Παρά το κλίμα που είχε καλλιεργηθεί τις προηγούμενες ημέρες, υποβλήθηκαν μόνο περί τις 200 επίσημες προσφορές συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ, ενώ για το ομόλογο Σαμαρά είχαν υποβληθεί 600 προσφορές, συνολικού ύψους 20 δισ. ευρώ.
Τα «συν» και τα «πλην» της δημοπρασίας του 5ετούς ομολόγου έχει ξεκινήσει να «ζυγίζει» η κυβέρνηση έχοντας παράλληλα το βλέμμα της στραμμένο στην επόμενη έξοδο που θα είναι καθοριστική για την χώρα: να μπορέσει να «απαγκιστρωθεί» από τα μνημόνια και τα «σκληρά» μέτρα που τα συνοδεύουν.
Για ένα λογαριασμό μέτρων που ξεπερνά τα 20 δισ. τα οποία έχουν ληφθεί με το δεύτερο και το τρίτο μνημόνιο και το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει κάνει η χώρα η χθεσινή «παρθενική» έκδοση κρίνεται ότι κινήθηκε σε… υψηλές πτήσεις κρίνοντας από το τελικό ύψος του επιτοκίου.
Μία απόδοση σαν αυτή που φθάνει το 4,625% σίγουρα αφήνει στο τέλος του κλεισίματος του βιβλίου των προσφορών «πικρή γεύση» στο οικονομικό επιτελείο που έδινε μάχη για κάτι καλύτερο και στο τέλος δεν τα κατάφερε…
Μειωμένο ήταν επίσης και το ενδιαφέρον των επενδυτών σε σχέση με το αντίστοιχο ομόλογο του 2014.
Παρά το κλίμα που είχε καλλιεργηθεί τις προηγούμενες ημέρες, υποβλήθηκαν μόνο περί τις 200 επίσημες προσφορές συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ, ενώ για το ομόλογο Σαμαρά είχαν υποβληθεί 600 προσφορές, συνολικού ύψους 20 δισ. ευρώ.
Η διαφορά αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη, αν ληφθεί υπόψη ότι τότε έγινε μια νέα ομολογιακή έκδοση που καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από νέο χρήμα, ενώ χθες το ήμισυ της έκδοσης καλύφθηκε με ανταλλαγή του προηγούμενου ομολόγου.
Μάλιστα, η συμμετοχή των ξένων επενδυτών στη χθεσινή έκδοση περιορίστηκε στα 1,7 δισ. ευρώ περίπου, καθώς τα υπόλοιπα 1,3 δισ. ευρώ καλύφθηκαν από ελληνικές τράπεζες και το Κοινό Κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το μόνο για το οποίο μπορεί να «καμαρώνει» η κυβέρνηση είναι για τις χαμηλές προμήθειες και όχι για το κουπόνι (δηλαδή, το ετήσιο επιτόκιο που θα καρπώνονται οι ομολογιούχοι) το οποίο έκλεισε χθες στο 4,375%, ενώ στο ομόλογο Σαμαρά είχε ανέλθει στο 4,75%, με το όφελος να είναι κάτι λιγότερο από 10 εκατ. ευρώ.
Οι προμήθειες προς τις έξι τράπεζες-αναδόχους που ανέλαβαν τη διαχείριση της έκδοσης είναι μικρότερες κατά 600 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με αυτές που είχαν δοθεί για το αξιόχρεο του 2014.
Σύμφωνα με την απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη, η αμοιβή τους θα ανέλθει στο 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ αλλά 400.000 ευρώ θα λάβουν τα δικηγορικά γραφεία, που σημαίνει ότι τα συνολικά έξοδα της έκδοσης θα φτάσουν το 1,9 εκατ. ευρώ.
Για το ελληνικό χρεόγραφο που είχε εκδοθεί τον Απρίλιο του 2014 το ύψος της προμήθειας είχε διαμορφωθεί στα 2,4 εκατ. ευρώ.
Στα 400.000 ευρώ ή 0,08% επί της ονομαστικής αξίας του ομολόγου ήταν η αμοιβή για τον κάθε σύμβουλο (6 ήταν και τότε) και 100.000 ευρώ το κόστος για τις νομικές υπηρεσίες.
Σε ό,τι αφορά την αμοιβή της Rothschild, αυτή είναι μια ξεχωριστή περίπτωση.
Έχει ήδη λάβει δύο επιταγές των 900.000 ευρώ και απομένουν άλλα 1,4 εκατ. ευρώ που θα πρέπει να καταβάλει το Δημόσιο μετά τη δεύτερη έξοδο της χώρας στις κεφαλαιαγορές.
Οπως προανήγγειλε ήδη ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσκαλώτος, θα υπάρξουν άλλες δυο-τρεις προσπάθειες το επόμενο διάστημα για να μπορέσει να οικοδομηθεί σταδιακά η περίφημη καμπύλη απόδοσης με πτωτική όμως τάση.
Αυτό είναι και το μεγάλο ζητούμενο για την κυβέρνηση, η οποία χθες δανείστηκε «ακριβά» από τις αγορές σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πρόσβαση σε φτηνό χρήμα για τίτλους ίδιας διάρκειας.
Με εξαίρεση τη Γερμανία όπου οι επενδυτές πληρώνουν 0,15% για τα ομόλογα που αγοράζουν αντί να βγάζουν κέρδος, η Πορτογαλία δανείζεται με 1,15%, η Ιταλία με 0,79%, η Ισπανία με 0,31%.
Στη δεύτερη απόπειρα εξόδου, που τοποθετείται μετά το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και στην οποία πιθανότατα θα υπάρξει αντικατάσταση έντοκων γραμματίων ύψους 4 δισ. ευρώ που λήγουν στο τέλος του χρόνου με ομόλογα η διάρκεια των οποίων δεν έχει ακόμη καθοριστεί (πιθανότατα 3ετία), θα φανεί πού θα κάτσει η μπίλια του επιτοκίου.
Αν δηλαδή η Ελλάδα καταφέρει να σπάσει τον κλοιό των μνημονίων και τα σκληρά μέτρα που τα συνοδεύουν, επιτυγχάνοντας με μικρές εκδόσεις και φτηνότερα επιτόκια να εξυπηρετήσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, που είναι χαμηλές έως το 2022.
Χαμηλά επιτόκια δανεισμού για το κράτος σημαίνει φτηνό χρήμα για τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις ΔΕΚΟ που δανείζονται με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, τις τράπεζες, αλλά και για τους καταναλωτές, που αποτελούν τον στενό πυρήνα της πραγματικής οικονομίας.
Από εδώ και πέρα η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει μια τακτική παρουσία στις αγορές καθώς το πρόγραμμα λήγει τον Αύγουστο του 2018 και πριν από αυτό θα πρέπει να έχει συγκεντρώσει ένα μαξιλάρι 9 με 10 δις. που θα κάνουν μόνιμη την πρόσβαση στις αγορές. Διαφορετικά υπάρχει και η πιστωτική γραμμή…
Πηγή: www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Για ένα λογαριασμό μέτρων που ξεπερνά τα 20 δισ. τα οποία έχουν ληφθεί με το δεύτερο και το τρίτο μνημόνιο και το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει κάνει η χώρα η χθεσινή «παρθενική» έκδοση κρίνεται ότι κινήθηκε σε… υψηλές πτήσεις κρίνοντας από το τελικό ύψος του επιτοκίου.
Μία απόδοση σαν αυτή που φθάνει το 4,625% σίγουρα αφήνει στο τέλος του κλεισίματος του βιβλίου των προσφορών «πικρή γεύση» στο οικονομικό επιτελείο που έδινε μάχη για κάτι καλύτερο και στο τέλος δεν τα κατάφερε…
Μειωμένο ήταν επίσης και το ενδιαφέρον των επενδυτών σε σχέση με το αντίστοιχο ομόλογο του 2014.
Παρά το κλίμα που είχε καλλιεργηθεί τις προηγούμενες ημέρες, υποβλήθηκαν μόνο περί τις 200 επίσημες προσφορές συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ, ενώ για το ομόλογο Σαμαρά είχαν υποβληθεί 600 προσφορές, συνολικού ύψους 20 δισ. ευρώ.
Η διαφορά αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη, αν ληφθεί υπόψη ότι τότε έγινε μια νέα ομολογιακή έκδοση που καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από νέο χρήμα, ενώ χθες το ήμισυ της έκδοσης καλύφθηκε με ανταλλαγή του προηγούμενου ομολόγου.
Μάλιστα, η συμμετοχή των ξένων επενδυτών στη χθεσινή έκδοση περιορίστηκε στα 1,7 δισ. ευρώ περίπου, καθώς τα υπόλοιπα 1,3 δισ. ευρώ καλύφθηκαν από ελληνικές τράπεζες και το Κοινό Κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το μόνο για το οποίο μπορεί να «καμαρώνει» η κυβέρνηση είναι για τις χαμηλές προμήθειες και όχι για το κουπόνι (δηλαδή, το ετήσιο επιτόκιο που θα καρπώνονται οι ομολογιούχοι) το οποίο έκλεισε χθες στο 4,375%, ενώ στο ομόλογο Σαμαρά είχε ανέλθει στο 4,75%, με το όφελος να είναι κάτι λιγότερο από 10 εκατ. ευρώ.
Οι προμήθειες προς τις έξι τράπεζες-αναδόχους που ανέλαβαν τη διαχείριση της έκδοσης είναι μικρότερες κατά 600 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με αυτές που είχαν δοθεί για το αξιόχρεο του 2014.
Σύμφωνα με την απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη, η αμοιβή τους θα ανέλθει στο 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ αλλά 400.000 ευρώ θα λάβουν τα δικηγορικά γραφεία, που σημαίνει ότι τα συνολικά έξοδα της έκδοσης θα φτάσουν το 1,9 εκατ. ευρώ.
Για το ελληνικό χρεόγραφο που είχε εκδοθεί τον Απρίλιο του 2014 το ύψος της προμήθειας είχε διαμορφωθεί στα 2,4 εκατ. ευρώ.
Στα 400.000 ευρώ ή 0,08% επί της ονομαστικής αξίας του ομολόγου ήταν η αμοιβή για τον κάθε σύμβουλο (6 ήταν και τότε) και 100.000 ευρώ το κόστος για τις νομικές υπηρεσίες.
Σε ό,τι αφορά την αμοιβή της Rothschild, αυτή είναι μια ξεχωριστή περίπτωση.
Έχει ήδη λάβει δύο επιταγές των 900.000 ευρώ και απομένουν άλλα 1,4 εκατ. ευρώ που θα πρέπει να καταβάλει το Δημόσιο μετά τη δεύτερη έξοδο της χώρας στις κεφαλαιαγορές.
Οπως προανήγγειλε ήδη ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσκαλώτος, θα υπάρξουν άλλες δυο-τρεις προσπάθειες το επόμενο διάστημα για να μπορέσει να οικοδομηθεί σταδιακά η περίφημη καμπύλη απόδοσης με πτωτική όμως τάση.
Αυτό είναι και το μεγάλο ζητούμενο για την κυβέρνηση, η οποία χθες δανείστηκε «ακριβά» από τις αγορές σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πρόσβαση σε φτηνό χρήμα για τίτλους ίδιας διάρκειας.
Με εξαίρεση τη Γερμανία όπου οι επενδυτές πληρώνουν 0,15% για τα ομόλογα που αγοράζουν αντί να βγάζουν κέρδος, η Πορτογαλία δανείζεται με 1,15%, η Ιταλία με 0,79%, η Ισπανία με 0,31%.
Στη δεύτερη απόπειρα εξόδου, που τοποθετείται μετά το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και στην οποία πιθανότατα θα υπάρξει αντικατάσταση έντοκων γραμματίων ύψους 4 δισ. ευρώ που λήγουν στο τέλος του χρόνου με ομόλογα η διάρκεια των οποίων δεν έχει ακόμη καθοριστεί (πιθανότατα 3ετία), θα φανεί πού θα κάτσει η μπίλια του επιτοκίου.
Αν δηλαδή η Ελλάδα καταφέρει να σπάσει τον κλοιό των μνημονίων και τα σκληρά μέτρα που τα συνοδεύουν, επιτυγχάνοντας με μικρές εκδόσεις και φτηνότερα επιτόκια να εξυπηρετήσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, που είναι χαμηλές έως το 2022.
Χαμηλά επιτόκια δανεισμού για το κράτος σημαίνει φτηνό χρήμα για τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις ΔΕΚΟ που δανείζονται με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, τις τράπεζες, αλλά και για τους καταναλωτές, που αποτελούν τον στενό πυρήνα της πραγματικής οικονομίας.
Από εδώ και πέρα η Ελλάδα θα πρέπει να διασφαλίσει μια τακτική παρουσία στις αγορές καθώς το πρόγραμμα λήγει τον Αύγουστο του 2018 και πριν από αυτό θα πρέπει να έχει συγκεντρώσει ένα μαξιλάρι 9 με 10 δις. που θα κάνουν μόνιμη την πρόσβαση στις αγορές. Διαφορετικά υπάρχει και η πιστωτική γραμμή…
Πηγή: www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr