Οι οικονομικές συνθήκες που θα επιτρέπουν στην Ελλάδα να διαχειριστεί την "καθαρή έξοδο" αυτό το καλοκαίρι είναι ευνοϊκές
Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης στην Ελλάδα, τελικά έχει αρχίσει να φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ, επισημαίνει η BNP Paribas στη σημερινή της ανάλυση για την Ελλάδα, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της χώρας για την έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης.
Στη σημερινή (16/4/2018) 2σέλιδη ανάλυσή της με τίτλο "New Steps" (νέα βήματα), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η BNP Paribas διαπιστώνει ότι η παραγωγική δραστηριότητα βελτιώνεται σταδιακά στην ελληνική οικονομία ενώ και η εμπιστοσύνη βελτιώνεται.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει παραδώσει ένα μεγάλο δημοσιονομικό πρωτογενές πλεόνασμα και ετοιμάζεται να επιστρέψει στις αγορές δανεισμού.
Εντούτοις, το δημόσιο χρέος παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα (180% του ΑΕΠ), επομένως η κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης θα καλυφθούν πολύ σταδιακά.
Κρίσιμες θα είναι και οι αποφάσεις που θα ληφθούν για το ελληνικό χρέος, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο.
Το τέλος του τούνελ;
Η Ελλάδα βίωσε έξι χρόνια σκληρής ύφεσης (-5% ετησίως), από το 2008 έως το 2013, κάνοντας ένα "διάλειμμα" ανάπτυξης το 2014.
Όμως οι χειρισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε την ελληνική οικονομία στην υφεσιακή κατάσταση, καθώς συγκρούστηκε ευθέως με τους Ευρωπαίους πιστωτές της.
Μετά από δύο χρόνια εικονικής στασιμότητας το 2015 και το 2016, η δραστηριότητα τελικά ξεκίνησε να βελτιώνεται ξανά το 2017, με την οικονομία να καταγράφει τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα θετικής ανάπτυξης για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια.
Συνολικά, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ έφτασε το 1,3% το 2017 και ενισχύθηκε από την ανάκαμψη των εξαγωγών (+6,9%) και των επενδύσεων (+10,2%).
Φέτος, ο τουρισμός και οι εξαγωγές αγαθών είναι πιθανό να παραμείνουν οι κύριοι συντελεστές.
Αν και εξακολουθεί να είναι αργή, η κατανάλωση των νοικοκυριών αναμένεται να αυξηθεί, με την ανάκαμψη της απασχόλησης.
Περισσότερες από 100.000 νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν το 2017, ωθώντας την ανεργία στο 20,8% το Νοέμβριο του 2017.
Τα έσοδα είναι τώρα αρκετά υγιή για να προβλέψουν περισσότερα στοχοθετημένα κοινωνικά μέτρα.
Τέλος, οι επενδύσεις, οι οποίες είχαν καταρρεύσει από την αρχή της κρίσης (-66% σε σύγκριση με τις αρχές του 2008), θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν με γνώμονα τη βελτίωση στις αναπτυξιακές προοπτικές και το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο αναμένεται στα 2 δισ. ευρώ το 2018.
Ενώ η χώρα είναι σαφώς στην αρχή ενός ευνοϊκού οικονομικού κύκλου (η ευρωζώνη έχει σημειώσει το υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης από την κρίση), η κύρια ώθηση έρχεται από εγχώριους παράγοντες.
Η ζωή χωρίς πρόγραμμα;
Το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης, το οποίο συμφωνήθηκε στα μέσα του 2015 θα λήξει τον Αύγουστο του 2018.
Για να προετοιμαστεί για τη "ζωή χωρίς πρόγραμμα", η ελληνική κυβέρνηση επιστρέφει αργά στις κεφαλαιαγορές, με δύο εκδόσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2017 και το Φεβρουάριο του 2018.
Οι ενέργειες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε ευνοϊκές συνθήκες, όπως φαίνεται από την πτώση των αποδόσεων των 10 ετών ομολόγων κάτω από το 6% στα μέσα του 2017 και κάτω από το 4,2% στο τέλος του 2017.
Για να εξασφαλιστεί αυτή η επιστροφή στις αγορές κεφαλαίων, οι αρχές δημιουργούν επί του παρόντος ένα προσωρινό ταμείο που τροφοδοτείται όχι μόνο από τις εκδόσεις τίτλων, αλλά και από ορισμένες από τις πληρωμές του ESM που πρόκειται να γίνουν ακόμη.
Ο στόχος φαίνεται να είναι να καλυφθούν οι ανάγκες χρηματοδότησης της κυβέρνησης για τουλάχιστον ένα έτος.
Αν και οι κύριοι οίκοι έχουν αρχίσει να αυξάνουν τις αξιολογήσεις τουςτελευταίους μήνες, τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να είναι μη επενδύσιμα.
Ως εκ τούτου, είναι επιλέξιμα μόνο για την κλασική αναχρηματοδότηση της ΕΚΤ, υπό την προϋπόθεση του waiver, το οποίο θα λήξει μόλις τελειώσει το πρόγραμμα.
Αυτός είναι ο λόγος που ο διοικητής της ελληνικής κεντρικής τράπεζας υποστηρίζει ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα προληπτικής υποστήριξης, όταν λήξει το τρέχον πρόγραμμα χρηματοδότησης.
Εκτός από την παροχή μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής για την ελληνική κυβέρνηση, ένα νέο πρόγραμμα υποστήριξης θα διατηρήσει το waiver της ΕΚΤ, καθιστώντας ευκολότερη την επίλυση μελλοντικών ζητημάτων.
Αλλά για την κυβέρνηση Τσίπρα, το συμβολικό και πολιτικό κόστος ενός προληπτικού ακόμη ευρωπαϊκού προγράμματος φαίνεται να είναι μεγάλο και πολύ υψηλό, αν και θα συνοδευόταν από μειωμένη επίβλεψη.
Επομένως, οι οικονομικές συνθήκες που θα επιτρέπουν στην Ελλάδα να διαχειριστεί την "καθαρή έξοδο" αυτό το καλοκαίρι είναι ευνοϊκές, ειδικά εάν οι ευρωπαίοι πιστωτές φαίνονται επίσης θετικοί σε αυτό το στάδιο.
Δημόσιο χρέος: Χρειάζεται περαιτέρω (ευρωπαϊκή) προσπάθεια
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ανήλθε στα 328 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017.
Πολύ μεγάλο μέρος περιλαμβάνει ευρωπαϊκά δάνεια (διμερή δάνεια, EFSF, ESM), με
με διάρκεια μέχρι το 2060 και με μέσο επιτόκιο 1,8%.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, αυτό το ευνοϊκό χρέος πρόκειται να αντικατασταθεί από ιδιωτικό χρέος.
Έτσι το θέμα είναι να πειστούν οι επενδυτές ότι αυτή τη στιγμή ότι αυτή η μετάβαση θα οδηγήσει σε διαχειρίσιμες χρηματοδοτικές ανάγκες, δεδομένης της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.
Προκειμένου να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οι Ευρωπαίοι πιστωτές συζητούν επί του παρόντος περαιτέρω αναδιαρθρώσεις που θα μπορούσαν να συνδέσουν τις αποπληρωμές δανείων με την οικονομική απόδοση της χώρας.
Πόσο μεγάλη θα είναι αυτή η προσπάθεια; Σύμφωνα με την αισιόδοξη άποψη, η απάντηση θα μπορούσε να δοθεί πριν από το καλοκαίρι, αλλά όπως συμβαίνει συχνά με την Ελλάδα, μια συμφωνία θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί τόσο νωρίς.
Σε δίλημμα πολιτικής πολύ σύντομα η ΕΚΤ – Ελλοχεύει ο φόβος του 2011
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύντομα θα βρεθεί στο δίλημμα για το πως θα διαμορφώσει τη νομισματική της πολιτική, εκτιμά ο αναλυτής της BNP Paribas, Paul Mortimer-Lee, λύνοντας το γρίφο των επενδυτών που αναμένουν να διαμορφώσουν τη στρατηγική τους.
Η οικονομία της ευρωζώνης αναπτύσσεται ταχύτερα από ό, τι η μακροπρόθεσμη τάση της.
Σε περίπτωση που η ΕΚΤ επιτρέψει την υπερθέρμανσή της, τότε μπορεί να ξεφύγει ο στόχος του πληθωρισμού.
Από την άλλη πλευρά, συγκρατώντας την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, τότε κινδυνεύει με μια επανάληψη του 2011, όταν άρχισε ο δεύτερος "πάτος" της ύφεσης.
Την ίδια ώρα, οι υποψήφιοι μνηστήρες για τη θέση του Mario Draghi εμφανίζονται διχασμένοι.
Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, Erkki Liikanen, υπαινίχθηκε τη δυνατότητα υπέρβασης του χρονοδιαγράμματος της νομισματικής πολιτικής, ενώ ο Jens Weidmann δεν υποστηρίζει αυτήν την ιδέα.
Και οι δύο είναι πιθανοί υποψήφιοι για να αντικαταστήσουν τον Draghi το επόμενο έτος.
«Αν ξεκινήσει η ΕΚΤ την ομαλοποίηση αργά και σταδιακά, θα πρέπει να γίνει υπέρβαση του χρονοδιαγράμματος» δήλωσε ο Paul Mortimer-Lee, επικεφαλής οικονομολόγος στην BNP Paribas.
«Με τον πληθωρισμό κάτω από το στόχο για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να θέλουν να "τρέξει" η οικονομία παραπάνω από τις δυνατότητες της για μια χρονική περίοδο, προκειμένου να ενισχυθούν οι προσδοκίες για το μελλοντικό πληθωρισμό.»
Ο πληθωρισμός ήταν 1,4% το Μάρτιο, σε σύγκριση με το μεσοπρόθεσμο στόχο του λίγο κάτω από το 2%, ενώ για το πρώτο τρίμηνο οι οικονομικές εκθέσεις έχουν αποδειχθεί γενικά απογοητευτικές.
Αυτό όμως θα μπορούσε να αλλάξει γρήγορα, αναφέρει ο Mortimer-Lee.
Η πιθανότητα ο πληθωρισμός να επιφυλάσσει εκπλήξεις αυξάνεται.
Για την ΕΚΤ, οποιαδήποτε τέτοια άνοδος είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει αναμνήσεις του 2011, όταν η κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια λίγο πριν η οικονομία βυθιστεί πίσω στην ύφεση.
Πηγή:www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Στη σημερινή (16/4/2018) 2σέλιδη ανάλυσή της με τίτλο "New Steps" (νέα βήματα), που σας παρουσιάζει το www.bankingnews.gr, η BNP Paribas διαπιστώνει ότι η παραγωγική δραστηριότητα βελτιώνεται σταδιακά στην ελληνική οικονομία ενώ και η εμπιστοσύνη βελτιώνεται.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει παραδώσει ένα μεγάλο δημοσιονομικό πρωτογενές πλεόνασμα και ετοιμάζεται να επιστρέψει στις αγορές δανεισμού.
Εντούτοις, το δημόσιο χρέος παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα (180% του ΑΕΠ), επομένως η κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης θα καλυφθούν πολύ σταδιακά.
Κρίσιμες θα είναι και οι αποφάσεις που θα ληφθούν για το ελληνικό χρέος, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο.
Το τέλος του τούνελ;
Η Ελλάδα βίωσε έξι χρόνια σκληρής ύφεσης (-5% ετησίως), από το 2008 έως το 2013, κάνοντας ένα "διάλειμμα" ανάπτυξης το 2014.
Όμως οι χειρισμοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε την ελληνική οικονομία στην υφεσιακή κατάσταση, καθώς συγκρούστηκε ευθέως με τους Ευρωπαίους πιστωτές της.
Μετά από δύο χρόνια εικονικής στασιμότητας το 2015 και το 2016, η δραστηριότητα τελικά ξεκίνησε να βελτιώνεται ξανά το 2017, με την οικονομία να καταγράφει τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα θετικής ανάπτυξης για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια.
Συνολικά, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ έφτασε το 1,3% το 2017 και ενισχύθηκε από την ανάκαμψη των εξαγωγών (+6,9%) και των επενδύσεων (+10,2%).
Φέτος, ο τουρισμός και οι εξαγωγές αγαθών είναι πιθανό να παραμείνουν οι κύριοι συντελεστές.
Αν και εξακολουθεί να είναι αργή, η κατανάλωση των νοικοκυριών αναμένεται να αυξηθεί, με την ανάκαμψη της απασχόλησης.
Περισσότερες από 100.000 νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν το 2017, ωθώντας την ανεργία στο 20,8% το Νοέμβριο του 2017.
Τα έσοδα είναι τώρα αρκετά υγιή για να προβλέψουν περισσότερα στοχοθετημένα κοινωνικά μέτρα.
Τέλος, οι επενδύσεις, οι οποίες είχαν καταρρεύσει από την αρχή της κρίσης (-66% σε σύγκριση με τις αρχές του 2008), θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν με γνώμονα τη βελτίωση στις αναπτυξιακές προοπτικές και το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο αναμένεται στα 2 δισ. ευρώ το 2018.
Ενώ η χώρα είναι σαφώς στην αρχή ενός ευνοϊκού οικονομικού κύκλου (η ευρωζώνη έχει σημειώσει το υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης από την κρίση), η κύρια ώθηση έρχεται από εγχώριους παράγοντες.
Η ζωή χωρίς πρόγραμμα;
Το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης, το οποίο συμφωνήθηκε στα μέσα του 2015 θα λήξει τον Αύγουστο του 2018.
Για να προετοιμαστεί για τη "ζωή χωρίς πρόγραμμα", η ελληνική κυβέρνηση επιστρέφει αργά στις κεφαλαιαγορές, με δύο εκδόσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2017 και το Φεβρουάριο του 2018.
Οι ενέργειες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε ευνοϊκές συνθήκες, όπως φαίνεται από την πτώση των αποδόσεων των 10 ετών ομολόγων κάτω από το 6% στα μέσα του 2017 και κάτω από το 4,2% στο τέλος του 2017.
Για να εξασφαλιστεί αυτή η επιστροφή στις αγορές κεφαλαίων, οι αρχές δημιουργούν επί του παρόντος ένα προσωρινό ταμείο που τροφοδοτείται όχι μόνο από τις εκδόσεις τίτλων, αλλά και από ορισμένες από τις πληρωμές του ESM που πρόκειται να γίνουν ακόμη.
Ο στόχος φαίνεται να είναι να καλυφθούν οι ανάγκες χρηματοδότησης της κυβέρνησης για τουλάχιστον ένα έτος.
Αν και οι κύριοι οίκοι έχουν αρχίσει να αυξάνουν τις αξιολογήσεις τουςτελευταίους μήνες, τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να είναι μη επενδύσιμα.
Ως εκ τούτου, είναι επιλέξιμα μόνο για την κλασική αναχρηματοδότηση της ΕΚΤ, υπό την προϋπόθεση του waiver, το οποίο θα λήξει μόλις τελειώσει το πρόγραμμα.
Αυτός είναι ο λόγος που ο διοικητής της ελληνικής κεντρικής τράπεζας υποστηρίζει ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα προληπτικής υποστήριξης, όταν λήξει το τρέχον πρόγραμμα χρηματοδότησης.
Εκτός από την παροχή μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής για την ελληνική κυβέρνηση, ένα νέο πρόγραμμα υποστήριξης θα διατηρήσει το waiver της ΕΚΤ, καθιστώντας ευκολότερη την επίλυση μελλοντικών ζητημάτων.
Αλλά για την κυβέρνηση Τσίπρα, το συμβολικό και πολιτικό κόστος ενός προληπτικού ακόμη ευρωπαϊκού προγράμματος φαίνεται να είναι μεγάλο και πολύ υψηλό, αν και θα συνοδευόταν από μειωμένη επίβλεψη.
Επομένως, οι οικονομικές συνθήκες που θα επιτρέπουν στην Ελλάδα να διαχειριστεί την "καθαρή έξοδο" αυτό το καλοκαίρι είναι ευνοϊκές, ειδικά εάν οι ευρωπαίοι πιστωτές φαίνονται επίσης θετικοί σε αυτό το στάδιο.
Δημόσιο χρέος: Χρειάζεται περαιτέρω (ευρωπαϊκή) προσπάθεια
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ανήλθε στα 328 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017.
Πολύ μεγάλο μέρος περιλαμβάνει ευρωπαϊκά δάνεια (διμερή δάνεια, EFSF, ESM), με
με διάρκεια μέχρι το 2060 και με μέσο επιτόκιο 1,8%.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, αυτό το ευνοϊκό χρέος πρόκειται να αντικατασταθεί από ιδιωτικό χρέος.
Έτσι το θέμα είναι να πειστούν οι επενδυτές ότι αυτή τη στιγμή ότι αυτή η μετάβαση θα οδηγήσει σε διαχειρίσιμες χρηματοδοτικές ανάγκες, δεδομένης της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.
Προκειμένου να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οι Ευρωπαίοι πιστωτές συζητούν επί του παρόντος περαιτέρω αναδιαρθρώσεις που θα μπορούσαν να συνδέσουν τις αποπληρωμές δανείων με την οικονομική απόδοση της χώρας.
Πόσο μεγάλη θα είναι αυτή η προσπάθεια; Σύμφωνα με την αισιόδοξη άποψη, η απάντηση θα μπορούσε να δοθεί πριν από το καλοκαίρι, αλλά όπως συμβαίνει συχνά με την Ελλάδα, μια συμφωνία θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί τόσο νωρίς.
Σε δίλημμα πολιτικής πολύ σύντομα η ΕΚΤ – Ελλοχεύει ο φόβος του 2011
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύντομα θα βρεθεί στο δίλημμα για το πως θα διαμορφώσει τη νομισματική της πολιτική, εκτιμά ο αναλυτής της BNP Paribas, Paul Mortimer-Lee, λύνοντας το γρίφο των επενδυτών που αναμένουν να διαμορφώσουν τη στρατηγική τους.
Η οικονομία της ευρωζώνης αναπτύσσεται ταχύτερα από ό, τι η μακροπρόθεσμη τάση της.
Σε περίπτωση που η ΕΚΤ επιτρέψει την υπερθέρμανσή της, τότε μπορεί να ξεφύγει ο στόχος του πληθωρισμού.
Από την άλλη πλευρά, συγκρατώντας την ανάπτυξη της Ευρωζώνης, τότε κινδυνεύει με μια επανάληψη του 2011, όταν άρχισε ο δεύτερος "πάτος" της ύφεσης.
Την ίδια ώρα, οι υποψήφιοι μνηστήρες για τη θέση του Mario Draghi εμφανίζονται διχασμένοι.
Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, Erkki Liikanen, υπαινίχθηκε τη δυνατότητα υπέρβασης του χρονοδιαγράμματος της νομισματικής πολιτικής, ενώ ο Jens Weidmann δεν υποστηρίζει αυτήν την ιδέα.
Και οι δύο είναι πιθανοί υποψήφιοι για να αντικαταστήσουν τον Draghi το επόμενο έτος.
«Αν ξεκινήσει η ΕΚΤ την ομαλοποίηση αργά και σταδιακά, θα πρέπει να γίνει υπέρβαση του χρονοδιαγράμματος» δήλωσε ο Paul Mortimer-Lee, επικεφαλής οικονομολόγος στην BNP Paribas.
«Με τον πληθωρισμό κάτω από το στόχο για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να θέλουν να "τρέξει" η οικονομία παραπάνω από τις δυνατότητες της για μια χρονική περίοδο, προκειμένου να ενισχυθούν οι προσδοκίες για το μελλοντικό πληθωρισμό.»
Ο πληθωρισμός ήταν 1,4% το Μάρτιο, σε σύγκριση με το μεσοπρόθεσμο στόχο του λίγο κάτω από το 2%, ενώ για το πρώτο τρίμηνο οι οικονομικές εκθέσεις έχουν αποδειχθεί γενικά απογοητευτικές.
Αυτό όμως θα μπορούσε να αλλάξει γρήγορα, αναφέρει ο Mortimer-Lee.
Η πιθανότητα ο πληθωρισμός να επιφυλάσσει εκπλήξεις αυξάνεται.
Για την ΕΚΤ, οποιαδήποτε τέτοια άνοδος είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει αναμνήσεις του 2011, όταν η κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια λίγο πριν η οικονομία βυθιστεί πίσω στην ύφεση.
Πηγή:www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr