Ο μετασχηματισμός θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ από το 2019 ως το 2021
Η βελτίωση της ρευστότητας και η ενίσχυση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας ήταν οι δυο βασικοί παράγοντες για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής θέσης της ΔΕΗ κατά μία βαθμίδα (από CCC σε CCC+) από την Standard & Poors.
Και η ρευστότητα, σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, θα παραμείνει και τους επόμενους δώδεκα μήνες ο κυρίαρχος παράγοντας για μια ενδεχόμενη νέα αναβάθμιση της αξιολόγησή της.
Σύμφωνα με την έκθεση της S&P, η ΔΕΗ κατάφερε με επιτυχία να εξασφαλίσει πηγές ρευστότητας για να καλύψει δανειακές υποχρεώσεις που λήγουν το 2019, συμπεριλαμβανομένου του κοινοπρακτικού δανείου 1,3 δις. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες καθώς και ομολόγων 350 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα η βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας ενισχύει ελαφρά και την ικανότητα του δημοσίου να παράσχει στη ΔΕΗ έκτακτη στήριξη αν χρειαστεί, κυρίως με τη μορφή διευκόλυνσης στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Ο οίκος υπενθυμίζει ότι τον Οκτώβριο η ΔΕΗ υπέγραψε τη συμφωνία για την παράταση της λήξης δύο δανειακών συμβάσεων με τις ελληνικές τράπεζες συνολικού ύψους 1,3 δισ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση υφιστάμενου χρέους.
Σημειώνει δε ότι η αναχρηματόδοτηση σε συνδυασμό με πιστωτικές γραμμές για πρόσθετα 620 εκατ. ευρώ, θα επιτρέψουν στη ΔΕΗ να καλύψει τις λήξεις του 2019 καθώς και τα ομόλογα, 350 εκατ. ευρώ που λήγουν τον Απρίλιο του 2019.
Πάντως εξακολουθεί να αξιολογεί τη ρευστότητα της ΔΕΗ ως μη επαρκή.
Στο πλαίσιο αυτό η S&P εκτιμά ότι η πιστοληπτική ικανότητα της ΔΕΗ βελτιώθηκε ελαφρά, αν και παραμένει εύθραυστη.
Ο οίκος υπογραμμίζει επίσης ότι εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη ΔΕΗ ως κρατική επιχείρηση και γι’ αυτό θεωρεί ότι οι ελαφρά βελτιωμένες προοπτικές της Ελλάδας επιτρέπουν στην κυβέρνηση να παράσχει στη ΔΕΗ έκτακτη στήριξη αν χρειαστεί.
Μάλιστα αναφέρει ότι σε περίπτωση μελλοντικής αναβάθμισης της Ελλάδος αυτό θα επηρεάσει θετικά και την αξιολόγηση της ΔΕΗ.
Επιφυλάξεις
Πάντως ο αμερικανικός οίκος διατηρεί τις επιφυλάξεις του για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ δεδομένων των πολύ αδύναμων θεμελιωδών μεγεθών, με αποτέλεσμα η κεφαλαιακή της δομή να παραμένει σε εύθραυστη ισορροπία.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Εξακολουθούμε να έχουμε αμφιβολίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ και της θέσης της στην αγορά. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη στρατηγικής αναμόρφωσης της ΔΕΗ προκειμένου να μειώσει την εξάρτησή τη από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και την εξέλιξη των τιμών του CO2 και αλλαγής του μείγματος καυσίμων που χρησιμοποιεί, προς όφελος των ΑΠΕ. Επίσης η πλήρης εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό οδηγεί σε απότομη συρρίκνωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ στην εγχώρια αγορά τόσο στην προμήθεια ηλεκτρισμού όσο και στην παραγωγή κάτω από το 50% στο τέλος του 2019, έναντι 95% της λιανικής και 63% της παραγωγής το 2015. Επίσης, πρέπει να μειώσει σημαντικά τη λιγντική παραγωγή καθώς οι ευρωπαϊκές αρχές επέβαλαν την πώληση του 40% των λιγνιτικών της μονάδων και ορυχείων προκειμένου να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα, μειώνοντας περαιτέρω τη θέση της ΔΕΗ στην αγορά.
Ο μετασχηματισμός αυτός θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ από το 2019 ως το 2021.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα αναμένουμε το προσαρμοσμένο EBITDA της ΔΕΗ να μειωθεί σε περίπου 370 - 390 εκατ. ευρώ το 2018 σε σχέση με τα 634 εκατ. ευρώ του 2017 (τα 805 εκατ. ευρώ των δημοσιευμένων ΕBITDA του 2017 περιλαμβάνουν τη θετική εφάπαξ επίδραση από τα 360 εκατ. ευρώ των ΥΚΩ της περιόδου 2012-2016).
Η πτώση οφείλεται κυρίως στην πώληση του ΑΔΜΗΕ το 2017, στο υψηλότερο κόστος καυσίμων ηλεκτροπαραγωγής (αέριο, πετρέλαιο), στην άνοδο των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής CO 2 και στο ΠΧΕΦΕΛ.
Λόγω της σχεδόν αμελητέας παραγωγής ρευστού η ΔΕΗ θα χρειαστεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της με πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος θα μπορούσε να εξασθενίσει ακόμα περισσότερο τις ήδη αδύναμες πιστοληπτικές της δυνατότητες.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρίες του κλάδου, η ανοδική δυναμική της κερδοφορίας της ΔΕΗ είναι περιορισμένη για τα επόμενα 2-3 χρόνια
Οι ροές κεφαλαίων το 2018 οδήγησαν σε ανστροφή της τάσης, χάρη στη μείωση των υπό είσπραξη εσόδων σε καθυστέρηση, κυρίως από κρατικούς φορείς και ενεργούς πελάτες.
Παρά τις θετικές αυτές ενδείξεις, η S&P εξακολουθεί να θεωρεί ως αβέβαιη τη συμπεριφορά των ροών ΔΕΗ.
Στο τέλος του 2017 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη ΔΕΗ έφθασαν στα 2,5 δισ. ευρώ, έναντι 1,7 δισ. ευρώ το 2014».
Βασική εκτίμηση για την επόμενη διετία
Στο βασικό της σενάριο για το 2019 - 2020, η S&P εκτιμά:
- Στασιμότητα στα έσοδα για το 2019 και μείωση των πωλήσεων ενέργειας κατά περίπου 5%. Θεωρεί ότι η εταιρία θα προσπαθήσει να αντισταθμίσει την κατάσταση μέσω υψηλότερων εσόδων ανά πελάτη, αντιμετωπίζοντας το υψηλότερο κόστος του CO2 και της αγοράς χονδρικής.
- Ουσιαστική μείωση εσόδων το 2020 της τάξης του 14 - 15%, εξαιτίας της αναμενόμενης μείωσης του μεριδίου αγοράς.
Το περιθώριο EBITDA περιορίζονται στο 11%, εξαιρουμένης οποιαδήποτε ενδεχόμενης θετικής εφάπαξ συνεισφοράς από τις ΥΚΩ
- Θετικές τάσεις του λειτουργικών ροών κεφαλαίου της τάξης των 100 εκατ. ευρώ ετησίως, χάρη στη βελτίωση της ανάκτησης ληξιπρόθεσμων
- Κεφαλαιουχικές δαπάνες ύψους 1,7 δις ευρώ για το 2019 και το 2020, με τα 800 εκατ. ευρώ να έχουν ήδη δεσμευτεί
- Εισροή ρευστού από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων θα ενισχύσει μερικώς τις αποπληρωμές χρεών. Ο αμερικανικός οίκος σημειώνει εδώ ότι σε αυτή τη φάση δεν μπορεί να ποσοτικοποιήσει την αξία ή τον ακριβή χρόνο αυτής της συναλλαγής.
Με βάση αυτές τις παραδοχές ο οίκος θεωρεί το λόγο χρέους προς EBITDA σε 10x-11x, ενώ θα παραμείνει αρνητικό το cash flow .
Τέλος θα υπάρξει 1 δισ. ευρώ διαθέσιμο για την αποπληρωμή χρέους.
www.worldenergynews.gr