Ο ΥΠΕΝ, κ. Θόδωρος Σκυλακάκης, δήλωσε πως η Ελλάδα έχει καλύψει τους στόχους της για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ενώ μέσω του ΕΣΕΚ, η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλάζοντας ριζικά το οικονομικό υπόβαθρο της χώρας, με καινούριες βιομηχανικές ευκαιρίες και μια ισχυρή Ελλάδα στις επόμενες δεκαετίες.
Ο υπουργός τόνισε στην τοποθέτησή του ότι το νέο ΕΣΕΚ έχει ένα ρεαλιστικό χαρακτήρα σε σχέση με τους στόχους και για την πορεία υλοποίησή τους, λαμβάνει υπόψιν του τρεις σημαντικές παραμέτρους.
Πρώτον, ότι η χώρα έχει υπερκαλύψει τους στόχους τόσο για διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όσο και για την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου τούτη την ώρα που μιλάμε. «Είμαστε πρωτοπόροι, μπορούμε ως Ελλάδα να πούμε ότι είμαστε πετυχημένοι και καλύτεροι από τους άλλους. Αυτό είναι η πρώτη διαπίστως».
Δεύτερον, ότι ακριβώς επειδή «υπάρχει αυτή η μη προϋπολογισμένη στους λογαριασμούς όλων δημοσιονομική και οικονομική επιβάρυνση, δηλαδή θα είναι και σε επίπεδο δημοσιονομικό και σε επίπεδο ΑΕΠ από την κλιματική κρίση πρέπει η μετάβασή μας να είναι όσο πιο οικονομικά αποτελεσματική και ρεαλιστική γίνεται».
Τρίτον, ότι «πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την αγορά. Κάθε σχέδιο για να είναι αποτελεσματικό πρέπει να είναι ρεαλιστικό. Για να είναι ρεαλιστικό πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις αντιδράσεις των ανθρώπων και των συστημάτων που διαχειριζόμαστε στα σχέδιά μας».
Ο Υπουργός σημείωσε πως στην προσπάθεια που γίνεται για την ενεργειακή μετάβαση, υπάρχει και μία βαθιά, οικονομική οπτική. «Με αυτό το σχέδιο, για πρώτη φορά μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αποκτήσει ενεργειακή, εθνική ανεξαρτησία» τόνισε ο κ. Σκυλακάκης, για να προσθέσει: «Το σχέδιο αυτό αλλάζει το βαθύτερο οικονομικό υπόβαθρο της χώρας. Αυτή η εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη, θα γίνεται μπροστά στα μάτια μας τα επόμενα χρόνια και δε θα την πιστεύουμε. Θα δημιουργήσει καινούριες οικονομικές και βιομηχανικές ευκαιρίες, μια πολύ σημαντική βελτίωση στο ισοζύγιό μας. Και αυτή η αλλαγή είναι η βάση για μία ισχυρή ελληνική οικονομία και για μία ισχυρή Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες».
Ο κ. Σκυλακάκης αναφέρθηκε, επίσης, στην πραγματική αλλαγή-όπως την χαρακτήρισε- που φέρνει το ΕΣΕΚ προς όφελος των καταναλωτών. Τόνισε πως «χάρη στις επενδύσεις που κάνουμε, οι οποίες έχουν πάρα πολύ χαμηλό οριακό κόστος, θα έχουμε πολύ φθηνή και άφθονη, καθαρή ενέργεια».
Δείτε ΕΔΩ τον νέο ΕΣΕΚΑλ. Σδούκου: Από το 2025 τα πορτοκαλί τιμολόγια
Η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τη σειρά της, κατά την παρουσίαση του νέου ΕΣΕΚ στην Τράπεζα της Ελλάδος, δήλωσε πως στις αρχές του 2025 θα εφαρμοστεί η δυναμική τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας (πορτοκαλί τιμολόγια) για τους επαγγελματικούς καταναλωτές.
Υπολογίζεται ότι στο τέλος του 2025, 1,5 εκατ. παροχές θα έχουν δυναμική τιμολόγηση.
Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο 60% περίπου της συνολικής κατανάλωσης.
Όπως είπε χαρακτηριστικά, «το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ πετυχαίνει δύσκολες και ευαίσθητες ισορροπίες, καθώς περιγράφει το όραμα και την φιλοδοξία της χώρας για την Κλιματική Δράση και την Ενεργειακή Μετάβαση, ενώ ταυτόχρονα εμφορείται, πλήρως, από ρεαλισμό και πραγματισμό». Επισήμανε πως το ΕΣΕΚ αποτελεί, ουσιαστικά, τον οδικό χάρτη για ένα νέο, αναπτυξιακό παραγωγικό μοντέλο της χώρας, με έμφαση στην πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση, τη μείωση του ενεργειακού κόστους, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και τη δημιουργία εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Επιπρόσθετα, ανέδειξε την κοινωνική διάσταση του ΕΣΕΚ, το οποίο περιλαμβάνει πληθώρα μέτρων πολιτικής που θα δώσουν στους πολίτες πρόσβαση σε άφθονη, καθαρή και προσιτή ενέργεια. Ειδική μνεία έκανε η κυρία Σδούκου στην αναμενόμενη συνεισφορά στην ανάπτυξη της οικονομίας, χάρη στις επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία που θα γίνουν, με μετρήσιμα αποτελέσματα στην αύξηση του ΑΕΠ και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Χαιρετίζοντας την εκδήλωση ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, επισήμανε: «Στην Τράπεζα της Ελλάδος ασχολούμαστε, συστηματικά, τα τελευταία 15 χρόνια, με τα θέματα του κλίματος και της βιωσιμότητας. Από το 2009, με τη δημιουργία της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), συμβάλλουμε, μέσω της έρευνας, στο κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής του κλίματος. Οι μελέτες μας έχουν δείξει πως το κόστος της κλιματικής αλλαγής προβλέπεται να βαίνει αυξανόμενο, όσο δεν λαμβάνονται μέτρα για να μετριαστεί το φαινόμενο. Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο και της συμμετοχής της στο οκταετές έργο LIFE-IP AdaptInGR (2019-2026) ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο να δημοσιοποιεί νέα αποτελέσματα μελετών, με επικαιροποιημένες προβλέψεις για τις κλιματικές μεταβολές των επόμενων δεκαετιών, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ευάλωτους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και την εκτίμηση τρωτότητας της ελληνικής οικονομίας στην κλιματική αλλαγή».
Ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, κ. Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, αναφέρθηκε, με τη σειρά του, στις τρεις προκλήσεις που έχει μπροστά του το ΕΣΕΚ, χαρακτηρίζοντάς το, «επαναστατικό» κείμενο. «Η πρώτη πρόκληση είναι συμπεριφορική, καθώς το ΕΣΕΚ αλλάζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και όπως κάθε αλλαγή, έχει να αντιμετωπίσει την αντίδρασή τους. Η δεύτερη είναι οικονομική, καθώς πρέπει να βρούμε τα χρήματα μέχρι το 2030 και το 2050 για την υλοποίηση των στόχων. Τέλος, η τρίτη πρόκληση έχει να κάνει με την ικανότητα υλοποίησης, με τους ανθρώπους, είτε κρατικούς φορείς είτε επιχειρήσεις είτε απλούς πολίτες που θα ενστερνιστούν και θα υλοποιήσουν αυτές τις συγκεκριμένες αλλαγές», σημείωσε.
Ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, κ. Πέτρος Βαρελίδης, χαρακτήρισε φιλόδοξο το νέο ΕΣΕΚ, το οποίο κινείται στο πλαίσιο του κλιματικού νόμου και εξήρε τον ρόλο που παίζει στην επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης η στήριξη της Κυβέρνησης. «Από την οπτική της περιβαλλοντικής αδειοδότησης και της αποδοχής των έργων που απαιτούνται από τους πολίτες, γνωρίζουμε τις δυσκολίες που υπάρχουν και θα πρέπει σε αυτή την κατεύθυνση να εργαστούμε όλοι για να υπερκεραστούν οι δυσκολίες. Στόχος είναι να έχουμε πράσινη μετάβαση με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον και πλήρως ενημερωμένους πολίτες», τόνισε.
Τον κύκλο των τοποθετήσεων έκλεισαν τα μέλη της Διυπουργικής Επιτροπής ΕΣΕΚ, ο καθηγητής του ΕΜΠ, κ. Παντελής Κάπρος και ο Πρόεδρος και Γενικός Διευθυντής του ΚΑΠΕ, κ. Δημήτρης Καρδοματέας.
Ο κ. Κάπρος τόνισε ότι «έχει επικρατήσει η εντύπωση ότι η ενεργειακή πράσινη μετάβαση έχει μεγάλο κόστος. Όλες οι αναλύσεις, όμως, καταλήγουν ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Αυτό που έχει σημασία στην οικονομία είναι το κόστος της υπηρεσίας που προσφέρει η ενέργεια στον καταναλωτή. Όντως η δαπάνη επένδυσης αυξάνεται. Αναφέρθηκε ο αριθμός 450 δισ. ευρώ συνολικά. Πρόκειται για επενδύσεις που θα γίνονταν ούτως η άλλως, απλά με λίγο μεγαλύτερο κόστος. Το “κλειδί” του μακροοικονομικού αντικτύπου είναι η ευκολία χρηματοδότησης αυτών των επιπλέον επενδύσεων».
Ο κ. Καρδοματέας επισήμανε ότι «το ΕΣΕΚ έχει φιλόδοξους στόχους. Ήδη η μείωση εκπομπών του θερμοκηπίου κατά 58% μέχρι το 2030 και 80% το 2050 είναι μεγάλες προκλήσεις. Εστιάσαμε στην ηλεκτροπαραγωγή, γιατί είναι ο μεγάλος ρυπαντής και οδηγεί σε μείωση κόστους. Η τεχνολογία είναι ώριμη, διαθέσιμη και οι επενδυτές υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να δούμε το χρόνο ωρίμανσης και τις δικαστικές διαδικασίες που δημιουργούν καθυστερήσεις και ήδη η κυβέρνηση εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση».
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Σκυλακάκη
Να ξεκινήσω λέγοντας ότι το ΕΣΕΚ το οποίο είναι το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα, αλλά στην πραγματικότητα ο σωστό τίτλος του είναι Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου.
Δεν είναι το εθνικό σχέδιο για την προσαρμογή στο νέο κλίμα. Το λέω αυτό γιατί με το άλλο μισό καπέλο, το οποίο είναι αόρατο, αλλά το φοράω, έχω την πολιτική ευθύνη για τα θέματα των δασών, της λειψυδρίας, των νερών γενικότερα και των πλημμυρών.
Για την χωροταξία, τα φαινόμενα της θερμικής νησίδας, για τα κομμάτια δηλαδή της προσαρμογής ή της κλιματικής κρίσης που είναι ήδη εδώ, τα οποία δεν καλύπτονται από αυτό το ενεργειακό κείμενο.
Και κάνω αυτήν την παρατήρηση, γιατί αυτό είναι μια θεμελιώδης αδυναμία της Ευρωπαϊκής πολιτικής και συνολικά της πολιτικής σε ολόκληρο τον πλανήτη στα θέματα του κλίματος.
Για λόγους που δεν θα κάτσω να τους εξηγήσω, γιατί πρέπει να κάνουμε ένα ιστορικό της κλιματικής παγκόσμιας πολιτικής. Κυριάρχησε η άποψη ότι θα προλάβουμε την κλιματική κρίση πριν αυτή εκδηλωθεί.
Συνεπώς θα πρέπει να ασχοληθούμε με το να την προλάβουμε κατά κύριο λόγο και όχι να τη διαχειριστούμε. Έλα ντε όμως που δεν την προλάβαμε.
Η κλιματική κρίση είναι ήδη εδώ με τεράστιες οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις. Το ότι έχουμε τα πιο ακραία φαινόμενα είτε στις φωτιές, είτε στις πλημμύρες, Daniel, είτε στους τυφώνες, βλέπετε Φλόριντα, είτε στα παρατεταμένα καλοκαίρια. Ουδέν κακόν, αμιγές καλού.
Ακόμη πάμε Οκτώβριο με αυτό το Σαββατοκύριακο με 34 βαθμούς.
Σημαίνει ότι έχουμε ήδη μπει στην κλιματική κρίση και σε αυτήν θα είμαστε μέσα οτιδήποτε και να κάνουμε για τα επόμενα 30 με 40 χρόνια. Δηλαδή, το καινούριο κλίμα είναι εδώ και δεν θα αλλάξει. Δεν ξέρουμε την έντασή του. Έχουμε πολύ λίγη πληροφόρηση, γιατί δεν έχουμε στατιστικά για το καινούριο κλίμα και αυτό εδώ το σχέδιο δεν καλύπτει την προσαρμογή σε αυτό το καινούριο κλίμα.
Άλλα πράγματα που κάνουμε το καλύπτουν, αλλά συνολικά και εδώ θα το πω και προς τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, και το λέω και προς τους υπεύθυνους της δημοσιονομικής μας πολιτικής, τον εαυτό μου τον .. δεν υπάρχει και το λέω και όπως πηγαίνω σε Συμβούλια Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας, δεν υπάρχει σοβαρό σχέδιο στην Ευρώπη για τις δημοσιονομικές και άλλες επιπτώσεις της προσαρμογής στο καινούριο κλίμα.
Υπάρχει όμως αυτή η προσπάθεια που κάνουμε για να αποτρέψουμε τα χειρότερα και να τα αποτρέψουμε ώστε η ζημιά που θα υπάρξει, να είναι περιορισμένη.
Το σχέδιό μας έχει ένα χαρακτήρα ρεαλισμού σε σχέση με τους στόχους και την πορεία που λαμβάνει υπόψη του δυο καινούργια γεγονότα, τρία μάλλον καινούργια γεγονότα που έχουμε από το ’19.
Το πρώτο είναι ότι η χώρα έχει υπερκαλύψει τους στόχους τους τόσο για διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όσο και για την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου τούτη την ώρα που μιλάμε. Είμαστε πρωτοπόροι, μπορούμε ως Ελλάδα να πούμε ότι είμαστε πετυχημένοι και καλύτεροι από τους άλλους. Αυτό είναι η πρώτη διαπίστωση.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η μη προϋπολογισμένη στους λογαριασμούς όλων δημοσιονομική και οικονομική επιβάρυνση, δηλαδή θα είναι και σε επίπεδο δημοσιονομικό και σε επίπεδο ΑΕΠ από την κλιματική κρίση πρέπει η μετάβασή μας να είναι όσο πιο οικονομικά αποτελεσματική και ρεαλιστική γίνεται.
Αν το λέγαμε στα αγγλικά θα λέγαμε πρέπει να …, να είναι δηλαδή εξαιρετικά υψηλής αποτελεσματικότητας και αυτή είναι η προσπάθεια αυτού του σχεδίου.
Και το τρίτο είναι ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την αγορά. Κάθε σχέδιο για να είναι αποτελεσματικό πρέπει να είναι ρεαλιστικό. Για να είναι ρεαλιστικό πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις αντιδράσεις των ανθρώπων και των συστημάτων που διαχειριζόμαστε στα σχέδιά μας.
Η κλασική αδυναμία γιατί έπεσε ο κομμουνισμός του σοβιετικού συστήματος ήταν ότι έφτιαχνε σχέδια που ήταν υπέροχα στο χαρτί αλλά δεν ελάμβαναν υπόψη τους πραγματικούς ανθρώπους και τις πραγματικές λειτουργίες των αγορών.
Όταν φτιάχνεις ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο που πρέπει να διατρέξεις τεράστιους τομείς της οικονομίας, όλη την οικονομία για τα επόμενα 40 χρόνια, 30 χρόνια, προφανώς πάρα πολλά θα συμβούν στην πορεία γεωπολιτικά, φυσικά φαινόμενα, αντιδράσεις των ανθρώπων τα οποία πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου.
Παράδειγμα, ηλεκτροκίνηση. Πάει πιο αργά από ότι λογαριάζαμε. Μετάβαση προς την ηλεκτρική ενέργεια για θέρμανση, πάει πιο αργά από ότι τη λογαριάζαμε.
Η κλιματική κρίση αλλάζει τις ανάγκες που θα έχουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις σε σχέση με την κατανάλωση της ενέργειας. Θα χρειαζόμαστε πολύ λιγότερη θέρμανση και πολύ περισσότερη ψύξη.
Τι σημαίνει αυτό; Η θέρμανση μπορεί να προέρχεται πολύ πιο εύκολα από τη μόνωση, η ψύξη πιο δύσκολα θα προέλθει από τη μόνωση. Αν έχεις ένα καλοκαίρι που θα κρατάει έξι μήνες θα χρειαστείς περισσότερη ενέργεια για να το διαχειριστείς από ότι χρειάζεσαι σήμερα.
Αυτές είναι αλλαγές που πρέπει, δεν μπορούμε όλες να τις βάλουμε μέσα σε αυτό το σχέδιο γιατί θα έχουμε υψηλά ποσοστά αβεβαιότητας σε όλα αυτά αλλά πρέπει ο σχεδιαστής να τις έχει στο μυαλό του.
Και αυτή η προσπάθεια που θα κάνουμε, που κάνουμε και θα κάνουμε, να έχει την απαραίτητη ευελιξία. Το σχέδιο να είναι ένας καθοδηγητής αλλά όχι τυφλός που να κοιτάει προς τα πίσω αλλά ανοιχτομάτης που να κοιτάει προς τα μπρος.
Η προσπάθεια την οποία κάνουμε μέσα από την ενεργειακή μετάβαση έχει και μια άλλη οπτική που είναι βαθιά οικονομική. Είναι ότι με αυτό το σχέδιο για πρώτη φορά μετά την βιομηχανική επανάσταση η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αποκτήσει ενεργειακή ανεξαρτησία.
Η Ελλάδα σήμερα και τα τελευταία πάρα πολλά χρόνια ήταν ενεργειακά εξαρτημένη από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Είχαμε για ένα κομμάτι του ηλεκτρισμού μας σημαντικό το λιγνίτη και το νερό, ποτέ δεν μας κάλυπτε όμως το 100% των αναγκών μας. Σας θυμίζω ότι τα νησιά μας όλα πάντοτε καλύπτονταν από εισαγόμενο πετρέλαιο.
Και όλο το υπόλοιπο, όλες οι υπόλοιπες ενεργειακές ανάγκες καλύπτονταν στην πραγματικότητα από εισαγόμενα καύσιμα. Είμαστε μία εισαγωγική και εξαρτημένη χώρα ενεργειακά.
Το σχέδιο αυτό οδηγεί στην εθνική ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλάζει το βαθύτερο οικονομικό υπόβαθρο αυτής της χώρας. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη και θα γίνεται μπροστά στα μάτια μας τα επόμενα χρόνια και δε θα το πιστεύουμε.
Θα δημιουργήσει καινούριες οικονομικές και βιομηχανικές ευκαιρίες, θα δημιουργήσει πολύ σημαντική βελτίωση στο ισοζύγιό μας, το εξωτερικό μας ισοζύγιο που είναι μία διαχρονική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας από τότε που υπάρχει το ελληνικό κράτος.
Και αυτή η αλλαγή, αν μπορέσουμε να διαχειριστούμε και το θέμα του δημογραφικού, είναι η βάση η μακροπρόθεσμη για μία ισχυρή ελληνική οικονομία και για μία ισχυρή Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες.
Τώρα, πάμε σε κάτι ακόμη το οποίο είναι πολύ σημαντικό σε σχέση με το ίδιο το σχέδιο. Το σχέδιο απαιτεί τεράστιες επενδύσεις. Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι πάρα πολύ μεγάλες, υπερβαίνουν αυτές οι επενδύσεις μαζί και με τις επενδύσεις που θα είναι αναγκαίες για πρόληψη ή διαχείριση των καταστροφών, της δαπάνης για διαχείριση των καταστροφών και τις επενδύσεις για πρόβλεψη, των κλιματικών καταστροφών, κατά πολύ τις οικονομικές μας δυνατότητες.
Για να το φέρουμε εις πέρας αυτό το πράγμα με επιτυχία θα πρέπει και οι επενδύσεις μας, ξαναλέω, να είναι όλες υψηλής απόδοσης. Δεν υπάρχει χώρος για να επιδοτήσουμε, όπως φαντασιωνόμαστε, τις τεράστιες δαπάνες αυτής της μετάβασης.
Εφτά προϋπολογισμοί του κράτους δεν χωράνε για να επιδοτήσεις αυτή την μετάβαση. Το λέω, για να είμαστε ρεαλιστές σε αυτούς που κοιτούν το ΕΣΕΚ και βλέπουν μέσα εύκολες επιδοτήσεις.
Δεν είναι το κλειδί οι επιδοτήσεις, το κλειδί είναι οι αποτελεσματικές επενδύσεις, που απαιτούν φορείς του να είναι υγιείς για να μπορούν να δανείζονται και να αποπληρώνουν τις επενδύσεις αυτές μέσα από το δανεισμό και προπαντός απαιτούν να μην κάνουμε μεγάλα λάθη.
Τα μικρά λάθη είναι στη ζωή και είναι αναπόφευκτα, τα μεγάλα θα πρέπει να αποφύγουμε και έχουμε κάνει μεγάλα λάθη στο παρελθόν σε σχέση με την ενεργειακή μετάβαση, πληρώνουμε σήμερα πιο πολλά χρήματα από ότι θα έπρεπε για παλαιές επιδοτήσεις. Αυτό είναι σαφές.
Φτιάξαμε κατά καιρούς θηριώδη εργοστάσια, τα οποία τώρα θα χρειαστεί να κλείσουν, γιατί δεν είναι πια οικονομικά αποτελεσματικά. Ονόματα δε λέμε, γιατί δεν είναι ανάγκη τώρα να ανοίξω αυτό το θέμα.
Αλλά είναι σημαντικό να καταλάβουμε, εάν δεν κάνουμε τις σωστές επενδύσεις, αν δεν είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί, αν οι προβλέψεις μας δεν είναι ρεαλιστικές, εάν ακολουθούμε τις κατά καιρούς μόδες, τότε αυτό το σχέδιο ή και όποιο σχέδιο θα αποτύχει.
Εγώ όμως είμαι αισιόδοξος από τη φύση μου, έλεγε ένας πολύ σημαντικός Ευρωπαίος πολιτικός, με τον οποίον έχουμε από φιλία και εξαιρετική συμπάθεια, ο κ. Κόστερ, μου έλεγε πάντα ότι «η αισιοδοξία στην πολιτική είναι ηθικό καθήκον».
Εγώ λοιπόν είμαι αισιόδοξος και κυρίως είμαι αισιόδοξος γιατί με τα σωστά και τα λάθη η πορεία που έχουμε ξεκινήσει με την τεράστια είσοδο των ανανεώσιμων πηγών είναι μία πορεία που μας βάζει σε άλλο οικονομικό επίπεδο και αν τη διαχειριστούμε σωστά στα επόμενα χρόνια μπορούμε αυτό το σχέδιο να το κάνουμε πραγματικότητα και αυτό το μεγάλο όραμα της κλιματικής προσαρμογής, με ταυτόχρονη επίτευξη για πρώτη φορά εθνικής ενεργειακής ανεξαρτησίας, θα γίνει πραγματικότητα.