Σύμφωνα με έρευνα της Infobank Hellastat οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό από εισαγωγικές εταιρείες πρώτων υλών
Το υψηλό ενεργειακό κόστος, αλλά και η απουσία οργανωμένου πλαισίου διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων, είναι δυο από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εγχώριος κλάδος παραγωγής χημικών προϊόντων.
Ο κλάδος μετά τους κλυδωνισμούς που υπέστη με την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2008, που οδήγησαν μάλιστα στο κλείσιμο αρκετών μικρών επιχειρήσεων, παρουσίασε τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης από το 2013 και πλέον βρίσκεται σε φάση ήπιας ανάκαμψης της ζήτησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με μελέτη για τον κλάδο των χημικών που εκπόνησε η Infobank Hellastat, ο κύκλος εργασιών 105 παραγωγικών και εμπορικών εταιρειών χημικών πρώτων υλών, το 2017 αυξήθηκε κατά 6,6% και ανήλθε σε 1,14 δισ. ευρώ, καθώς η ζήτηση τονώθηκε περαιτέρω.
Πάντως η βελτίωση των εσόδων συνοδεύτηκε από κάμψη της κερδοφορίας.
Συγκεκριμένα, τα συνολικά κέρδη προ τόκων φόρων και αποσβέσεων μειώθηκαν κατά 3,98%, στα 85,74 εκατ. ευρώ, ενώ τα κέρδη προ φόρων άγγιξαν τα 61,7 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας πτώση 4,9% από το 2016.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το 2017 το 90,5% των επιχειρήσεων χημικών πρώτων υλών εμφάνισαν λειτουργικά κέρδη.
Από αυτές, το 38,1% εμφάνισε αύξηση στα αποτελέσματα του 2017, το 47,6% παρουσίασε μείωση και ένα 4,8% προέρχεται από εταιρείες που το 2016 είχαν καταγράψει ζημιογόνο χρήση.
Όσο αναφορά, τα κέρδη προ φόρων το 81,7% των εταιρειών ήταν κερδοφόρες το 2017.
Συγκεκριμένα, 32 εταιρείες κατέγραψαν αύξηση, 44 εταιρείες παρουσίασαν μείωση και 9 προήλθαν από προηγούμενη ζημιογόνο χρήση.
Εξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών
Πάντως ο κλάδος χαρακτηρίζεται από αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους της ζήτησης από εισαγωγές, καθώς αρκετές βασικές πρώτες ύλες δεν παράγονται εγχώρια.
Σε αρκετούς τομείς, οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό από εισαγωγικές εταιρείες πρώτων υλών, ιδίως από τρίτες χώρες (εκτός των παραδοσιακών αγορών προέλευσης της Ε.Ε.) λόγω των χαμηλότερων τιμών.
Ακόμη, η ανταγωνιστική υστέρηση εντείνεται και από το μικρό ή μεσαίο μέγεθος των περισσοτέρων εγχώριων επιχειρήσεων, συγκριτικά με αντίστοιχες μονάδες άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Τέλος, δεν υφίσταται καθετοποιημένη δομή σε επίπεδο πρώτων υλών, με αποτέλεσμα να υπάρχει εξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών.
Η αυστηρότερη πιστοδοτική πολιτική από την πλευρά των τραπεζών (υψηλά επιτόκια δανεισμού) συνεπάγεται δυσχέρεια στην άντληση κεφαλαίων και στη χρηματοδότηση, τόσο για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων, όσο και για την κάλυψη των τρεχουσών υποχρεώσεων σε προμηθευτές.
Συνεπώς, η ρευστότητα και η φερεγγυότητα των επιχειρήσεων έχει πληγεί σημαντικά, με αποτέλεσμα οι ξένοι οίκοι χημικών να ασκούν υψηλή πίεση, θέτοντας ως προϋπόθεση την εξόφληση της παραγγελίας πριν την αποστολή της ή σε ορισμένες περιπτώσεις μικρό χρονικό περιθώριο πληρωμής.
Αδυναμίες και προβλήματα
Οι εγχώριες βιομηχανίες αντιμετωπίζουν αρκετά υψηλό κόστος ενέργειας, μετά τις διαδοχικές αυξήσεις στις χρεώσεις του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου.
Ακόμη, το φορολογικό πλαίσιο της χώρας προκαλεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια, καθώς οι φορολογικοί συντελεστές μεταβάλλονται συνεχώς.
Ο κλάδος αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα έλλειψης κατάλληλων αποθηκευτικών χώρων (π.χ. δεξαμενών πλησίον λιμένων, με τις προβλεπόμενες συνθήκες φύλαξης των χημικών υλών), γεγονός το οποίο επιβαρύνει τις εταιρείες με επιπλέον κόστη εναλλακτικής μεταφοράς και αποθήκευσης.
Η εφαρμογή του Κανονισμού REACH είναι κοστοβόρα για τις εταιρείες του κλάδου, ιδιαίτερα για τις ΜμΕ.
Ειδικότερα, οι εμπορικές εταιρείες επιβαρύνονται κυρίως με έμμεσα διαχειριστικά κόστη προκειμένου να τηρήσουν τις προβλεπόμενες διαδικασίες για τη συνεργασία τους με οίκους του εξωτερικού.
Εξάλλου, ο εγχώριος κλάδος αποτελείται κατά βάση από «Downstream Users», οι οποίοι δεν μπορούν να επηρεάσουν την αγορά, απλώς ακολουθούν τις εξελίξεις σε επίπεδο Ε.Ε.
Τέλος, η εγχώρια διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων είναι προβληματική, με συνέπεια να προκαλούνται περιβαλλοντικές επιπτώσεις και να αυξάνεται το κόστος των εταιρειών του κλάδου.
Ειδικότερα, παρατηρείται συσσώρευση αποβλήτων ή/και χημικών υλών που έχουν απαξιωθεί στις αποθήκες ή στα εργοστάσια των εταιρειών, καθώς δεν υφίσταται οργανωμένο πλαίσιο διαχείρισης και δεν λειτουργούν αδειοδοτημένοι λιμένες για τη διακίνησή τους.
www.worldenergynews.gr