Μη επιτεύξιμοι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα - Απαραίτητη η διατήρηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας
Ακλόνητο σε ό,τι αφορά τις θέσεις που έχει εκφράσει εδώ και αρκετά χρόνια παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην έκθεσή του (Άρθρο 4) για την ελληνική οικονομία, στην οποία περιλαμβάνεται και η έκθεση βιωσιμότητας (DSA) για το ελληνικό χρέος.
Καμία αλλαγή στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (σ.σ.: επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, αύξηση κατώτατου μισθού), ανάγκη για περισσότερο φιλόδοξους στόχους μείωσης των ΝΡΕs των ελληνικών τραπεζών και δημιουργία πρόσθετων κεφαλαίων (buffers), μείωση των στόχων (σ.σ.: 3,5% του ΑΕΠ) για τα πρωτογενή πλεονάσματα και κυρίως περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετά το 2032, είναι οι βασικές θέσεις που εκφράζει το Ταμείο στην έκθεσή του.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε αυτήν γίνεται ειδική αναφορά τόσο για το τι έχει επιτύχει η Ελλάδα έως και σήμερα, για το ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα σε οικονομικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις του Ταμείου για όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη, καθώς και ο ρόλος του στην εποπτεία της περιόδου μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο 2018.
Παράλληλα το Ταμείο δεν διστάζει να εκφράσει και τις ανησυχίες του για τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην οικονομία αλλά και στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, το ενδεχόμενο των εκλογών, καθώς θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Χρέος: Θα χρειαστούν περαιτέρω μέτρα σε μακροχρόνιο ορίζοντα
Σύμφωνα με το ΔΝΤ η ελάφρυνση του χρέους που συμφωνήθηκε πρόσφατα με τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας έχει σημαντικά βελτιώσει τη βιωσιμότητα του μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.
Η παράταση των προθεσμιών λήξης κατά 10 έτη και άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με ένα διευρυμένο «μαξιλάρι κεφαλαίων» θα πρέπει να εξασφαλίσει σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθούν οι προοπτικές πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές για χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου.
Όμως οι υπεύθυνοι του ΔΝΤ ανησυχούν και τονίζουν ότι η βελτίωση του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα στηρίζεται σε ιδιαίτερα φιλόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ και σε εξίσου φιλόδοξες απόψεις για την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, υποδεικνύοντας ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα η πρόσβαση στην αγορά χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Από αυτή την άποψη, το Ταμείο χαιρετίζει τη δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων να παράσχουν πρόσθετη βοήθεια εάν αυτό χρειαστεί αλλά πιστεύουν ότι είναι πολύ σημαντικό να εξαρτάται κάθε τέτοια πρόσθετη αρωγή σε ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδίως για την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τους ρυθμούς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ όπως έχει προβλεφθεί από το πρόγραμμα και να κατορθώσει, όντως, να επιτύχει τα συμφωνηθέντα εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι παραδοχές του ΔΝΤ στο βασικό σενάριο της έκθεσης βιωσιμότητας του χρέους
Αναφορικά με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για το ΑΕΠ της Ελλάδας, εκτιμά ανάπτυξη 2% φέτος, 2,4% το 2019 και 2,2% το 2020.
Τα εναλλακτικά σενάρια του ΔΝΤ για το χρέος
Τράπεζες: Εφαρμογή πιο φιλόδοξων στόχων για τα NPEs – Απαραίτητα τα κεφαλαιακά «μαξιλάρια»
Είναι σαφές ότι για να υπάρξει εξομάλυνση της βασικής λειτουργίας των τραπεζών, δηλαδή της παροχής δανείων σε επιχειρήσεις και της ουσιαστικής χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας θα πρέπει να εφαρμοστούν περισσότερο φιλόδοξοι στόχοι για τη μείωση των Μη εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΝΡΕs).
Οι τράπεζες θα πρέπει να στοχεύουν σε λύσεις αναδιάρθρωσης που επιδιώκουν την επιστροφή των δανειοληπτών σε μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και θα πρέπει να προσπαθήσουν να επιταχύνουν τις διαγραφές και τις πωλήσεις NPEs βάσει πιο φιλόδοξων και ευρύτερων στόχων μείωσης τους .
Προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι οι πρωτοβουλίες επίλυσης του συγκεκριμένου θέματος έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν νέους δημοσιονομικούς κινδύνους, όπως η ενίσχυση ένα καθεστώς προστασίας περιουσιακών στοιχείων (APS) που περιλαμβάνει δημόσιες εγγυήσεις.
Ενώ τα αποτελέσματα των πρόσφατων stress tests έδειξαν ότι δεν απαιτούνται άμεσες ενέργειες, οι τράπεζες εξακολουθούν να φαίνονται ευάλωτες σε αντιστροφή των συνθηκών που επικρατούν αλλά και σε εξωτερικούς κινδύνους.
Υπάρχει ανάγκη να μειωθεί η σημασία του αναβαλλόμενου φόρου, καθώς παρέχει περιορισμένη απορρόφηση ζημιών, αποτρέπει τους ιδιώτες επενδυτές και δημιουργεί δυνητικό δημοσιονομικό κόστος.
Δεδομένου του περιορισμένου οργανικού κεφαλαίου των τραπεζών, η αύξηση κεφαλαίου (π.χ. μέσω της έκδοσης μη αραιωτικών μέσων (dilution) για τους μετόχους σύμφωνα με το στόχο της περαιτέρω περιορισμού της κρατικής ιδιοκτησίας) θα πρέπει να ληφθεί υπόψη μεσοπρόθεσμα.
Σε ένα μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι τράπεζες θα πρέπει να απορροφήσουν πλήρως τα IFRS 9.
Οι τράπεζες θα πρέπει να προετοιμαστούν κατάλληλα για τη λήξη της περιόδου ισχύος του waiver από την ΕΚΤ, με δεδομένο ότι αυτό θα συμβεί μόλις η Ελλάδα εξέλθει του προγράμματος.
Οι τράπεζες πρέπει να περιορίσουν τα κενά ωριμότητας και να μειώσουν περιουσιακά στοιχεία.
Δεδομένου του προβλεπόμενου τερματισμού (όταν η Ελλάδα εξέρχεται του προγράμματος) της
Η Τράπεζα της Ελλάδος και ο SSM πρέπει να αυξήσουν την παρακολούθηση της προόδου στην εσωτερική διακυβέρνηση των τραπεζών και τη σχετική εποπτική δράση, με στόχο την αντιμετώπιση σημαντικών λειτουργικών ελλείψεων και κενών σε:
- τον εσωτερικό έλεγχο περιβάλλον
- το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου
- τη διακυβέρνηση της διαχείρισης των NPLs και τις πρακτικές απόδοσης.
Θα πρέπει να υπάρξει αποτελεσματική εφαρμογή των νομικών μεταρρυθμίσεων.
Μεταρρυθμίσεις; «Όχι» στην επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Η πρόοδος με τη μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων υπήρξε άνιση και βραδεία σε ορισμένους τομείς .
Η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε διάφορους δείκτες ανταγωνιστικότητας.
Οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς συνέβαλαν στην ανάκαμψη της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, αλλά η επαναφορά της ευνοϊκής ρύθμισης των συλλογικών συμβάσεων μπορεί στο μέλλον να αφαιρέσει σημαντικό μέρος αυτών των κερδών.
Το Ταμείο προτρέπει ένθερμα τις αρχές να μην αναστρέψουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Επίσης η όποια προσαρμογή των κατώτατων μισθών θα πρέπει να είναι συνετή και σύμφωνη με την πορεία της παραγωγικότητας, με στόχο τη διατήρηση της ορμής της ανάκαμψης της απασχόλησης και την αποφυγή κάθε διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας.
Η βελτίωση των συνθηκών και η καλύτερη στόχευση ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας θα βοηθούσε στην επανένταξή των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας.
Μη επιτεύξιμοι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα
Το Ταμείο επιμένει ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν σε μακροχρόνιο ορίζοντα και αυτός άλλωστε είναι ο βασικός παράγοντας που θεωρεί ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Εκτιμά ότι με δεδομένα και τα δημογραφικά δεδομένα ο αντίκτυπος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να είναι σημαντικός να επιτύχει συνολικό μακροπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1% κατά το επόμενο μισό αιώνα.
Τυπικά, η πρόβλεψη ανάπτυξης 1% προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αυξήσει τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού σε επίπεδα που υπερβαίνουν το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Οι μεσοπρόθεσμες μακροοικονομικές προβλέψεις για την Ελλάδα
Τι ανέφερε νωρίτερα το bankingnews.gr:
ΔΝΤ: Βιώσιμο το ελληνικό χρέος έως το 2032, μπορεί να βγει στις αγορές, μη βιώσιμο μετά το 2033 – Οι τράπεζες να βρουν κεφάλαια χωρίς αραίωση μετόχων
Τελευταία τροποποίηση στις 31/07/2018 - 03:16
Ως προς τις ελληνικές τράπεζες το ΔΝΤ θα αναφέρει ότι «θα πρέπει να ενισχύσουν τα κεφάλαια τους χωρίς όμως να απαιτηθεί αραίωση των παλαιών μετόχων τους».
Ένα βήμα προς τα εμπρός πραγματοποιεί το ΔΝΤ το οποίο στην έκθεση βιωσιμότητας DSA που θα ανακοινωθεί στις 31 Ιουλίου 2018 θα αναφέρει ότι «το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο έως το 2032 δηλαδή μεσοπρόθεσμα, οπότε μπορεί να βγει στις αγορές.
Όμως μακροπρόθεσμα παραμένουν οι αβεβαιότητες».
Το ΔΝΤ εγκαταλείπει την αναφορά εξαιρετικά μη βιώσιμο χρέος και στο δυσμενές σενάριο θα αναφέρει ότι μετά το 2033 το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν αλλεπάλληλα ρεπορτάζ του bankingnews που έχει αναφερθεί στο θέμα αυτό διεξοδικά.
Ως προς τις ελληνικές τράπεζες το ΔΝΤ θα αναφέρει ότι «θα πρέπει να ενισχύσουν τα κεφάλαια τους χωρίς όμως να απαιτηθεί αραίωση των παλαιών μετόχων τους».
Αυτό μπορεί να μεταφραστεί είτε με εκδόσεις ομολογιακών ή υβριδικών ή με αυξήσεις κεφαλαίου τέτοιας κλίμακας και μορφής που θα συμμετάσχουν όλοι επενδυτές καθώς θα διαγνώσουν προοπτική.
Οι παράμετροι
Το ΔΝΤ θα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο έως το 2032 και από το 2033 καθίσταται μη βιώσιμο θα αναφέρει ότι οι αβεβαιότητες αυξάνονται σημαντικά…και θα απαιτηθούν πρόσθετες παρεμβάσεις.
Πρακτικά για το ΔΝΤ στο δυσμενές σενάριο (θα υπάρχουν δύο σενάρια βασικό και δυσμενές) θα τονίζεται ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο παρά τις πρόσφατες παρεμβάσεις και μέτρα ελάφρυνσης του χρέους αλλά μετά το 2033.
Το ΔΝΤ θα υποστηρίζει ότι βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο αλλά από το 2033 δηλαδή μακροπρόθεσμα δεν είναι βιώσιμο.
Επίσης εγκαταλείπει την αναφορά του εξαιρετικά μη βιώσιμου χρέους.
Το Ταμείο πρακτικά δεν αποκλίνει από τις βασικές παραδοχές του, πλην 1)ότι μεταθέτει την βιωσιμότητα για τρία ακόμη χρόνια από το 2030 στο 2033 και 2)διατηρεί το χαρακτηρισμό του για το ελληνικό χρέος ως μη βιώσιμο και μάλλον εγκαταλείπει την αναφορά «εξαιρετικά μη βιώσιμο».
Γενικώς οι χαρακτηρισμοί και οι αναφορές του ΔΝΤ στην νέα έκθεση βιωσιμότητας θα είναι πιο θετικοί.
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι η Ελλάδα παρά τις μεταρρυθμίσεις που υλοποιεί έχει ακόμη πολλές προκλήσεις.
Ωστόσο, οι σημαντικές παρελθούσες κρίσεις και η ημιτελής μεταρρυθμιστική ατζέντα παρεμποδίζουν την ταχύτερη ανάπτυξη
Η Ελλάδα έχει επιτύχει βελτιούμενη ανάπτυξη που για το 2018 θα κινηθεί στο 2% και 2,4% το 2019.
Η ελάφρυνση του χρέους βελτίωσε σημαντικά τη βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.
Η παράταση των λήξεων κατά 10 έτη και άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο cash buffer 24,1 δισεκ. ευρώ θα εξασφαλίσουν σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
Το ΔΝΤ ανησυχεί για το γεγονός ότι αυτή η βελτίωση των δεικτών του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μόνο υπό τις φιλόδοξες υποθέσεις σχετικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να πραγματοποιήσει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Η Ελλάδα θα αποδειχθεί ότι θα χρειαστεί νέα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους μετά το 2030.
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr