Η παρατεταμένη ενεργειακή κρίση πλήττει τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας της χώρας σε βαθμό, που πλέον απειλείται όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα τους αλλά και η ίδια η βιωσιμότητά τους, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης αδιέξοδης ενεργειακής πολιτικής που ακολουθείται.
Στην παρούσα συγκυρία πρόσθετο λόγο ανησυχίας για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας συνιστά το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες τα Κράτη Μέλη ξεδιπλώνουν όλο και περισσότερο αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της βιομηχανίας τους για την αντιστάθμιση του υψηλού ενεργειακού κόστους, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και το Ευρωπαϊκό Προσωρινό Πλαίσιο Κρατικών Ενισχύσεων (Temporary Crisis Framework).
Αυτό συμβαίνει όταν ήδη γνωρίζουμε ότι η ελληνική χονδρεμπορική αγορά έχει δομή λειτουργίας ολιγοπωλίου που χαρακτηρίζεται από έλλειψη στοιχειώδους ανταγωνισμού.
Ως εκ τούτου οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ελληνική αγορά είναι οι υψηλότερες στην Ευρώπη και επομένως σήμερα το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των ελληνικών βιομηχανιών έντασης ενέργειας ως προς τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους λόγω του υψηλότερου κόστους ενέργειας, επιτείνεται.
Μπροστά στον ορατό πλέον κίνδυνο αποβιομηχάνισης της χώρας όλοι οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι ενωμένοι, όπως ποτέ άλλοτε, εξέπεμψαν σήμα κινδύνου με κοινή επιστολή τους στις 20/1 προς τον πρωθυπουργό της χώρας, με την οποία ζητούν, ανάμεσα στα άλλα, κατά προτεραιότητα αφενός να σχεδιαστεί ένας ξέχωρος μηχανισμός επιδοτήσεων για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, πέραν της όποιας οριζόντιας επιδότησης δίνεται, αφετέρου να απαλειφθούν τα νομικά εμπόδια που καθιστούν αδύνατη τη σύναψη συμβάσεων (ΡΡΑ) των βιομηχανιών με παραγωγούς ενέργειας, κύρια ΑΠΕ.
Πρόσφατα, το ΥΠΕΝ ανακοίνωσε μηδενική επιδότηση για τον Μάρτιο για όλη τη ΜΤ και ΥΤ, ενώ ανέφερε ότι σχεδιάζει ένα σχήμα ενίσχυσης για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, οι οποίες κατά την επιλέξιμη περίοδο (2023), θα πρέπει αφενός να έχουν μειωμένο EBITDA κατά 40% σε σχέση με την περίοδο αναφοράς (2021), αφετέρου και επιπροσθέτως θα πρέπει να μην έχουν συνάψει συμβάσεις σταθερών τιμολογίων άνω των 12 μηνών και να μην συνάψουν διμερή συμβόλαια φυσικής παράδοσης με παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι τελευταίες δύο προϋποθέσεις, που τίθενται, όχι μόνο δεν συνάδουν με το προσωρινό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων TCF, αλλά και εισάγουν διάκριση ενώ ενδέχεται να δημιουργήσουν άνισους όρους ανταγωνισμού μεταξύ βιομηχανιών που δραστηριοποιούνται σε ίδιους κλάδους. Επισημαίνουμε ότι αυτές οι προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσουν λόγους απόρριψης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού του προτεινόμενου σχήματος.
Απομένει να δούμε στο προσεχές διάστημα, εάν η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ αποτελεί μία απλή προεκλογική εξαγγελία, ειδικά για να μην υπάρχουν αντιδράσεις για το γεγονός ότι η επιδότηση τον Μάρτιο ήταν μηδενική.
Δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι και η προτεινόμενη λύση για την ικανοποίηση του δεύτερου κύριου αιτήματος από μεριάς των βιομηχανικών συνδέσμων για τη δυνατότητα της σύναψης ΡΡΑ, περιλαμβάνει προϋποθέσεις, οι οποίες στο τέλος της ημέρας περιορίζουν σημαντικά τις βιομηχανίες οι οποίες θα μπορέσουν στην πράξη να συνάψουν ΡΡΑ και να ωφεληθούν.
Αναφορικά λοιπόν με το αίτημα για την εξαίρεση από την επιβολή του πλαφόν, που επιβάλλεται στα έσοδα των παραγωγών, των ΡΡΑ που συνάπτονται μεταξύ των βιομηχανιών με παραγωγούς, τελικά αποφασίστηκε η εξαίρεση από την επιβολή του πλαφόν μόνο των συμβολαίων με φυσική παράδοση.
Δεν εξαιρέθηκαν τα χρηματοοικονομικά (virtual) συμβόλαια, παρά το γεγονός ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα από εκείνα με φυσική παράδοση, εφόσον είναι πλήρως καθορισμένα, τόσο η μονάδα παραγωγής, όσο και ο αγοραστής.
Η εξαίρεση μόνο των ΡΡΑ με φυσική παράδοση αποτελεί σημαντικό εμπόδιο/περιορισμό για τις βιομηχανίες να συνάπτουν συμφωνίες με παραγωγούς ΑΠΕ, διότι η φυσική παράδοση απαιτεί τη δυνατότητα του καταναλωτή να απορροφά πάντα την παραγόμενη ποσότητα ενέργειας τη στιγμή που παράγεται, ενώ ταυτόχρονα απαιτεί η μεσολάβηση ενός προμηθευτή.
Αντίθετα η σύναψη ΡΡΑ με φυσική παράδοση δεν αποτελεί εμπόδιο για τους καθετοποιημένους προμηθευτές.
Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα εμπόδιο, που τίθεται ανάμεσα στα άλλα, που θα παραθέσουμε ακολούθως, τα οποία καταλήγουν και αυτά στο συμπέρασμα ότι υπάρχει συστηματική προσπάθεια να εμποδιστεί η βιομηχανία να συνάψει ΡΡΑ.
Είναι γνωστό σε όλους ότι στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δραστηριοποιούνται μόνο 4 καθετοποιημένοι παίκτες με ταυτόχρονη παρουσία ενός δεσπόζοντα παίκτη, ενώ αντίθετα, προς το παρόν, η αγορά των ΑΠΕ εμφανίζει πληθώρα ανεξάρτητων παραγωγών. Υπάρχει λοιπόν εν δυνάμει η δυνατότητα οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας να προμηθευτούν πράσινη ενέργεια σε χαμηλές τιμές με δεκαετείς συμβάσεις για μεγάλο μέρος της κατανάλωσης τους. Πλην όμως εμποδίζονται συστηματικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ρύθμιση του περασμένου Αυγούστου, βάσει της οποίας αφενός τροποποιήθηκε η σειρά των αιτήσεων των παραγωγών ΑΠΕ για λήψη όρων σύνδεσης έργων ΑΠΕ στο Σύστημα, αφετέρου δόθηκε προτεραιότητα επιλεκτικά σε μεγάλα έργα δυναμικότητας περίπου 8.000 MW (κατηγορία Α). Οι παραγωγοί των οποίων δεν είναι υποχρεωμένοι να συνάψουν ούτε για ένα μέρος της δυναμικότητας των έργων τους ΡΡΑ με βιομηχανίες.
Σε δεύτερη προτεραιότητα δόθηκε η δυνατότητα, εφόσον έχει απομείνει η ηλεκτρικός χώρος να δοθούν όροι σύνδεσης σε έργα ΑΠΕ, τα οποία έχουν υποχρέωση να συνάψουν ΡΡΑ με τελικούς καταναλωτές (κατηγορία Β). Όλως τυχαία οι καθετοποιημένοι προμηθευτές, με πρώτο το δεσπόζοντα παίκτη, με εσωτερικές συμβάσεις που τους επιτράπηκαν, κατάφεραν ήδη στις πρώτες ημέρες ισχύος του μέτρου να δεσμεύσουν χώρο για έργα που ξεπερνούν τα 1.500 MW.
Πρόσφατα με νέα νομοθετική ρύθμιση καταργείται ο ενεργειακός συμψηφισμός ενέργειας παραγόμενης από μια μονάδα ΑΠΕ έως 3 MW με την καταναλισκόμενη ενέργεια μιας βιομηχανικής εγκατάστασης, χωρίς υποχρέωση ταυτοχρονισμού, το γνωστό net metering.
Στην ουσία καταργείται το μοναδικό κίνητρο που υφίσταται για να επενδύσουν οι μικρές βιομηχανίες σε ΦΒ στις βιομηχανικές στέγες, που τους βοηθούσε να μειώσουν το κόστος ενέργειας τους εν μέσω ενεργειακής κρίσης.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι μεγάλοι παίκτες να μονοπωλήσουν και τα πράσινα ΡΡΑς, επεκτείνοντας το μονοπώλιο τους και στην αγορά των ΑΠΕ.
Ως εκ τούτου βάσει των ανωτέρω, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα που να εξασφαλίζουν ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας για τις βιομηχανίες της χώρας, πολλές από αυτές, ατενίζοντας με αβεβαιότητα το 2023, εξετάζουν το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης της παραγωγής, ή και ακόμη αναστολής της λειτουργίας τους.
*Ο Αντώνης Κοντολέων είναι πρόεδρος του ΔΣ της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας
www.worldenergynews.gr