορφώσουμε μια εθνική στρατηγική με ιεραρχημένους στόχους και προτεραιότητες, που θα αξιολογούνται και θα επικαιροποιούνται τακτικά, μέσω σοβαρού και ποιοτικού διαλόγου.
Αυτή η τομή στην προσέγγισή μας είναι απαραίτητη πριν μπούμε στις συζητήσεις για τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Διαφορετικά, θα παραμένουμε στην «πεπατημένη» και θα προσπαθούμε απλώς να ισορροπούμε τα διάφορα συμφέροντα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις, οποιουδήποτε μεγέθους, είναι εκτεθειμένες σε πολλά μέτωπα και ειδικά σήμερα, χρειάζονται ένα προσεκτικά διαμορφωμένο ανταγωνιστικό περιβάλλον για να αναπτυχθούν και να έχουν ισχυρή συμβολή στην εθνική οικονομία και την κοινωνία.
Υπάρχουν στην Ελλάδα επιχειρήσεις που ήδη καινοτομούν, ψηφιοποιούνται και προσαρμόζονται στις νέες τεχνολογίες, όντας εκτεθειμένες στις διεθνείς αγορές. Όμως, χωρίς σχέδιο η χώρα συνολικά θα μείνει πίσω, γιατί ο μεγάλος όγκος των επιχειρήσεων, και κυρίως οι μικρομεσαίες, πολλές από τις οποίες βρίσκονται σε συνθήκες οριακής επιβίωσης, δυσκολεύονται να βρουν τον βηματισμό τους. Αλλά και γιατί χωρίς σχέδιο, οι νέοι επιστήμονες, αυτοί που έχουν τις γνώσεις και τα εφόδια για να ηγηθούν σ΄ αυτό τον αναγκαίο μετασχηματισμό, εξακολουθούν να στρέφονται μαζικά προς το εξωτερικό για να έχουν καλύτερες προοπτικές καριέρας.
Αυτό το στοιχείο, οι προοπτικές καριέρας και ποιοτικής απασχόλησης που δίνει ο τομέας της μεταποίησης, αναδεικνύεται σε όλες τις ευρωπαϊκές ανακοινώσεις και αποφάσεις αλλά και στις δυο μελέτες που έχουμε κάνει με το ΙΟΒΕ ως «Ελληνική Παραγωγή», για το αποτύπωμα και τη συμβολή της μεταποιητικής βιομηχανίας στην Ελλάδα.
Εκεί φαίνεται ξεκάθαρα ότι η εγχώρια μεταποίηση, παρά το μικρό μερίδιό της στο ΑΕΠ –λίγο πάνω από 9% όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 15%-είναι ένας ζωντανός τομέας της οικονομίας, με καθοριστική συμβολή στη δημιουργία εθνικού πλούτου, προστιθέμενης αξίας, ποιοτικής απασχόλησης και εξαγωγών. Σχεδόν το 1/3 του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος αλλά και της απασχόλησης οφείλεται στην άμεση, έμμεση ή προκαλούμενη επίδραση της μεταποίησης, ενώ πλήθος άλλων κλάδων των υπηρεσιών και του εμπορίου ωφελούνται σε προστιθέμενη αξία και σε απασχόληση.
Η ελληνική μεταποίηση ανακάμπτει σταθερά τα τελευταία χρόνια, ταχύτερα από το σύνολο της οικονομίας και πρωταγωνιστεί στην ανάκαμψη των εξαγωγών.
Όμως η βελτίωση αυτή, που επήλθε χωρίς υποστήριξη και οφείλεται στον αγώνα και την προσαρμογή των ίδιων των επιχειρήσεων και στις πολύ ευνοϊκές συνθήκες στις ευρωπαϊκές αγορές, είναι εύθραυστη και ανεπαρκής σε σχέση με αυτό που χρειάζεται η χώρα για να κατακτήσει την ισχυρή και περιεκτική ανάπτυξη.
Η συζήτηση για την ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική είναι σημαντική και βοηθά να συνειδητοποιήσουμε προς τα πού κινούνται τα πράγματα. Θα πρέπει να λειτουργήσει αφυπνιστικά και όχι ως άλλοθι για να παραπεμφθούν στις καλένδες οι δικές μας αδυναμίες.
Οι προϋποθέσεις υπάρχουν.
-Εάν αρθούν οι χρόνιες παθογένειες που κρατούν τη μεταποιητική βιομηχανία καθηλωμένη,
-Εάν διασφαλίσουμε ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας σε μια ανοιχτή και πλήρως διασυνδεδεμένη αγορά,
-Εάν διαμορφώσουμε μια ενεργειακή πολιτική που δίνει περισσότερη σημασία στην ανάπτυξη της παραγωγικής οικονομίας,
-Εάν θεσπίσουμε επενδυτικά κίνητρα όπως επιταχυνόμενες αποσβέσεις και επιδότηση της καινοτομίας,
-Εάν υπάρξει φορολογική σταθερότητα, μείωση του δυσβάστακτου μη μισθολογικού κόστους, περιορισμός της γραφειοκρατίας και εκσυγχρονισμός του αναχρονιστικού καθεστώτος των υπερωριών, που βασίζεται σε νόμο του 1920. Τότε, η εγχώρια μεταποίηση θα μπορέσει να αναπτύξει το δυναμικό της και θα ανταποδώσει γρήγορα και στο πολλαπλάσιο το έτσι κι αλλιώς χαμηλό κόστος μιας βιομηχανικής πολιτικής.
Στην Ελλάδα επικρατεί ακόμα και σήμερα η αντίληψη ότι η οικονομία στηρίζεται και πρέπει να στηρίζεται κατά κύριο λόγο στον τουρισμό, η συμβολή του οποίου είναι σημαντική και δεν θέλω καθόλου να την υποτιμήσω. Αλλά για να μιλάμε με στοιχεία και όχι με στερεότυπα, το 2017 τα έσοδα από τις εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων ήταν κατά τι υψηλότερα από τα έσοδα εξαγωγής τουριστικών υπηρεσιών και οι αριθμοί στην απασχόληση είναι στα ίδια επίπεδα, με τη διαφορά ότι η μεταποίηση προσφέρει σταθερές, ποιοτικές και καλύτερα αμειβόμενες από το μέσο όρο της οικονομίας θέσεις εργασίας, πολλές από τις οποίες υψηλού επιπέδου κατάρτισης. Κι εδώ να σημειώσουμε ότι ο τουρισμός είχε διαχρονική και πολυδιάστατη υποστήριξη από την Πολιτεία και η μεταποιητική βιομηχανία ελάχιστη.
Εάν λοιπόν η Ευρώπη έχει έναν λόγο να στρέφεται ξανά σήμερα προς τη βιομηχανία, η Ελλάδα έχει δέκα. Γιατί εμείς έχουμε πολύ περισσότερο ανάγκη να καλύψουμε χαμένο έδαφος. Να διευρύνουμε και να εκσυγχρονίσουμε την παραγωγική μας βάση, να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια της οικονομίας μας, να δημιουργήσουμε προοπτικές καριέρας για τους νέους επιστήμονες και να αμβλύνουμε τις αρνητικές τάσεις στο δημογραφικό.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επαναλάβω το βασικό μήνυμα: Ότι έχει έρθει η ώρα να διαμορφώσουμε, σε στενή συνεργασία με τον κόσμο της παραγωγής, ένα ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον που θα στηρίζει τις βιώσιμες επενδύσεις και θα προσφέρει ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο λειτουργίας και ανάπτυξης.
Να αποφασίσουμε να κάνουμε τα βήματα που χρειάζονται για να στρέψουμε την οικονομία προς την παραγωγή, την καινοτομία και την εξωστρέφεια και να επιστρέψει η αισιοδοξία στη χώρα.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας».
www.worldenergynews.gr
Αναλυτικά:
Αγαπητέ αναπληρωτή υπουργέ Βιομηχανίας,
Κύριοι υπουργοί,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Φίλες και φίλοι,
Θα ήθελα πρώτα απ΄όλα να ευχαριστήσω τον αναπληρωτή υπουργό, τον κ. Πιτσιόρλα για την πρόσκληση αλλά και για την πρωτοβουλία του να διοργανώσει αυτή την ημερίδα για τη βιομηχανία. Γνωρίζουμε τις προσπάθειές του και το ειλικρινές ενδιαφέρον του.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε σήμερα εδώ είναι οι ξεκάθαρες αποφάσεις και Διακηρύξεις για το μελλοντικό βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο της Ευρώπης.
Το τελευταίο διάστημα η Ευρώπη παίρνει σημαντικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση μιας πιο «επιθετικής» και συγκροτημένης βιομηχανικής πολιτικής για να εξασφαλίσει ότι θα μείνει ζωντανή και ακμάζουσα στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα.
Βιώνουμε στις μέρες μας τη σταθερή επεκτατική πορεία της Κίνας, την απάντηση της Αμερικής με τον εμπορικό πόλεμο, την αυξανόμενη επιρροή της Ινδίας αλλά και την είσοδο νέων παικτών με ισχυρή ανάπτυξη στην Ασία, στην Αραβική Χερσόνησο και σε άλλες περιοχές, όπως και την προοπτική μιας ισχυρά αναπτυσσόμενης Αφρικής.
Πρακτικά, όλος ο κόσμος κινείται προς την παραγωγική αναβάθμιση, με νέα εξωστρεφή μοντέλα επιχειρηματικότητας, και είμαι σίγουρος ότι γνωρίζετε αρκετά τέτοια παραδείγματα και στις δικές μας γειτονικές χώρες.
Στη χώρα μας, ο κόσμος της παραγωγής και ιδιαίτερα οι επιχειρήσεις που εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό, έχουν, δικαιολογημένα πιστεύω, σοβαρές ανησυχίες. Η Ελλάδα δείχνει αδυναμία να κάνει βήματα που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και επιτρέπουν την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και τη βιώσιμη ανάπτυξη, δημιουργώντας αβεβαιότητα για την εθνική προοπτική.
Είμαστε η λιγότερο βιομηχανική η χώρα στην Ευρώπη και η χώρα με τη χαμηλότερη κατά κεφαλή παραγωγικότητα, η οποία δεν οφείλεται ούτε σε τεμπελιά, ούτε σε ανικανότητα, ούτε βέβαια σε έλλειψη παιδείας. Οφείλεται πρωτίστως στη σοβαρή υστέρηση σε σύγχρονες βιομηχανικές υποδομές. Και άλλοι δείκτες ανταγωνιστικότητας οδηγούν σε ανάλογα συμπεράσματα και εξηγούν την αδυναμία μας να βγούμε από την κρίση, σε αντίθεση με άλλες χώρες.
Για την υπόθεση της βιομηχανίας έχουν ειπωθεί πολλά, και έχω κι εγώ αλλά και όλοι μας στην Ελληνική Παραγωγή, συμμετάσχει σε πολλές προσπάθειες για να αναδειχθούν τα προβλήματα και να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις μιας επανεκκίνησης της παραγωγής στη χώρα. Τελευταία η βιομηχανία έχει μπει δυναμικότερα στην εγχώρια συζήτηση κι αυτό είναι θετικό, αν και δεν έχει παραχθεί μέχρι τώρα ουσιαστικό αποτέλεσμα, που να συνιστά ένα σχέδιο και να διαμορφώνει μια προοπτική.
Η ηχηρή στροφή της Ευρώπης προς τη βιομηχανία την τελευταία 5ετία, οφείλεται στη διαπίστωση ότι οι χώρες με ισχυρή βιομηχανική βάση έδειξαν πολύ μεγαλύτερες αντοχές στην κρίση του 2008, ανέκαμψαν ταχύτερα και με μικρότερες απώλειες στο εθνικό εισόδημα και στις θέσεις εργασίας.
Σήμερα, η Ευρώπη «τρέχει» προς τη διαμόρφωση μιας Ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής, ώστε να προετοιμαστεί εγκαίρως για τις μεγάλες προκλήσεις της ψηφιοποίησης, της τεχνολογικής επανάστασης και των εφαρμογών της Τεχνητής Νοημοσύνης, σε συνθήκες σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού και αβεβαιότητας για τις εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο.
Για να προστατέψει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της από τις αθέμιτες πρακτικές τρίτων χωρών και να διασφαλίσει ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό και περιβαλλοντικό κεκτημένο θα περιφρουρηθεί, χωρίς να γίνει ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Για να προχωρήσει στον ενεργειακό μετασχηματισμό και στη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, στηρίζοντας τη βιομηχανική καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη και ενθαρρύνοντας τις συνέργειες και τις συμπράξεις που θα διευρύνουν τη συμμετοχή ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Εμείς όμως πιστεύω, πρέπει πρώτα απ όλα να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στα βασικά ερωτήματα: Θέλουμε βιομηχανία που να παράγει πλούτο για την κοινωνία και να δημιουργεί σιγουριά για το μέλλον της χώρας; Ή θέλουμε να συνεχίσουμε με τις πρακτικές του παρελθόντος, αδιαφορώντας για την παραγωγική βάση, την καινοτομία και την εξωστρέφεια της οικονομίας μας;
Εάν αποφασίσουμε ότι θέλουμε βιομηχανία, πρέπει να πάρουμε κάποιες σοβαρές και μελετημένες αποφάσεις. Να αναλύσουμε επιτυχημένα μοντέλα ανάπτυξης άλλων χωρών και να διαμορφώσουμε μια εθνική στρατηγική με ιεραρχημένους στόχους και προτεραιότητες, που θα αξιολογούνται και θα επικαιροποιούνται τακτικά, μέσω σοβαρού και ποιοτικού διαλόγου.
Αυτή η τομή στην προσέγγισή μας είναι απαραίτητη πριν μπούμε στις συζητήσεις για τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Διαφορετικά, θα παραμένουμε στην «πεπατημένη» και θα προσπαθούμε απλώς να ισορροπούμε τα διάφορα συμφέροντα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις, οποιουδήποτε μεγέθους, είναι εκτεθειμένες σε πολλά μέτωπα και ειδικά σήμερα, χρειάζονται ένα προσεκτικά διαμορφωμένο ανταγωνιστικό περιβάλλον για να αναπτυχθούν και να έχουν ισχυρή συμβολή στην εθνική οικονομία και την κοινωνία.
Υπάρχουν στην Ελλάδα επιχειρήσεις που ήδη καινοτομούν, ψηφιοποιούνται και προσαρμόζονται στις νέες τεχνολογίες, όντας εκτεθειμένες στις διεθνείς αγορές. Όμως, χωρίς σχέδιο η χώρα συνολικά θα μείνει πίσω, γιατί ο μεγάλος όγκος των επιχειρήσεων, και κυρίως οι μικρομεσαίες, πολλές από τις οποίες βρίσκονται σε συνθήκες οριακής επιβίωσης, δυσκολεύονται να βρουν τον βηματισμό τους. Αλλά και γιατί χωρίς σχέδιο, οι νέοι επιστήμονες, αυτοί που έχουν τις γνώσεις και τα εφόδια για να ηγηθούν σ΄ αυτό τον αναγκαίο μετασχηματισμό, εξακολουθούν να στρέφονται μαζικά προς το εξωτερικό για να έχουν καλύτερες προοπτικές καριέρας.
Αυτό το στοιχείο, οι προοπτικές καριέρας και ποιοτικής απασχόλησης που δίνει ο τομέας της μεταποίησης, αναδεικνύεται σε όλες τις ευρωπαϊκές ανακοινώσεις και αποφάσεις αλλά και στις δυο μελέτες που έχουμε κάνει με το ΙΟΒΕ ως «Ελληνική Παραγωγή», για το αποτύπωμα και τη συμβολή της μεταποιητικής βιομηχανίας στην Ελλάδα.
Εκεί φαίνεται ξεκάθαρα ότι η εγχώρια μεταποίηση, παρά το μικρό μερίδιό της στο ΑΕΠ –λίγο πάνω από 9% όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 15%-είναι ένας ζωντανός τομέας της οικονομίας, με καθοριστική συμβολή στη δημιουργία εθνικού πλούτου, προστιθέμενης αξίας, ποιοτικής απασχόλησης και εξαγωγών. Σχεδόν το 1/3 του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος αλλά και της απασχόλησης οφείλεται στην άμεση, έμμεση ή προκαλούμενη επίδραση της μεταποίησης, ενώ πλήθος άλλων κλάδων των υπηρεσιών και του εμπορίου ωφελούνται σε προστιθέμενη αξία και σε απασχόληση.
Η ελληνική μεταποίηση ανακάμπτει σταθερά τα τελευταία χρόνια, ταχύτερα από το σύνολο της οικονομίας και πρωταγωνιστεί στην ανάκαμψη των εξαγωγών.
Όμως η βελτίωση αυτή, που επήλθε χωρίς υποστήριξη και οφείλεται στον αγώνα και την προσαρμογή των ίδιων των επιχειρήσεων και στις πολύ ευνοϊκές συνθήκες στις ευρωπαϊκές αγορές, είναι εύθραυστη και ανεπαρκής σε σχέση με αυτό που χρειάζεται η χώρα για να κατακτήσει την ισχυρή και περιεκτική ανάπτυξη.
Η συζήτηση για την ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική είναι σημαντική και βοηθά να συνειδητοποιήσουμε προς τα πού κινούνται τα πράγματα. Θα πρέπει να λειτουργήσει αφυπνιστικά και όχι ως άλλοθι για να παραπεμφθούν στις καλένδες οι δικές μας αδυναμίες.
Οι προϋποθέσεις υπάρχουν.
-Εάν αρθούν οι χρόνιες παθογένειες που κρατούν τη μεταποιητική βιομηχανία καθηλωμένη,
-Εάν διασφαλίσουμε ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας σε μια ανοιχτή και πλήρως διασυνδεδεμένη αγορά,
-Εάν διαμορφώσουμε μια ενεργειακή πολιτική που δίνει περισσότερη σημασία στην ανάπτυξη της παραγωγικής οικονομίας,
-Εάν θεσπίσουμε επενδυτικά κίνητρα όπως επιταχυνόμενες αποσβέσεις και επιδότηση της καινοτομίας,
-Εάν υπάρξει φορολογική σταθερότητα, μείωση του δυσβάστακτου μη μισθολογικού κόστους, περιορισμός της γραφειοκρατίας και εκσυγχρονισμός του αναχρονιστικού καθεστώτος των υπερωριών, που βασίζεται σε νόμο του 1920. Τότε, η εγχώρια μεταποίηση θα μπορέσει να αναπτύξει το δυναμικό της και θα ανταποδώσει γρήγορα και στο πολλαπλάσιο το έτσι κι αλλιώς χαμηλό κόστος μιας βιομηχανικής πολιτικής.
Στην Ελλάδα επικρατεί ακόμα και σήμερα η αντίληψη ότι η οικονομία στηρίζεται και πρέπει να στηρίζεται κατά κύριο λόγο στον τουρισμό, η συμβολή του οποίου είναι σημαντική και δεν θέλω καθόλου να την υποτιμήσω. Αλλά για να μιλάμε με στοιχεία και όχι με στερεότυπα, το 2017 τα έσοδα από τις εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων ήταν κατά τι υψηλότερα από τα έσοδα εξαγωγής τουριστικών υπηρεσιών και οι αριθμοί στην απασχόληση είναι στα ίδια επίπεδα, με τη διαφορά ότι η μεταποίηση προσφέρει σταθερές, ποιοτικές και καλύτερα αμειβόμενες από το μέσο όρο της οικονομίας θέσεις εργασίας, πολλές από τις οποίες υψηλού επιπέδου κατάρτισης. Κι εδώ να σημειώσουμε ότι ο τουρισμός είχε διαχρονική και πολυδιάστατη υποστήριξη από την Πολιτεία και η μεταποιητική βιομηχανία ελάχιστη.
Εάν λοιπόν η Ευρώπη έχει έναν λόγο να στρέφεται ξανά σήμερα προς τη βιομηχανία, η Ελλάδα έχει δέκα. Γιατί εμείς έχουμε πολύ περισσότερο ανάγκη να καλύψουμε χαμένο έδαφος. Να διευρύνουμε και να εκσυγχρονίσουμε την παραγωγική μας βάση, να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια της οικονομίας μας, να δημιουργήσουμε προοπτικές καριέρας για τους νέους επιστήμονες και να αμβλύνουμε τις αρνητικές τάσεις στο δημογραφικό.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επαναλάβω το βασικό μήνυμα: Ότι έχει έρθει η ώρα να διαμορφώσουμε, σε στενή συνεργασία με τον κόσμο της παραγωγής, ένα ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον που θα στηρίζει τις βιώσιμες επενδύσεις και θα προσφέρει ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο λειτουργίας και ανάπτυξης.
Να αποφασίσουμε να κάνουμε τα βήματα που χρειάζονται για να στρέψουμε την οικονομία προς την παραγωγή, την καινοτομία και την εξωστρέφεια και να επιστρέψει η αισιοδοξία στη χώρα.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας».
www.worldenergynews.gr