Τι σημαίνει η αύξηση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών για τη ζώνη του ευρώ
Το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας έφτασε στο τέλος του στις 20 Αυγούστου, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη μιας αναθεώρησης των πολιτικών που ακολουθήθηκαν.
Σύμφωνα με ανάλυση του Economist, μια ματιά στα αίτια της δεκαετίας πριν από την κρίση δείχνει πώς οι εξωτερικές ανισορροπίες μπορεί να αντανακλούν υποκείμενα προβλήματα.
Κενά στα δημόσια οικονομικά, καθώς και επενδύσεις σε ακίνητα, χρηματοδοτήθηκαν με δανεισμό από τη Γερμανία και άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης.
Οι μισθοί και οι δαπάνες ωθήθηκαν προς τα πάνω, καθιστώντας τις εξαγωγές λιγότερο ανταγωνιστικές στο εσωτερικό της ευρωζώνης, κάθως η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει σε πολιτικές υποτίμησης του νομίσματος.
Όταν οι όροι δανεισμού έγιναν απαγορρευτικοί, η ελληνική κυβέρνηση χρειάστηκε διάσωση και οι τράπεζες κατέρρευσαν.
Η Πορτογαλία (κυρίως λόγω των δημόσιων οικονομικών της), η Ισπανία και η Ιρλανδία (λόγω της φούσκας στην αγορά ακινήτων) είχαν παρόμοιες ιστορίες.
Καθώς αυτές οι τέσσερις χώρες έχουν σταθεροποιηθεί ή ανακάμψει, έχουν εν όλω ή εν μέρει αντιστρέψει και τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τους.
Αλλά αν η περιφέρεια της ευρωζώνης ρυθμίστηκε, το ίδιο δεν ισχύει και για τις πλεονασματικές χώρες ζώνης;
Τα πλεονάσματα της Γερμανίας και της Ολλανδίας όμως έχουν αυξηθεί.
Κατά συνέπεια, η ζώνη του ευρώ έχει συνολικά ένα σημαντικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών.
Κατά το 12μηνο έως τον Ιούνιο ήταν 3,6% του ΑΕΠ (το ίδιο με το ρεκόρ για ένα ημερολογιακό έτος, που το 2016).
Το 2017, σύμφωνα με την Έκθεση του ΔΝΤ, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, η ζώνη του ευρώ είχε το απολύτως μεγαλύτερο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών στον κόσμο, 442 δισ. δολάρια.
Η Γερμανία έχει το μεγαλύτερο από οποιαδήποτε μεμονωμένη χώρα, ενώ το έλλειμμα των ΗΠΑ παραμένει το μεγαλύτερο, 466 δισ. πέρυσι.
Οι αυξήσεις επιτοκίων και η σχετική ανατίμηση του δολαρίου θα μπορούσε να διευρύνει περαιτέρω το έλλειμα.
Αλλά σύμφωνα με την ανάλυση, οι ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν είναι πάντα μια αιτία ανησυχίας, αν και μετρούν το χάσμα μεταξύ εγχώριας αποταμίευσης και επενδύσεων.
Η ζώνη του ευρώ είναι μια οικονομία η οποία λόγω γήρανσης του πληθυσμού, θα πρέπει να αποταμιεύει περισσότερα από ό, τι επενδύει.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να έχει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών.
Από την άλλη, το έλλειμμα των ΗΠΑ αντανακλά εν μέρει τις πιο ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες που υπάρχουν εκεί από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.
Οι ανισορροπίες θα γίνουν πιο ανησυχητικές, όμως, αν είναι μεγαλύτερες από τα βασικά οικονομικά μεγέθη που μπορούν να προτείνουν ή να χρηματοδοτούνται από βραχυπρόθεσμες εισροές.
Η κρίση στην περιφέρεια της ζώνης του ευρώ αντικατοπτρίζεται στα ελλείμματα που προκαλούνται από την επικάλυψη των μη παραγωγικών δαπανών.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το συνολικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ είναι σήμερα πιο ισχυρό από ό, τι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από διαρθρωτικούς παράγοντες και του επιχειρηματικού κύκλου.
Η ανάπτυξη στη ζώνη βασίζεται πάρα πολύ σε αυτό από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της, περιλαμβανομένου του Μεξικού.
Επίσης, τα πλεονάσματα έχουν και πολιτικές συνέπειες εκτός του μπλοκ.
Ο Πρόεδρος Donald Trump βλέπει την Ευρώπη εχθρικά, λόγω του διμερούς εμπορικού πλεονάσματος της με τις ΗΠΑ.
Γι' αυτό και επέβαλε δασμούς για την ευρωπαϊκό χάλυβα και αλουμίνιο, και τους απείλησε για τα αυτοκίνητα.
Οι δύο πλευρές είναι σε διαπραγματεύσεις, αλλά οι εμπορικές εντάσεις είναι πιθανό να κρατήσουν.
Εσωτερικές διαμάχες
Τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες της κρίσης της Ευρωζώνης ήταν το ανησυχητικό σημάδι όμως σύμφωνα με το Economist.
Ότι έχουν συρρικνωθεί ή να αναστραφεί είναι παρήγορο.
Αυτό έχει συμβεί σε μεγάλο βαθμό μέσω της αύξησης των εξαγωγών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε.
Στην Ελλάδα, όπου οκτώ χρόνια της κρίσης και της λιτότητας έχουν συμπιέσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, οι εισαγωγές έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της προσαρμογής.
Είναι περισσότερο από 25% χαμηλότερα από ό, τι το 2007.
Η προσαρμογή ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή, γιατί, ως μέλη ενός ενιαίου νομίσματος μπλοκ με χαμηλό πληθωρισμό, οι υπο κρίση χώρες έπρεπε να υποτιμήσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους με τη μείωση των πραγματικών μισθών, της εγχώριας ζήτησης και της απασχόλησης.
Και το αυξανόμενο συνολικό πλεόνασμα σε άλλα σημεία της ζώνης, όπως στη Γερμανία, επιδείνωνε την κατάσταση.
Αν η Γερμανία είχε, αντί να επεκταθεί, περιοριστεί η σχετική προσαρμογή των τιμών θα μπορούσε να ήταν λιγότερο επώδυνη.
Ένα έγγραφο των Olivier Blanchard, Christopher Erceg και Jesper Linde, που δημοσιεύθηκε το 2015, διαπιστώνει ότι ο υψηλότερος γερμανικός πληθωρισμός θα μπορούσε να κάνει τα αγαθά και τις υπηρεσίες άλλων χωρών σχετικά φθηνές, καθιστώντας ευκολότερο για τις χώρες της κρίσης να ρυθμιστούν.
Μία τέτοια κίνηση θα ήταν εύκολη, δεδομένου του ότι τα επιτόκια παρέμειναν χαμηλά για την τόνωση της οικονομίας.
Ωστόσο, οι γερμανοί οικονομολόγοι, κυρίως στην Bundesbank, έχουν από καιρό υποστηρίξει ότι αυτό ήταν άσχετο, και ότι αιτία της κρίσης ήταν ο σπάταλος νότος.
Παρόλα αυτά, αυτή η άνιση προσαρμογή στη ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί τόσο η ζήτηση όσο και ο πληθωρισμός, αφού οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων εξαιρούνται, ήταν πεισματικά χαμηλές.
Ο John Maynard Keynes είχε αναγνωρίσει τον κίνδυνο μιας τέτοιας ασυμμετρίας στη δεκαετία του 1940: «Η διαδικασία της προσαρμογής είναι υποχρεωτική για τον οφειλέτη και εθελοντική για τον πιστωτή.
Είναι στο χέρι του πιστωτή δηλαδή αν θέλει να το κάνει.
Το 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιούργησε μια διαδικασία για τις «μακροοικονομικές ανισορροπίες» προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Όμως, η διαδικασία φαίνεται να δίνει λιγότερο βάρος στα πλεονάσματα από ό, τι στα ελλείμματα και δεν έχει τα μέσα να επιβάλει τις συστάσεις της.
Ένας άλλος τρόπος για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών θα ήταν να ενθαρρυνθεί ο μεγαλύτερος επιμερισμός του κινδύνου μέσω της δημοσιονομικής και (βαθιά) τραπεζικής Ένωσης.
Η ζώνη του ευρώ θα γινόταν περισσότερο σαν την Αμερική, όπου δεν έχουν ακόμη καταγραφεί διακρατικές ανισορροπίες.
Αλλά αυτό φαίνεται πολιτικά πολύ ανέφικτο και οι χώρες οφειλέτες θα φέρουν το βάρος.
Πηγή:www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr