Η ασφάλεια των αγωγών και του συστήματος μεταφοράς-διανομής φυσικού αερίου στην Ελλάδα
Η χώρα από αρχαιοτάτων χρόνων, υπήρξε ένα σημαντικό γεωπολιτικό σταυροδρόμι μεταξύ της αντιπαλότητας Δύσης – Ανατολής. Στο πέρασμα των αιώνων, αυτή η στρατηγική θέση αποτέλεσε άλλοτε ευλογία κι άλλοτε κατάρα, ανάλογα με την ελληνική διαχείριση των εκάστοτε προκλήσεων. Τα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στα παρασκήνια παραπέμπουν σε πολιτικό και οικονομικό θρίλερ. Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στη μέση ενός γεωπολιτικού παιχνιδιού με απρόβλεπτες εξελίξεις. Η.Π.Α. και Ε.Ε. συγκρούονται στο παρασκήνιο με τη Ρωσία για τον έλεγχο των ενεργειακών «οδών» στο σταυροδρόμι που λέγεται Ελλάς.
Η κατάσταση περιπλέκεται καθώς η Τουρκία, αλλά και οι άλλες γειτονικές χώρες, όντας «δορυφόροι» των «μεγάλων», συνδυάζουν τις κινήσεις τους στο γεωπολιτικό παιχνίδι στην ευρύτερη περιοχή, φιλοδοξώντας να αποκομίσουν κάποιο όφελος.
Σε μια εποχή ρευστότητας η χώρα αποτελεί σημαντικό κόμβο και γι΄ αυτό «μήλον της έριδος» στο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό παιχνίδι της ενέργειας, γεγονός που την αναγκάζει να χαράξει μια στρατηγική διαχείρισης των κινδύνων, αλλά και των σημαντικών πλεονεκτημάτων που μπορεί να αποκομίσει τόσο για την οικονομία της, αλλά και για την ενίσχυση της ενεργειακής και ευρύτερης αμυντικής της δυνατότητας.
Ο προσδιορισμός της έννοιας της «ασφάλειας»
Οι υποδομές του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ) υπάγονται στις ευρωπαϊκές υποδομές ζωτικής σημασίας και στην ελληνική στρατιωτική και όχι μόνο ορολογία, προσδιορίζονται ως «πηγές εθνικής ισχύος». Η πιθανή διακοπή της λειτουργίας τους ή τυχόν μερική ή ολική καταστροφή τους θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στη χώρα, αλλά και πανευρωπαϊκά.
Ως «ασφάλεια» λοιπόν, νοείται το άθροισμα της φυσικής ασφάλειας και της ασφάλειας από εξωτερικές – διεθνείς απειλές. Υπό τον όρο «φυσική ασφάλεια» εννοείται η οιαδήποτε παρεμπόδιση της λειτουργίας των υποδομών που σχετίζεται με κλοπή, δολιοφθορά, τρομοκρατία, ατύχημα και φυσικά φαινόμενα. Τα σχετικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με εκπόνηση μελετών τρωτότητας των εγκαταστάσεων, με σχέδια διαχείρισης ασφάλειας των υποδομών και την εγκατάσταση συστημάτων ασφάλειας.
Ενδεικτικά ως τέτοια συστήματα αναφέρονται: κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης (CCTV), πάσης φύσεως αισθητήρες εντοπισμού παραβίασης, συναγερμοί, προβολείς, drones επιτήρησης κ.λπ. Αυτά τα συστήματα βρίσκονται υπό τη διαχείριση του προσωπικού ασφαλείας και από αυτοματοποιημένα συστήματα που ελέγχονται και συντονίζονται από Κέντρα Ελέγχου Φυσικής Ασφάλειας των εγκαταστάσεων.
Η συμβολή των τοπικών κοινωνιών
Εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας επηρεασμού της φυσικής ασφάλειας είναι η συνολική στάση του κατοίκων και των τοπικών κοινωνιών των περιοχών, κατά μήκος των διαδρομών των αγωγών, αλλά και γύρω από τις σημαντικές ενεργειακές εγκαταστάσεις. Το παράδειγμα του TAP, στο συγκεκριμένο τομέα διαχείρισης του ζητήματος, είναι χαρακτηριστικό. Η κοινοπραξία του TAP ενήργησε και ενεργεί στο συγκεκριμένο ζήτημα προς δύο βασικές κατευθύνσεις:
Πρώτον ενήργησε για να εξασφαλίσει τη συναίνεση των ιδιοκτητών και να ελαχιστοποιήσει τις όποιες αντιδράσεις από την όχληση της διέλευσης του αγωγού, τόσο κατά την κατασκευαστική περίοδο όσο και μεταγενέστερα καταβάλοντας «γενναίες» χρηματικές αποζημιώσεις και οργανώνοντας – χρηματοδοτόντας δράσεις ευρείας ενημέρωσης.
Μια δεύτερη κατεύθυνση στην οποία κινήθηκε ο TAP ήταν και είναι τα έργα που εκτελέσθηκαν – εκτελούνται ως αντισταθμιστικά ωφελήματα στις ευρύτερες περιοχές διέλευσης.
Ασφάλεια και Χάραξη: Η Όδευση των Αγωγών
Η ασφάλεια από εξωτερικές – διεθνείς απειλές αποτελεί μια από τις εξαιρετικά βασικές παραμέτρους σχεδίασης - υλοποίησης ενεργειακών υποδομών. Ενδεικτικά για τον TAP, οι πρώτες προσπάθειες αδρής χάραξης της διαδρομής του ξεκίνησαν το 2003 και μάλιστα στα αρχικά στάδια εξετάστηκε σοβαρά ως πιθανή διαδρομή που δεν περιείχε την Ελληνική επικράτεια. Συγκεκριμένα εξετάστηκε η όδευση μέσω Τουρκίας – Βουλγαρίας - Σκοπίων – Αλβανίας. Τελικά επιλέχθηκε η όδευση μέσω Τουρκίας – Ελλάδας – Αλβανίας, η οποία από ελληνικής πλευράς δεν ήταν η απόλυτα επιθυμητή, αφού η Ελλάδα επιθυμούσε η έξοδος του αγωγού στο Ιόνιο – Αδριατική να γίνεται από την Ελληνική επικράτεια. Εκτιμάται ότι οι λόγοι ασφάλειας ήσαν η κύρια αιτία για την μη επιλογή της διαδρομής μέσω Βουλγαρίας – Σκοπίων, αν και αυτό ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε επίσημα.
Οικονομικοί και γεωστρατηγικοί λόγοι, καθώς και οι σχεδιασμοί για περαιτέρω επέκταση του δικτύου του βασικού αγωγού κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής, οδήγησαν τελικά στην επιλογή της διαδρομής μέσω και Αλβανίας, πάρα τους όποιους ενδοιασμούς σε θέματα ασφαλείας και της ανεπάρκειας των αναγκαίων οδικών υποδομών (που κατασκευάστηκαν και επιβάρυναν το τελικό κόστος του TAP) κατά τη φάση της κατασκευής του αγωγού.
Η όδευση στη Θράκη δημιουργεί ερωτηματικά…
Η διαδρομή του αγωγού στο έδαφος της ελληνικής Θράκης ακολουθεί εν πολλοίς τη βασική γεωγραφική όδευση, που «στοιχίζει» τον κύριο και μεγαλύτερο άξονα στρατιωτικής ενεργείας για δυνάμεις που ενεργούν από ανατολικά προς τα δυτικά και το αντίστροφο.
Αυτό «λειτουργεί» με διπλό τρόπο. Αφ’ ενός καθιστά προφανές στη διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια της Ευρώπης απειλείται σοβαρά σε περίπτωση επιθετικών ενεργειών του Τούρκων στη περιοχή. Αφ’ ετέρου καθίσταται επίσης προφανές ότι «κάτι άλλο έχουν οι γείτονες στο μυαλό τους». Η χάραξη του αγωγού TANAP που καταλήγει στα Ελληνοτουρκικά σύνορα, στην περιοχή της γέφυρας των Κήπων, έγινε με τη συναίνεση της Τουρκίας, η οποία και συμμετείχε ενεργά στη λήψη των αποφάσεων για τη χάραξή του. Το τέλος του TANAP που «φέρνει» αέριο από το Αζερμπαϊτζάν στα Ελληνικά σύνορα, συνιστά την αρχή του TAP.
Εδώ κρίνεται σκόπιμο να τονίσουμε ότι η επιθετική ενέργεια, του τουρκικού σχεδίου «ΒΑLΥΟΖ» (Βαριά) που αποκαλύφθηκε το 2010, κατευθύνεται όχι εναντίον του Νοτίου Έβρου όπως θα ήταν η προφανής επιλογή αλλά κατά του Κεντρικού και Βορείου Έβρου. Η δε περιοχή της κύριας επιθετικής ενέργειας προσδιορίζεται στην περιοχή βόρεια της κωμόπολης του Σουφλίου και μέχρι το Διδυμότειχο. Συνεπώς, σε περίπτωση ευόδωσης μιας επιθετικής ενέργειας, είναι εύκολο γεωγραφικά να αποκοπεί και να απομονωθεί επιχειρησιακά το βόρειο τμήμα του Νομού. Η δε περιοχή της κυρίας προσπάθειας του τουρκικού σχεδίου απέχει 30 περίπου χλμ, σε ευθεία γραμμή προς τα βόρεια, από τις οδεύσεις των αγωγών. Τυχαίο;
Προφανώς είναι σχεδιασμένο και αποφασισμένο από πλευράς Τούρκων. Τα επεκτατικά τους σχέδια, μπορούν να «τεθούν σε εφαρμογή» χωρίς να επηρεαστούν οι ενεργειακές οδεύσεις ή αν επηρεαστούν αυτό να αποδοθεί - ως ευθύνη – στην ελληνική πλευρά. Η περίεργη σύμπτωση θα πρέπει να προβληματίζει τη στρατιωτική ηγεσία. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους του πιθανών ή μελλοντικών στρατιωτικών επιχειρήσεων προς Βορρά είναι προφανής.
Το ελληνικό Σχέδιο Ενέργειας
Από ελληνικής πλευράς, πάνω στον κύριο άξονα στρατιωτικής ενεργείας από την Ανατολική προς τη Δυτική Θράκη, είναι διατεταγμένες ή διατάσσονται αμυντικά πολύ σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις: Συγκεκριμένα μπροστά στα Ελληνοτουρκικά σύνορα αμύνονται η 31η Μ/Κ ΤΑΞ (Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία) και η 7η Μ/Κ ΤΑΞ. Οι δύο ταξιαρχίες ανήκουν στη ΧΧΙΙ Μ/Κ Μεραρχία με έδρα την Αλεξανδρούπολη και με εφεδρεία την ΧΧΙΙΙ ΤΘΤ (Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία) που και αυτή είναι προσανατολισμένη σ’ αυτό τον άξονα. Τέλος, οι εφεδρικές δυνάμεις του Δ’ Σώματος Στρατού και της Ιης Στρατιάς διατάσσονται επί του άξονα σε πολύ μεγαλύτερο βάθος. Αυτές κατά βάση είναι: η ΧΧ ΤΘΜ και η ΙΙ Μ/Κ ΜΠ.
Γίνεται, λοιπόν, εύκολα αντιληπτό ότι σε περίπτωση επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο μέρος των χερσαίων δυνάμεων της χώρας αμύνεται «επί των (συγκεκριμένων) οδών και δια τας οδούς». Όπως καθίσταται αντιληπτό αυτές οι δυνάμεις, οι περιοχές που επιχειρησιακά αναπτύσσονται και οι υποδομές που βρίσκονται στη ζώνη ενεργείας καλύπτονται και από ιδιαίτερα πυκνό πλέγμα αντιαεροπορικής άμυνας. Από πλευράς αντιαεροπορικών συστημάτων, την ευρύτερη περιοχή καλύπτουν: αντιαεροπορικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς PATRIOT, μεσαίου βεληνεκούς HAWK, βραχέως βεληνεκούς TOR M1 και πολύ βραχέως βεληνεκούς ASRAD.
Οι Μεσοπρόθεσμες Προκλήσεις Ασφάλειας
Ειδικά για την Ελλάδα, οι δύο πύλες LNG είναι η Ρεβυθούσα και ο υπό τελικό σχεδιασμό ΑΣΦΑ Αλεξανδρούπολης. Προκειμένου η σημασία τους να καταστεί πλήρως κατανοητή, αρκεί να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα το 2017, η κατανάλωση αναμένεται να ξεπεράσει τα 4,1 δις κ.μ. φυσικού αερίου. Σήμερα η Ρεβυθούσα υποδέχεται πλοία μέχρι 140.000 κ.μ. LNG, ενώ το 2018 θα υποδέχεται μεγαλύτερης χωρητικότητας μέχρι και 180.000 κ.μ. LNG. Σήμερα αεριοποιεί φυσικό αέριο με ρυθμό 1.000 κ.μ. ανά ώρα και αποθηκεύει 130.000 κ.μ., ενώ το 2018 θα αεριοποιεί 1.400 κ.μ. ανά ώρα και θα αποθηκεύει 225.000 κ.μ. Η δυνατότητα αποθήκευσης είναι αυτή που «εκτοξεύει» τις αποδόσεις. Η αναβαθμισμένη Ρεβυθούσα σχεδιάζεται να εισάγει στην Ελλάδα περί τα 7 δις κ.μ. φυσικού αερίου κατ’ έτος, από τα οποία τα 2 δις κ.μ. περίπου προορίζονται για την ταχέως αναπτυσσόμενη ελληνική αγορά και τα 5 δις κ.μ. για εξαγωγές.
Υπόψη, ότι ο μετρητικός σταθμός Σιδηροκάστρου και γενικότερα το βόρειο κομμάτι του συστήματος πριν τη Βουλγαρία, ήδη αναβαθμίστηκε και επιτρέπει την αντίστροφη πλέον ροή. Η διασύνδεση του ΕΣΦΑ με τον TAP επιτρέπει και την τροφοδοσία και αυτού του αγωγού με αέριο από τη Ρεβυθούσα. Υπόψη ότι ο TAP, με ετήσια δυνατότητα διακίνησης 10 δις κ.μ., μεταφέρει αέριο στην Ιταλία και μέσω του ιταλικού συστήματος αγωγών στην Κεντρική Ευρώπη. Η μελλοντική αναβάθμιση, με αύξηση της πίεσης του αγωγού, θα αυξήσει τη δυνατότητα στα 20 δις κ.μ. ετησίως. Τέλος, ο TAP σχεδιάζεται να διακλαδωθεί προς τα Δυτικά Βαλκάνια με τον IAP (Ionian - Adriatic Pipeline). Ο τελευταίος θα τροφοδοτεί το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία και τη Κροατία. Τέλος, ο TAP θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την κατασκευή και λειτουργία αλβανικού δικτύου φυσικού αερίου για την κάλυψη των αναγκών της γειτονικής χώρας.
Η ενεργειακή παράκαμψη της Τουρκίας
Ο ΑΣΦΑ Αλεξανδούπολής «συνιστά μια ακόμη Ρεβυθούσα». Θα αεριοποιεί 400 κ.μ. ανά ώρα, θα αποθηκεύει 170.000 κ.μ. αερίου και θα συνδέεται τόσο με τον TAP, όσο και με το εθνικό δίκτυο. Βασική επιδίωξη του ΑΣΦΑ είναι η τροφοδοσία, μέσω του IGB, του συστήματος φυσικού αερίου της Βουλγαρίας και από εκεί των συστημάτων φυσικού αερίου της Ρουμανίας και Σερβίας. Βλέποντάς το προοπτικά, ο ΑΣΦΑ στην πραγματικότητα ανταγωνίζεται το φυσικό αέριο που εκχέει ο TANAP στον ΤΑP και πρακτικά η Ελλάδα είναι δυνατόν να παρέχει σταδιακή ακόμη, αλλά αργότερα πλήρη υποκατάσταση του αερίου από το Αζερμπαϊτζάν, μέσω Τουρκίας.
Στην ουσία, η νέα μονάδα συνιστά ενεργειακή παράκαμψη της Τουρκίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό αναβαθμίζει τον ενεργειακό μας ρόλο, αλλά ταυτόχρονα «πλήττει» τα συμφέροντα της Γείτονος και φυσικά καθιστά το πρόβλημα της ασφάλειας του ΑΣΦΑ πολύ δυσκολότερο. Χρειάζεται ένας άλλος επιχειρησιακός σχεδιασμός για να προστατεύει από εξωτερική απειλή ή παρενόχληση λειτουργίας, μια πλωτή μονάδα σε απόσταση 20 περίπου χλμ από την ακτή, πολύ κοντά στα θαλάσσια σύνορα με την Τουρκία, στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης.
Τάσος Τσιπλάκος
Σύμβουλος Στρατηγικής - C4I Strategy Consultants
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Η κατάσταση περιπλέκεται καθώς η Τουρκία, αλλά και οι άλλες γειτονικές χώρες, όντας «δορυφόροι» των «μεγάλων», συνδυάζουν τις κινήσεις τους στο γεωπολιτικό παιχνίδι στην ευρύτερη περιοχή, φιλοδοξώντας να αποκομίσουν κάποιο όφελος.
Σε μια εποχή ρευστότητας η χώρα αποτελεί σημαντικό κόμβο και γι΄ αυτό «μήλον της έριδος» στο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό παιχνίδι της ενέργειας, γεγονός που την αναγκάζει να χαράξει μια στρατηγική διαχείρισης των κινδύνων, αλλά και των σημαντικών πλεονεκτημάτων που μπορεί να αποκομίσει τόσο για την οικονομία της, αλλά και για την ενίσχυση της ενεργειακής και ευρύτερης αμυντικής της δυνατότητας.
Ο προσδιορισμός της έννοιας της «ασφάλειας»
Οι υποδομές του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ) υπάγονται στις ευρωπαϊκές υποδομές ζωτικής σημασίας και στην ελληνική στρατιωτική και όχι μόνο ορολογία, προσδιορίζονται ως «πηγές εθνικής ισχύος». Η πιθανή διακοπή της λειτουργίας τους ή τυχόν μερική ή ολική καταστροφή τους θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στη χώρα, αλλά και πανευρωπαϊκά.
Ως «ασφάλεια» λοιπόν, νοείται το άθροισμα της φυσικής ασφάλειας και της ασφάλειας από εξωτερικές – διεθνείς απειλές. Υπό τον όρο «φυσική ασφάλεια» εννοείται η οιαδήποτε παρεμπόδιση της λειτουργίας των υποδομών που σχετίζεται με κλοπή, δολιοφθορά, τρομοκρατία, ατύχημα και φυσικά φαινόμενα. Τα σχετικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με εκπόνηση μελετών τρωτότητας των εγκαταστάσεων, με σχέδια διαχείρισης ασφάλειας των υποδομών και την εγκατάσταση συστημάτων ασφάλειας.
Ενδεικτικά ως τέτοια συστήματα αναφέρονται: κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης (CCTV), πάσης φύσεως αισθητήρες εντοπισμού παραβίασης, συναγερμοί, προβολείς, drones επιτήρησης κ.λπ. Αυτά τα συστήματα βρίσκονται υπό τη διαχείριση του προσωπικού ασφαλείας και από αυτοματοποιημένα συστήματα που ελέγχονται και συντονίζονται από Κέντρα Ελέγχου Φυσικής Ασφάλειας των εγκαταστάσεων.
Η συμβολή των τοπικών κοινωνιών
Εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας επηρεασμού της φυσικής ασφάλειας είναι η συνολική στάση του κατοίκων και των τοπικών κοινωνιών των περιοχών, κατά μήκος των διαδρομών των αγωγών, αλλά και γύρω από τις σημαντικές ενεργειακές εγκαταστάσεις. Το παράδειγμα του TAP, στο συγκεκριμένο τομέα διαχείρισης του ζητήματος, είναι χαρακτηριστικό. Η κοινοπραξία του TAP ενήργησε και ενεργεί στο συγκεκριμένο ζήτημα προς δύο βασικές κατευθύνσεις:
Πρώτον ενήργησε για να εξασφαλίσει τη συναίνεση των ιδιοκτητών και να ελαχιστοποιήσει τις όποιες αντιδράσεις από την όχληση της διέλευσης του αγωγού, τόσο κατά την κατασκευαστική περίοδο όσο και μεταγενέστερα καταβάλοντας «γενναίες» χρηματικές αποζημιώσεις και οργανώνοντας – χρηματοδοτόντας δράσεις ευρείας ενημέρωσης.
Μια δεύτερη κατεύθυνση στην οποία κινήθηκε ο TAP ήταν και είναι τα έργα που εκτελέσθηκαν – εκτελούνται ως αντισταθμιστικά ωφελήματα στις ευρύτερες περιοχές διέλευσης.
Ασφάλεια και Χάραξη: Η Όδευση των Αγωγών
Η ασφάλεια από εξωτερικές – διεθνείς απειλές αποτελεί μια από τις εξαιρετικά βασικές παραμέτρους σχεδίασης - υλοποίησης ενεργειακών υποδομών. Ενδεικτικά για τον TAP, οι πρώτες προσπάθειες αδρής χάραξης της διαδρομής του ξεκίνησαν το 2003 και μάλιστα στα αρχικά στάδια εξετάστηκε σοβαρά ως πιθανή διαδρομή που δεν περιείχε την Ελληνική επικράτεια. Συγκεκριμένα εξετάστηκε η όδευση μέσω Τουρκίας – Βουλγαρίας - Σκοπίων – Αλβανίας. Τελικά επιλέχθηκε η όδευση μέσω Τουρκίας – Ελλάδας – Αλβανίας, η οποία από ελληνικής πλευράς δεν ήταν η απόλυτα επιθυμητή, αφού η Ελλάδα επιθυμούσε η έξοδος του αγωγού στο Ιόνιο – Αδριατική να γίνεται από την Ελληνική επικράτεια. Εκτιμάται ότι οι λόγοι ασφάλειας ήσαν η κύρια αιτία για την μη επιλογή της διαδρομής μέσω Βουλγαρίας – Σκοπίων, αν και αυτό ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε επίσημα.
Οικονομικοί και γεωστρατηγικοί λόγοι, καθώς και οι σχεδιασμοί για περαιτέρω επέκταση του δικτύου του βασικού αγωγού κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής, οδήγησαν τελικά στην επιλογή της διαδρομής μέσω και Αλβανίας, πάρα τους όποιους ενδοιασμούς σε θέματα ασφαλείας και της ανεπάρκειας των αναγκαίων οδικών υποδομών (που κατασκευάστηκαν και επιβάρυναν το τελικό κόστος του TAP) κατά τη φάση της κατασκευής του αγωγού.
Η όδευση στη Θράκη δημιουργεί ερωτηματικά…
Η διαδρομή του αγωγού στο έδαφος της ελληνικής Θράκης ακολουθεί εν πολλοίς τη βασική γεωγραφική όδευση, που «στοιχίζει» τον κύριο και μεγαλύτερο άξονα στρατιωτικής ενεργείας για δυνάμεις που ενεργούν από ανατολικά προς τα δυτικά και το αντίστροφο.
Αυτό «λειτουργεί» με διπλό τρόπο. Αφ’ ενός καθιστά προφανές στη διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια της Ευρώπης απειλείται σοβαρά σε περίπτωση επιθετικών ενεργειών του Τούρκων στη περιοχή. Αφ’ ετέρου καθίσταται επίσης προφανές ότι «κάτι άλλο έχουν οι γείτονες στο μυαλό τους». Η χάραξη του αγωγού TANAP που καταλήγει στα Ελληνοτουρκικά σύνορα, στην περιοχή της γέφυρας των Κήπων, έγινε με τη συναίνεση της Τουρκίας, η οποία και συμμετείχε ενεργά στη λήψη των αποφάσεων για τη χάραξή του. Το τέλος του TANAP που «φέρνει» αέριο από το Αζερμπαϊτζάν στα Ελληνικά σύνορα, συνιστά την αρχή του TAP.
Εδώ κρίνεται σκόπιμο να τονίσουμε ότι η επιθετική ενέργεια, του τουρκικού σχεδίου «ΒΑLΥΟΖ» (Βαριά) που αποκαλύφθηκε το 2010, κατευθύνεται όχι εναντίον του Νοτίου Έβρου όπως θα ήταν η προφανής επιλογή αλλά κατά του Κεντρικού και Βορείου Έβρου. Η δε περιοχή της κύριας επιθετικής ενέργειας προσδιορίζεται στην περιοχή βόρεια της κωμόπολης του Σουφλίου και μέχρι το Διδυμότειχο. Συνεπώς, σε περίπτωση ευόδωσης μιας επιθετικής ενέργειας, είναι εύκολο γεωγραφικά να αποκοπεί και να απομονωθεί επιχειρησιακά το βόρειο τμήμα του Νομού. Η δε περιοχή της κυρίας προσπάθειας του τουρκικού σχεδίου απέχει 30 περίπου χλμ, σε ευθεία γραμμή προς τα βόρεια, από τις οδεύσεις των αγωγών. Τυχαίο;
Προφανώς είναι σχεδιασμένο και αποφασισμένο από πλευράς Τούρκων. Τα επεκτατικά τους σχέδια, μπορούν να «τεθούν σε εφαρμογή» χωρίς να επηρεαστούν οι ενεργειακές οδεύσεις ή αν επηρεαστούν αυτό να αποδοθεί - ως ευθύνη – στην ελληνική πλευρά. Η περίεργη σύμπτωση θα πρέπει να προβληματίζει τη στρατιωτική ηγεσία. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους του πιθανών ή μελλοντικών στρατιωτικών επιχειρήσεων προς Βορρά είναι προφανής.
Το ελληνικό Σχέδιο Ενέργειας
Από ελληνικής πλευράς, πάνω στον κύριο άξονα στρατιωτικής ενεργείας από την Ανατολική προς τη Δυτική Θράκη, είναι διατεταγμένες ή διατάσσονται αμυντικά πολύ σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις: Συγκεκριμένα μπροστά στα Ελληνοτουρκικά σύνορα αμύνονται η 31η Μ/Κ ΤΑΞ (Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία) και η 7η Μ/Κ ΤΑΞ. Οι δύο ταξιαρχίες ανήκουν στη ΧΧΙΙ Μ/Κ Μεραρχία με έδρα την Αλεξανδρούπολη και με εφεδρεία την ΧΧΙΙΙ ΤΘΤ (Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία) που και αυτή είναι προσανατολισμένη σ’ αυτό τον άξονα. Τέλος, οι εφεδρικές δυνάμεις του Δ’ Σώματος Στρατού και της Ιης Στρατιάς διατάσσονται επί του άξονα σε πολύ μεγαλύτερο βάθος. Αυτές κατά βάση είναι: η ΧΧ ΤΘΜ και η ΙΙ Μ/Κ ΜΠ.
Γίνεται, λοιπόν, εύκολα αντιληπτό ότι σε περίπτωση επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο μέρος των χερσαίων δυνάμεων της χώρας αμύνεται «επί των (συγκεκριμένων) οδών και δια τας οδούς». Όπως καθίσταται αντιληπτό αυτές οι δυνάμεις, οι περιοχές που επιχειρησιακά αναπτύσσονται και οι υποδομές που βρίσκονται στη ζώνη ενεργείας καλύπτονται και από ιδιαίτερα πυκνό πλέγμα αντιαεροπορικής άμυνας. Από πλευράς αντιαεροπορικών συστημάτων, την ευρύτερη περιοχή καλύπτουν: αντιαεροπορικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς PATRIOT, μεσαίου βεληνεκούς HAWK, βραχέως βεληνεκούς TOR M1 και πολύ βραχέως βεληνεκούς ASRAD.
Οι Μεσοπρόθεσμες Προκλήσεις Ασφάλειας
Ειδικά για την Ελλάδα, οι δύο πύλες LNG είναι η Ρεβυθούσα και ο υπό τελικό σχεδιασμό ΑΣΦΑ Αλεξανδρούπολης. Προκειμένου η σημασία τους να καταστεί πλήρως κατανοητή, αρκεί να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα το 2017, η κατανάλωση αναμένεται να ξεπεράσει τα 4,1 δις κ.μ. φυσικού αερίου. Σήμερα η Ρεβυθούσα υποδέχεται πλοία μέχρι 140.000 κ.μ. LNG, ενώ το 2018 θα υποδέχεται μεγαλύτερης χωρητικότητας μέχρι και 180.000 κ.μ. LNG. Σήμερα αεριοποιεί φυσικό αέριο με ρυθμό 1.000 κ.μ. ανά ώρα και αποθηκεύει 130.000 κ.μ., ενώ το 2018 θα αεριοποιεί 1.400 κ.μ. ανά ώρα και θα αποθηκεύει 225.000 κ.μ. Η δυνατότητα αποθήκευσης είναι αυτή που «εκτοξεύει» τις αποδόσεις. Η αναβαθμισμένη Ρεβυθούσα σχεδιάζεται να εισάγει στην Ελλάδα περί τα 7 δις κ.μ. φυσικού αερίου κατ’ έτος, από τα οποία τα 2 δις κ.μ. περίπου προορίζονται για την ταχέως αναπτυσσόμενη ελληνική αγορά και τα 5 δις κ.μ. για εξαγωγές.
Υπόψη, ότι ο μετρητικός σταθμός Σιδηροκάστρου και γενικότερα το βόρειο κομμάτι του συστήματος πριν τη Βουλγαρία, ήδη αναβαθμίστηκε και επιτρέπει την αντίστροφη πλέον ροή. Η διασύνδεση του ΕΣΦΑ με τον TAP επιτρέπει και την τροφοδοσία και αυτού του αγωγού με αέριο από τη Ρεβυθούσα. Υπόψη ότι ο TAP, με ετήσια δυνατότητα διακίνησης 10 δις κ.μ., μεταφέρει αέριο στην Ιταλία και μέσω του ιταλικού συστήματος αγωγών στην Κεντρική Ευρώπη. Η μελλοντική αναβάθμιση, με αύξηση της πίεσης του αγωγού, θα αυξήσει τη δυνατότητα στα 20 δις κ.μ. ετησίως. Τέλος, ο TAP σχεδιάζεται να διακλαδωθεί προς τα Δυτικά Βαλκάνια με τον IAP (Ionian - Adriatic Pipeline). Ο τελευταίος θα τροφοδοτεί το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία και τη Κροατία. Τέλος, ο TAP θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την κατασκευή και λειτουργία αλβανικού δικτύου φυσικού αερίου για την κάλυψη των αναγκών της γειτονικής χώρας.
Η ενεργειακή παράκαμψη της Τουρκίας
Ο ΑΣΦΑ Αλεξανδούπολής «συνιστά μια ακόμη Ρεβυθούσα». Θα αεριοποιεί 400 κ.μ. ανά ώρα, θα αποθηκεύει 170.000 κ.μ. αερίου και θα συνδέεται τόσο με τον TAP, όσο και με το εθνικό δίκτυο. Βασική επιδίωξη του ΑΣΦΑ είναι η τροφοδοσία, μέσω του IGB, του συστήματος φυσικού αερίου της Βουλγαρίας και από εκεί των συστημάτων φυσικού αερίου της Ρουμανίας και Σερβίας. Βλέποντάς το προοπτικά, ο ΑΣΦΑ στην πραγματικότητα ανταγωνίζεται το φυσικό αέριο που εκχέει ο TANAP στον ΤΑP και πρακτικά η Ελλάδα είναι δυνατόν να παρέχει σταδιακή ακόμη, αλλά αργότερα πλήρη υποκατάσταση του αερίου από το Αζερμπαϊτζάν, μέσω Τουρκίας.
Στην ουσία, η νέα μονάδα συνιστά ενεργειακή παράκαμψη της Τουρκίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό αναβαθμίζει τον ενεργειακό μας ρόλο, αλλά ταυτόχρονα «πλήττει» τα συμφέροντα της Γείτονος και φυσικά καθιστά το πρόβλημα της ασφάλειας του ΑΣΦΑ πολύ δυσκολότερο. Χρειάζεται ένας άλλος επιχειρησιακός σχεδιασμός για να προστατεύει από εξωτερική απειλή ή παρενόχληση λειτουργίας, μια πλωτή μονάδα σε απόσταση 20 περίπου χλμ από την ακτή, πολύ κοντά στα θαλάσσια σύνορα με την Τουρκία, στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης.
Τάσος Τσιπλάκος
Σύμβουλος Στρατηγικής - C4I Strategy Consultants
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr