
Το έργο Northern Lights δεν είναι ακριβώς αποτυχία. Είναι μια απόδειξη του τι μπορείς να κάνεις με απεριόριστο κεφάλαιο, πολιτική βούληση και γεωλογική τύχη
Το Northern Lights, το πιο εμβληματικό έργο δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα της Ευρώπης, είναι πλέον έτοιμο να παραλάβει διοξείδιο του άνθρακα για δέσμευση, με τα πρώτα πλοία να βρίσκονται ήδη στο νερό.
Σύμφωνα με το Clean Technica, το έργο αυτό γιορτάζεται ως θρίαμβος της κλιματικής πολιτικής και της μηχανικής.
Ωστόσο, όταν εμβαθύνει κανείς στα οικονομικά του project, στις πολιτικές και στις τεχνολογικές επιλογές γίνεται σαφές ότι αυτό δεν αποτελεί ένα πρότυπο μοντέλο για την απαλλαγή από τον άνθρακα.
Φαίνεται, πως πρόκειται για μια επιδοτούμενη λύση έκτακτης ανάγκης που επιλέχθηκε σε μια πολύ συγκεκριμένη συγκυρία, αλλά που το μέλλον της είναι γενικά αβέβαιο.

Ας δούμε τους αριθμούς. Η μονάδα αμμωνίας της Yara στο Sluiskil παράγει μια ποσότητα CO₂, που καθιστά τη δέσμευση σχετικά φθηνή και εύκολη.
Το εργοστάσιο τσιμέντου της Norcem στο Brevik έχει πλουτίσει με τις πλάτες των επιδοτήσεων που παρέχει το νορβηγικό κράτος εδώ και χρόνια, ενώ η μονάδα παραγωγής ενέργειας από απόβλητα της Celsio στο Όσλο λειτουργεί σε μια ευαίσθητη αστική ζώνη, διαθέτοντας πολιτικό κεφάλαιο για να κάψει.
Οι δραστηριότητες της Ørsted στον τομέα της βιοενέργειας, με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (BECCS) αξιοποιούν -σύμφωνα πάντα με το Clean Technica- την ψευδαίσθηση των καθαρών αρνητικών εκπομπών για να δικαιολογήσουν σημαντικές δαπάνες.
Κάθε μία από αυτές τις εταιρείες είτε έχει καθαρή ροή CO₂, είτε άμεση κρατική υποστήριξη, είτε και τα δύο.
Δεν πρόκειται για μια τεχνολογία που κερδίζει πάντως με την αξία της.
Είναι μια τεχνολογία άμεσης λύσης που επιβιώνει με επιδοτήσεις και κρατική υποστήριξη.
Η ναυτιλία
Στη συνέχεια, υπάρχει ο τομέας της ναυτιλίας. Το CO₂ υγροποιείται και φορτώνεται σε ειδικά κατασκευασμένα πλοία για να ταξιδέψει στον τερματικό σταθμό Øygarden στη Νορβηγία, όπου διοχετεύεται σε υπόγειες δεξαμενές.
Αυτό μπορεί να ακούγεται κομψό, ωστόσο πρόκειται για έναν «πύργο από τραπουλόχαρτα».
Τα πλοία είναι αργά, τα παράθυρα για τον ελλιμενισμό είναι στενά, ενώ μόνο το κόστος μεταφοράς εκτιμάται σε περίπου 27 ευρώ ανά τόνο. Αυτό μπορεί να είναι διαχειρίσιμο τώρα, αλλά είναι εκτεθειμένο στη μεταβλητότητα των τιμών των καυσίμων, της εργασίας, του κινδύνου από τις καιρικές συνθήκες και του κόστους κατασκευής και συντήρησης των πλοίων.
Υπάρχει επίσης ζήτημα με το γεγονός ότι το CO₂ είναι ένα βαρύ, χαμηλής αξίας φορτίο, επομένως είναι εύκολο να προκληθεί συμφόρηση στα λιμάνια και διογκούμενο λειτουργικό κόστος.
Ας συνεχίσουμε με αριθμούς. Το κόστος δέσμευσης κυμαίνεται από 50 έως 150 ευρώ ανά τόνο, ανάλογα με την καθαρότητα της διεργασίας και την τεχνολογία.
Η μεταφορά προσθέτει άλλα 30 ευρώ. Η δέσμευση άλλα 30 ευρώ.
Αυτό ανεβάζει το συνολικό κόστος ανά τόνο αποθηκευμένου CO₂ με βάση τις μονάδες που αναφέρθηκαν παραπάνω, σε περίπου 107 ευρώ για τη Yara, 207 ευρώ για τη Norcem και τη Celsio και 157 και 167 ευρώ για την Ørsted (η μονάδα Avedøre μεταφέρει υγρό CO2 100 χιλιόμετρα σε περίπου 30 φορτία φορτηγών κάθε μέρα, εν αναμονή ενός αγωγού που πιθανότατα δεν θα κατασκευαστεί ποτέ).
Αυτά δεν είναι ασήμαντα ποσά. Είναι πολύ πάνω από την τιμή άνθρακα του ΣΕΔΕ της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι καμία από αυτές τις εταιρείες δεν θα προχωρούσε χωρίς άμεσες κρατικές επιδοτήσεις, μετακύλιση του κόστους στους πελάτες ή ένα περίπλοκο λογιστικό σύστημα που διογκώνει την αξία των «αρνητικών» εκπομπών.
Ο Romm για τα BECCS
Αυτό μας φέρνει στον Joe Romm και τα BECCS (CCS που παράγουν βιοενέργεια).
Ο Romm είναι εδώ και καιρό ένας από τους αναλυτές με «την πιο καθαρή ματιά» αναφορικά με την πολιτική για τον άνθρακα και τις ενεργειακές τεχνολογίες.
Σε παλιότερο άρθρο του, καταγράφει πώς ολόκληρη η ιδέα του BECCS στηρίζεται σε ηρωικές υποθέσεις: ότι η βιομάζα είναι πραγματικά βιώσιμη και μηδενική, ότι η δέσμευση μπορεί να γίνει αποτελεσματικά σε μικρές, κατανεμημένες εγκαταστάσεις βιομάζας και ότι η μακροπρόθεσμη δέσμευση λειτουργεί πραγματικά σε κλίμακα.
Δείχνει πώς το BECCS όχι μόνο εκτρέπει την πολιτική και τη χρηματοδότηση μακριά από την πραγματική απεξάρτηση από τον άνθρακα, αλλά και ανοίγει επικίνδυνες ατραπούς στη χρήση γης που εκτοπίζουν τρόφιμα, οικοσυστήματα και ανθρώπους.
Και όμως, εδώ είμαστε - το πιο διάσημο έργο αποθήκευσης άνθρακα στην Ευρώπη χρηματοδοτείται από πελάτες του BECCS. Είναι η επιτομή της προειδοποίησης του Romm: ένα πολύπλοκο, ακριβό και αβέβαιο σύστημα νομιμοποιείται με την υπόσχεση αρνητικών εκπομπών που μπορεί να μην υλοποιηθεί ποτέ. Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι οι ίδιες κυβερνήσεις που επιδοτούν αυτή την προσπάθεια σέρνουν επίσης τα πόδια τους στη διασύνδεση του δικτύου, την ανάπτυξη αντλιών θερμότητας και την άμεση ηλεκτροδότηση των βιομηχανικών διαδικασιών - τα ίδια πράγματα που θα μπορούσαν να προσφέρουν βραχυπρόθεσμη, χαμηλού κόστους, σταδιακή απεξάρτηση από τον άνθρακα.
Υπάρχει ένα ή δύο ακόμη μαθήματα που πρέπει να αντλήσουμε από αυτό. Η Yara είναι κυριολεκτικά η καλύτερη δυνατή περίπτωση για το CCS.
Οι εκπομπές της διεργασίας της από την αναμόρφωση μεθανίου με ατμό είναι πολύ καθαρές, καθιστώντας τη δέσμευση όσο πιο φθηνή γίνεται. Βρίσκεται ακριβώς πάνω στο νερό, οπότε το CO2 της δεν χρειάζεται να περάσει από πυκνοκατοικημένες γειτονιές, κάτι που είναι πιθανό να σταματήσει όλους τους αγωγούς CO2.
Το σύστημα από άκρη σε άκρη επιδοτείται σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, εξακολουθεί να κοστίζει πάνω από 100 ευρώ ανά τόνο για τη διάθεση των αποβλήτων.
Επιπλέον, η μονάδα Johansen βρίσκεται κοντά στην ακτή και είναι σχετικά ρηχή. 100 χιλιόμετρα αγωγών κάτω από το νερό και στη συνέχεια δύο χιλιόμετρα κάτω δεν ήταν καθόλου φτηνά, αλλά αυτό κοστίζει περίπου όσο και οι υπεράκτιες τοποθεσίες δέσμευσης.
Το στοιχείο της μεταφοράς προσθέτει πολύ κόστος ανά τόνο, αλλά ειλικρινά οι υπεράκτιες τοποθεσίες που βρίσκονται πιο μακριά θα έχουν πολύ υψηλότερο κόστος ανά τόνο για τη δέσμευση.
Όπως γράφει το Clean Technica στην παγκόσμια αξιολόγηση και πρόβλεψή της για την απαλλαγή του τσιμέντου από τις ανθρακούχες εκπομπές, εδώ και καιρό το CCS θα μπορούσε να συμφέρει το τσιμέντο, υπό κάποιες προϋποθέσεις.
Συμπερασματικά, το έργο Northern Lights δεν είναι ακριβώς αποτυχία. Είναι μια απόδειξη του τι μπορείς να κάνεις με απεριόριστο κεφάλαιο, πολιτική βούληση και γεωλογική τύχη.
Ωστόσο, -καταλήγει ο συντάκτης του Clean Technica - δεν αποτελεί μοντέλο για την παγκόσμια δράση για το κλίμα. Είναι μια επίδειξη του τι συμβαίνει όταν τα παλαιά ορυκτά συστήματα περνούν πλέον σε μια δεύτερη πράξη υπό το πράσινο φως και όταν οι τεχνολογικές διορθώσεις αντικαθιστούν τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Η πραγματική απεξάρτηση από τον άνθρακα δεν γίνεται με δεξαμενόπλοια γεμάτα με φυσικό αέριο. Προέρχεται από την αλλαγή του συστήματος, ώστε να μην αντλούμε από την αρχή όλο αυτό το άχρηστο αέριο.
www.worldenergynews.gr
Σύμφωνα με το Clean Technica, το έργο αυτό γιορτάζεται ως θρίαμβος της κλιματικής πολιτικής και της μηχανικής.
Ωστόσο, όταν εμβαθύνει κανείς στα οικονομικά του project, στις πολιτικές και στις τεχνολογικές επιλογές γίνεται σαφές ότι αυτό δεν αποτελεί ένα πρότυπο μοντέλο για την απαλλαγή από τον άνθρακα.
Φαίνεται, πως πρόκειται για μια επιδοτούμενη λύση έκτακτης ανάγκης που επιλέχθηκε σε μια πολύ συγκεκριμένη συγκυρία, αλλά που το μέλλον της είναι γενικά αβέβαιο.

Ας δούμε τους αριθμούς. Η μονάδα αμμωνίας της Yara στο Sluiskil παράγει μια ποσότητα CO₂, που καθιστά τη δέσμευση σχετικά φθηνή και εύκολη.
Το εργοστάσιο τσιμέντου της Norcem στο Brevik έχει πλουτίσει με τις πλάτες των επιδοτήσεων που παρέχει το νορβηγικό κράτος εδώ και χρόνια, ενώ η μονάδα παραγωγής ενέργειας από απόβλητα της Celsio στο Όσλο λειτουργεί σε μια ευαίσθητη αστική ζώνη, διαθέτοντας πολιτικό κεφάλαιο για να κάψει.
Οι δραστηριότητες της Ørsted στον τομέα της βιοενέργειας, με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (BECCS) αξιοποιούν -σύμφωνα πάντα με το Clean Technica- την ψευδαίσθηση των καθαρών αρνητικών εκπομπών για να δικαιολογήσουν σημαντικές δαπάνες.
Κάθε μία από αυτές τις εταιρείες είτε έχει καθαρή ροή CO₂, είτε άμεση κρατική υποστήριξη, είτε και τα δύο.
Δεν πρόκειται για μια τεχνολογία που κερδίζει πάντως με την αξία της.
Είναι μια τεχνολογία άμεσης λύσης που επιβιώνει με επιδοτήσεις και κρατική υποστήριξη.
Η ναυτιλία
Στη συνέχεια, υπάρχει ο τομέας της ναυτιλίας. Το CO₂ υγροποιείται και φορτώνεται σε ειδικά κατασκευασμένα πλοία για να ταξιδέψει στον τερματικό σταθμό Øygarden στη Νορβηγία, όπου διοχετεύεται σε υπόγειες δεξαμενές.
Αυτό μπορεί να ακούγεται κομψό, ωστόσο πρόκειται για έναν «πύργο από τραπουλόχαρτα».
Τα πλοία είναι αργά, τα παράθυρα για τον ελλιμενισμό είναι στενά, ενώ μόνο το κόστος μεταφοράς εκτιμάται σε περίπου 27 ευρώ ανά τόνο. Αυτό μπορεί να είναι διαχειρίσιμο τώρα, αλλά είναι εκτεθειμένο στη μεταβλητότητα των τιμών των καυσίμων, της εργασίας, του κινδύνου από τις καιρικές συνθήκες και του κόστους κατασκευής και συντήρησης των πλοίων.
Υπάρχει επίσης ζήτημα με το γεγονός ότι το CO₂ είναι ένα βαρύ, χαμηλής αξίας φορτίο, επομένως είναι εύκολο να προκληθεί συμφόρηση στα λιμάνια και διογκούμενο λειτουργικό κόστος.
Ας συνεχίσουμε με αριθμούς. Το κόστος δέσμευσης κυμαίνεται από 50 έως 150 ευρώ ανά τόνο, ανάλογα με την καθαρότητα της διεργασίας και την τεχνολογία.
Η μεταφορά προσθέτει άλλα 30 ευρώ. Η δέσμευση άλλα 30 ευρώ.
Αυτό ανεβάζει το συνολικό κόστος ανά τόνο αποθηκευμένου CO₂ με βάση τις μονάδες που αναφέρθηκαν παραπάνω, σε περίπου 107 ευρώ για τη Yara, 207 ευρώ για τη Norcem και τη Celsio και 157 και 167 ευρώ για την Ørsted (η μονάδα Avedøre μεταφέρει υγρό CO2 100 χιλιόμετρα σε περίπου 30 φορτία φορτηγών κάθε μέρα, εν αναμονή ενός αγωγού που πιθανότατα δεν θα κατασκευαστεί ποτέ).
Αυτά δεν είναι ασήμαντα ποσά. Είναι πολύ πάνω από την τιμή άνθρακα του ΣΕΔΕ της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι καμία από αυτές τις εταιρείες δεν θα προχωρούσε χωρίς άμεσες κρατικές επιδοτήσεις, μετακύλιση του κόστους στους πελάτες ή ένα περίπλοκο λογιστικό σύστημα που διογκώνει την αξία των «αρνητικών» εκπομπών.
Ο Romm για τα BECCS
Αυτό μας φέρνει στον Joe Romm και τα BECCS (CCS που παράγουν βιοενέργεια).
Ο Romm είναι εδώ και καιρό ένας από τους αναλυτές με «την πιο καθαρή ματιά» αναφορικά με την πολιτική για τον άνθρακα και τις ενεργειακές τεχνολογίες.
Σε παλιότερο άρθρο του, καταγράφει πώς ολόκληρη η ιδέα του BECCS στηρίζεται σε ηρωικές υποθέσεις: ότι η βιομάζα είναι πραγματικά βιώσιμη και μηδενική, ότι η δέσμευση μπορεί να γίνει αποτελεσματικά σε μικρές, κατανεμημένες εγκαταστάσεις βιομάζας και ότι η μακροπρόθεσμη δέσμευση λειτουργεί πραγματικά σε κλίμακα.
Δείχνει πώς το BECCS όχι μόνο εκτρέπει την πολιτική και τη χρηματοδότηση μακριά από την πραγματική απεξάρτηση από τον άνθρακα, αλλά και ανοίγει επικίνδυνες ατραπούς στη χρήση γης που εκτοπίζουν τρόφιμα, οικοσυστήματα και ανθρώπους.
Και όμως, εδώ είμαστε - το πιο διάσημο έργο αποθήκευσης άνθρακα στην Ευρώπη χρηματοδοτείται από πελάτες του BECCS. Είναι η επιτομή της προειδοποίησης του Romm: ένα πολύπλοκο, ακριβό και αβέβαιο σύστημα νομιμοποιείται με την υπόσχεση αρνητικών εκπομπών που μπορεί να μην υλοποιηθεί ποτέ. Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι οι ίδιες κυβερνήσεις που επιδοτούν αυτή την προσπάθεια σέρνουν επίσης τα πόδια τους στη διασύνδεση του δικτύου, την ανάπτυξη αντλιών θερμότητας και την άμεση ηλεκτροδότηση των βιομηχανικών διαδικασιών - τα ίδια πράγματα που θα μπορούσαν να προσφέρουν βραχυπρόθεσμη, χαμηλού κόστους, σταδιακή απεξάρτηση από τον άνθρακα.
Υπάρχει ένα ή δύο ακόμη μαθήματα που πρέπει να αντλήσουμε από αυτό. Η Yara είναι κυριολεκτικά η καλύτερη δυνατή περίπτωση για το CCS.
Οι εκπομπές της διεργασίας της από την αναμόρφωση μεθανίου με ατμό είναι πολύ καθαρές, καθιστώντας τη δέσμευση όσο πιο φθηνή γίνεται. Βρίσκεται ακριβώς πάνω στο νερό, οπότε το CO2 της δεν χρειάζεται να περάσει από πυκνοκατοικημένες γειτονιές, κάτι που είναι πιθανό να σταματήσει όλους τους αγωγούς CO2.
Το σύστημα από άκρη σε άκρη επιδοτείται σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, εξακολουθεί να κοστίζει πάνω από 100 ευρώ ανά τόνο για τη διάθεση των αποβλήτων.
Επιπλέον, η μονάδα Johansen βρίσκεται κοντά στην ακτή και είναι σχετικά ρηχή. 100 χιλιόμετρα αγωγών κάτω από το νερό και στη συνέχεια δύο χιλιόμετρα κάτω δεν ήταν καθόλου φτηνά, αλλά αυτό κοστίζει περίπου όσο και οι υπεράκτιες τοποθεσίες δέσμευσης.
Το στοιχείο της μεταφοράς προσθέτει πολύ κόστος ανά τόνο, αλλά ειλικρινά οι υπεράκτιες τοποθεσίες που βρίσκονται πιο μακριά θα έχουν πολύ υψηλότερο κόστος ανά τόνο για τη δέσμευση.
Όπως γράφει το Clean Technica στην παγκόσμια αξιολόγηση και πρόβλεψή της για την απαλλαγή του τσιμέντου από τις ανθρακούχες εκπομπές, εδώ και καιρό το CCS θα μπορούσε να συμφέρει το τσιμέντο, υπό κάποιες προϋποθέσεις.
Συμπερασματικά, το έργο Northern Lights δεν είναι ακριβώς αποτυχία. Είναι μια απόδειξη του τι μπορείς να κάνεις με απεριόριστο κεφάλαιο, πολιτική βούληση και γεωλογική τύχη.
Ωστόσο, -καταλήγει ο συντάκτης του Clean Technica - δεν αποτελεί μοντέλο για την παγκόσμια δράση για το κλίμα. Είναι μια επίδειξη του τι συμβαίνει όταν τα παλαιά ορυκτά συστήματα περνούν πλέον σε μια δεύτερη πράξη υπό το πράσινο φως και όταν οι τεχνολογικές διορθώσεις αντικαθιστούν τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Η πραγματική απεξάρτηση από τον άνθρακα δεν γίνεται με δεξαμενόπλοια γεμάτα με φυσικό αέριο. Προέρχεται από την αλλαγή του συστήματος, ώστε να μην αντλούμε από την αρχή όλο αυτό το άχρηστο αέριο.
www.worldenergynews.gr