Στο 75% του μείγματος οι ΑΠΕ έως το 2040
Μετά το 2030 τοποθετεί το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) την υιοθέτηση μηχανισμού αποζημίωσης των μονάδων φυσικού αερίου για την παροχή ευελιξίας στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής. Και τούτο παρά το γεγονός ότι το σχετικό αίτημα τίθεται ήδη από τους ηλεκτροπαραγωγούς που υποστηρίζουν ότι με την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα και τη μειωμένη ζήτηση ειδικά την Άνοιξη και το Φθινόπωρο, οι μονάδες φυσικού αερίου υπολειτουργούν για αρκετές ώρες του 24ώρου ενώ παραμένουν απολύτως απαραίτητες για τις ώρες που δεν λειτουργούν οι μονάδες ΑΠΕ.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το ΕΣΕΚ, κατά την περίοδο 2030-40 οι ΑΠΕ θα ξεπερνούν το 75% στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, φτάνοντας πάνω από 99% στο τέλος της περιόδου, ενώ μονάδες ΦΑ (οι οποίες θα επηρεάζονται και από το αυξημένο κόστος δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου) θα συνεχίσουν να διατηρούν μετρήσιμο ποσοστό στο συνολικό μείγμα κατά την επόμενη δεκαετία.
Αναθεώρηση του μοντέλου αγοράς ηλεκτρισμού
Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται αναγκαία η αναθεώρηση του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρισμού προκειμένου να προσαρμοστεί σε ένα σύστημα όπου το μεταβλητό κόστος παραγωγής (κόστος καυσίμου) επηρεάζει ελάχιστα το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας (που θα είναι από ΑΠΕ), ενώ παραμένει η ανάγκη για κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής που θα εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την ασφαλή τροφοδοσία σε ακραίες συνθήκες.
Γι’αυτό, εκτιμάται ότι θα χρειασθεί σχεδιασμός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, καθώς την περίοδο 2030 - 2040 εκτιμάται περαιτέρω μείωση των ωρών λειτουργίας τους, λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας.
Το ΕΣΕΚ τονίζει ότι μονάδες φυσικού αερίου παραμένουν απαραίτητες για τη διασφάλιση της ευστάθειας και ασφάλειας τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος μέχρι το έτος 2050. Επίσης ενεργά παραμένουν τα δίκτυα φυσικού αερίου για την τροφοδοσία (μεταξύ άλλων) των μονάδων καθώς και για τη διακίνηση του βιομεθανίου, ενώ ενεργές σε ψυχρή εφεδρεία θα παραμείνουν οι πετρελαϊκές μονάδες στα τα νησιά για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (π.χ. λόγω βλάβης των ηλεκτρικών διασυνδέσεων).
Ειδικά για το μετασχηματισμό της αγοράς ηλεκτρισμού, το ΕΣΕΚ θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να ληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρωτοβουλία ανασχεδιασμού της αγοράς, προκειμένου να επιτευχθούν χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή και να γίνει δυνατή η μεταφορά του χαμηλότερου κόστους παραγωγής ΑΠΕ στην τελική τιμή καταναλωτή. Επιφυλακτικό παραμένει για το υδρογόνο, το οποίο βλέπει να εισχωρεί στο δίκτυο, σε μείγμα με το φυσικό αέριο μετά το 2035.
Στα 145 ευρώ/MWh το 2025 το κόστος ηλεκτρισμού
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ το συνολικό κόστος του ηλεκτρισμού (ενέργεια και δίκτυα) εκτιμάται στα 145 ευρώ/MWh το 2025, εκ των οποίων τα 90 ευρώ/MWh αντιστοιχούν στο κόστος της εγχεόμενης ενέργειας και τα 55 ευρώ στη μεταφορά και διανομή, στα 139 ευρώ/MWh το 2030, με το κόστος ενέργειας στα 85 ευρώ/MWh και των δικτύων στα 54 ευρώ/MWh. Tα επόμενα χρόνια το συνολικό κόστος (ενέργεια και δίκτυα) αποκλιμακώνεται, στα 125 ευρώ/MWh το 2035 στα 116, 109 και 96 ευρώ/MWh το 2040, το 2045 και το 2050 αντίστοιχα.
Για τη εκτίμηση αυτή, έχει γίνει η παραδοχή ότι οι χονδρική τιμή του φυσικού αερίου θα είναι σχετικά σταθερή στα 38 ευρώ/MWh μέχρι το έτος 2050 και ότι οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων θα κυμαίνονται στο επίπεδο των 80 ευρώ/ τόνο ως το 2030 για να εκτιναχθούν στη συνέχεια μέχρι 290 €/τόνο ως το 2040 και στα 490 €/τόνο ως το 2050. Από το 2027 στο σύστημα ρύπων θα ενταχθούν οι μεταφορές και οι υπόλοιποι τομείς, όπως τα κτίρια, αρχικά με μειωμένες μεταβατικές τιμές και πλήρως από το 2031.
Ωστόσο προβλέπεται μείωση τιμών του ηλεκτρισμού στον τελικό καταναλωτή με:
- Κατάργηση του ΕΤΜΕΑΡ όταν λήξουν οι συμβάσεις ΑΠΕ με τις υψηλές επιδοτήσεις, καθώς και κατάργηση των ΥΚΩ, όταν υλοποιηθούν οι διασυνδέσεις των νησιών.
- Ανάπτυξη των ΑΠΕ ισόρροπα ανά κατηγορία (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά) και επί τη βάσει προγραμματισμού βάσει των αναγκών, με κριτήριο την ελαχιστοποίηση των περικοπών και ταυτόχρονα ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας,
-Απόκρισης ζήτησης στις ώρες υπερπροσφοράς των ΑΠΕ,
-Συγκράτηση σε εύλογα επίπεδα του κόστους των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που σχετίζονται με την ανάπτυξη δικτύων σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωση, ως την οριστική εξάλειψη, των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που σχετίζονται με τις ΑΠΕ και συγκεκριμένα του ΕΤΜΕΑΡ.