Όλοι συμφωνούμε για την ανάγκη της σταδιακής μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας και την απεξάρτηση της οικονομίας μας από τα ορυκτά καύσιμα.
Η μετάβαση όμως σε μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα δεν μπορεί να επιτευχθεί ταχύτερα από την εξασφάλιση των πόρων και της απαραίτητης τεχνολογίας που θα καταστήσουν αυτή τη μετάβαση δίκαιη, ασφαλή και ανταγωνιστική για τη βιομηχανία, την ώρα μάλιστα που τα μέσα αυτά δεν θα είναι ισομερώς διαθέσιμα σε όλα κράτη της Ε.Ε.
Αποφασίστηκε στη χώρα μας ότι το καύσιμο «γέφυρα» θα είναι το φυσικό αέριο αλλά η εξασφάλιση της προμήθειας του φ.α αφέθηκε στους προμηθευτές και στην αφελή πεποίθηση ότι ικανές ποσότητες LNG θα είναι πάντα διαθέσιμες σε ανταγωνιστική τιμή από την Αμερική και το Κατάρ.
Οι χρηματιστηριακές τιμές του φ.α ( TTF) φαίνεται ότι έχουν σταθεροποιηθεί σε επίπεδα πάνω από τα 90 Ευρώ/ΜWh τους τελευταίους μήνες. Στη χώρα μας οι εισαγωγές σημαντικών ποσοτήτων φθηνού φ.α είτε μέσω ΤΑΠ, είτε μέσω συμφωνιών με Gazprom με ρήτρα πετρελαιοειδών δεν αντανακλώνται στις προσφορές στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά μεταφράζονται σε ουρανοκατέβατα κέρδη κάποιων μεγάλων παικτών.
Η επιβάρυνση στην ελληνική βιομηχανία λόγω της αύξησης των τιμών φ.α υπολογίζεται σε 65-70εκ/μήνα (αύξηση έως και 400%) ως προς την αρχή του έτους. Είναι προφανές ότι στις διαμορφούμενες συνθήκες λόγω της πράσινης μετάβασης απαιτείται η σύναψη μακροχρόνιων διακρατικών συμβάσεων με την Gazprom και τον ΤΑΠ , οι οποίες θα διασφαλίζουν αφενός την ασφάλεια επάρκειας, αφετέρου ότι οι όποιες φθηνότερες τιμές θα περάσουν στον καταναλωτή.
Αντίστοιχα η επιβάρυνση από την κατακόρυφη αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας πάνω από τα 250 Ευρώ/Μwh για τις βιομηχανίες στη Μέση Τάση, των οποίων οι συμβάσεις πλέον μεταφέρουν 100% τις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς, υπολογίζεται σε 150εκ/μήνα ως προς το πρώτο τρίμηνο, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής 20-40% σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους.
Η παρούσα κρίση αναδεικνύει τα χρόνια δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μιας αγοράς, η οποία παρά τον υποτιθέμενο εκσυγχρονισμό της στο πλαίσιο του target model, παρουσιάζει χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου.
Ο μόνος ανταγωνισμός στην αγορά περιορίζεται στις καταγγελίες των ιδιωτών εναντίον των χαμηλών τιμολογίων της ΔΕΗ στη λιανική και στην εμμονή του χρηματιστηρίου στη διατήρηση του περιορισμού των διμερών συμβολαίων που μπορούν να συνάπτουν οι προμηθευτές στο 20% επί των πωλήσεων τους. Οι αυξήσεις που καταγράφονται στις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές επιβαρύνουν σε πολύ μικρότερο βαθμό τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, οι οποίες καλύπτονται από διμερή συμβόλαια με σταθερές ανταγωνιστικές τιμές που υπογράφουν με μεγάλους παραγωγούς, καθώς μόλις το 15% της συνολικής κατανάλωσης περνάει μέσα από τις ευρωπαϊκές χονδρεμπορικές αγορές
Αντίθετα οι Έλληνες παραγωγοί με συμβατικές μονάδες, έχοντας εξασφαλισμένη την πώληση της παραγωγής τους σε υψηλές τιμές στη χονδρεμπορική αγορά, δεν προχωρούν στη διάθεση ποσοτήτων ενέργειας μέσω διμερών συμβολαίων με αποτέλεσμα να υπάρχει μηδενική ρευστότητα στην ελληνική προθεσμιακή αγορά.Έτσι οι βιομηχανίες και οι μικροί προμηθευτές βρέθηκαν εκτεθειμένοι στην έκρηξη των τιμών στην χονδρεμπορική αγορά που βιώνουμε σήμερα. Την ίδια στιγμή οι καθετοποιημένοι προμηθευτές με την ιδιότητα του παραγωγού, εξασφαλίζουν σημαντικά κέρδη επωφελούμενοι από την εκτόξευση των τιμών τόσο στην ημερήσια αγορά, όσο και στην αγορά εξισορρόπησης.
Διακριτή ρυθμιζόμενη χρέωση να παραμείνει το ΕΤΜΕΑΡ
Παρά την μεγάλη διείσδυση της «φθηνής» πράσινης ενέργειας στο μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας οι τιμές για τον καταναλωτή αντανακλούν το κόστος της εκάστοτε οριακής μονάδας παραγωγής προσαυξημένο με το κόστος για την εξασφάλιση των αναγκών του συστήματος σε εφεδρείες και εξισορρόπηση των αποκλίσεων, το οποίο βαίνει αυξανόμενο λόγω της μεγάλης διείσδυσης της στοχαστικής ενέργειας των ΑΠΕ.
Ορθώς η Ισπανική κυβέρνηση, αγνοώντας τις αγκυλώσεις και τους δογματισμούς των ευρωπαϊκών κανονισμών περί ελεύθερης αγοράς, πήρε διαρθρωτικά μέτρα ρύθμισης της αγοράς.
Ήτοι, μετακύλησε τα wind fall κέρδη των παραγωγών από πυρηνικά, Υ/Η, και ΑΠΕ ως έκπτωση στα τιμολόγια των καταναλωτών. Δεύτερο υποχρέωσε όλους τους παραγωγούς να διαθέτουν ποσότητες ενέργειας ίσες με το 6% της κατανάλωσης στην προθεσμιακή αγορά, ώστε οι μικροί προμηθευτές και οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές να μπορούν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από την διακύμανση των τιμών στην χονδρεμπορική αγορά.
Η Ε.Ε, δυστυχώς για μια ακόμη φορά, αρνείται να δεχθεί ότι απαιτείται η λήψη δομικών διαρθρωτικών μέτρων, όπως αυτά που έλαβε η Ισπανία, ίσως διότι δεν υφίστανται αντίστοιχες στρεβλώσεις στις ανταγωνιστικές αγορές του Βορρά.
Πάγια θέση των παραγωγών ΑΠΕ είναι το ΕΤΜΕΑΡ να ενσωματωθεί στο ανταγωνιστικό μέρος των τιμολογίων για προφανείς λόγους αποενοχοποίησης των ΑΠΕ, έτσι ώστε τυπικά να προκύπτει ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν επιβαρύνει τον καταναλωτή.
Λύση, η οποία όπως αποδείχθηκε στο πρόσφατο παρελθόν (ίδε ΠΧΦΕΛ), κατέληξε σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στη λιανική και σε αδικαιολόγητη επαχθή, αδιαφανή χρέωση στους επιλέξιμους βιομηχανικούς κλάδους, οι οποίοι ενώ δικαιούντο μειωμένης χρέωσης, δεν ήταν δυνατόν να λάβουν την εφαρμοζόμενη σε όλα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη προβλεπόμενη νόμιμη κρατική ενίσχυση.Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, πλην των Nordics, έχει επιλέξει ως πιο αξιόπιστη λύση τη διακριτή ρυθμιζόμενη χρέωση τύπου ΕΤΜΕΑΡ.
Οποιαδήποτε προσπάθεια να θεσπιστεί εκ νέου νέα χρέωση υπέρ ΑΠΕ, η οποία θα ενσωματώνεται στον ανταγωνιστικό μέρος των τιμολογίων, θα αντιμετωπιστεί ως εχθρική ενέργεια εναντίον της βιομηχανίας.
Τα όποια μέτρα προωθούνται από τους αρμοδίους για να ενισχύσουν τα πράσινα PPA με τη μεγάλη βιομηχανία σε ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας, αυτοαναιρούνται στην πράξη τόσο από την διατήρηση έως το 2025 των δημοπρασιών για σταθερές τιμές αποζημίωσης των παραγωγών ΑΠΕ εγγυημένες από το ελληνικό δημόσιο για 20 έτη, όσο και από τη λειτουργία ξέχωρης πλατφόρμας διαπραγμάτευσης πράσινων ενέργειας πέραν της χονδρεμπορικής αγοράς.
Η αντιμετώπιση της εκρηκτικής αύξησης του κόστους ενέργειας για τη βιομηχανία θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα για την κυβέρνηση, δεδομένου ότι συναρτάται με τη διατήρηση της θετικής αναπτυξιακής δυναμικής και των εξαγωγών της χώρας, τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, την απασχόληση, καθώς και τον περιορισμό του κινδύνου ενός πληθωριστικού κύκλου που θα είχε ολέθριες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
*Ο Αντώνης Κοντολέων είναι πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ)
www.worldenergynews.gr