Τι λέει για την εξόρυξη των υδρογονανθράκων το ΙΕΝΕ
Το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), συμμετέχοντας στην δημόσια διαβούλευση του ΥΠΕΝ για το υπό διαμόρφωση νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), υπέβαλε συγκεκριμένα σχόλια και παρατηρήσεις στο προτεινόμενο κείμενο του ΥΠΕΝ στο www.opengov.gr.
Η ανακοίνωση του ΙΕΝΕ
Μια γενική παρατήρηση του ΙΕΝΕ είναι ότι το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ χαρακτηρίζεται από τον μεγάλο όγκο του και το πλήθος των πληροφοριών που περιλαμβάνει, την εμπεριστατωμένη έρευνα και επεξεργασία των δεδομένων και από τους φιλόδοξους στόχους για το 2030 και 2050, για τους οποίους χρειάζονται πολλές ρυθμίσεις και αποφάσεις από τον κρατικό τομέα.
Πρακτικά, όμως, η χρήση του για τις εφαρμογές θα αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οπότε προτείνεται η εκπόνηση ενός εύχρηστου εγχειριδίου που θα περιλαμβάνει το «δια ταύτα» (implementation plans), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε αυτά που πρέπει να γίνουν έγκαιρα από τον κρατικό τομέα για να προωθηθούν οι επενδύσεις.
Το νέο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ είναι σαφώς πιο ρεαλιστικό σε σχέση με το προηγούμενο, παρατηρεί το ΙΕΝΕ, έχοντας διορθώσει υπερβολές χωρίς ωστόσο να αποφεύγει τις ασάφειες και τις αποσπασματικές μόνο αναφορές σε σημαντικά θέματα (π.χ. εξόρυξη υδρογονανθράκων).
Παρά την πρώτη θετική εντύπωση που δημιουργεί σχετικά με την καθολική πραγμάτευση όλων των θεμάτων που άπτονται άμεσα και έμμεσα με τον τομέα της ενέργειας, ωστόσο ολοκληρώνοντας κανείς την μελέτη του διαπιστώνει ότι κάποια θέματα δεν έχουν διερευνηθεί σε βάθος και με την ανάλογη προσοχή και συσχέτιση με συναφείς τομείς.
Εντύπωση δε προκαλεί ότι ο κύριος άξονάς του είναι μόνο κλιματοκεντρικός, ενώ δημιουργούνται αρκετά ερωτηματικά τόσο για την οικονομική βιωσιμότητα του όλου στρατηγικού πλαισίου ανάπτυξης (υπερβολική ανάπτυξη των ΑΠΕ) όσο και για την εμμονή σε νέες τεχνολογίες (πράσινο υδρογόνο, συνθετική αμμωνία, ανθρακούχα συνθετικά καύσιμα βιομεθάνιο) για τα οποία το ίδιο το ΕΣΕΚ σε κάποια σημεία μιλάει με επιφύλαξη ως μη δοκιμασμένα σε ευρεία κλίμακα και σε οικονομίες κλίμακας.
Πέρα από τις διάφορες γενικές παρατηρήσεις, το ΙΕΝΕ υπέβαλε και πιο εξειδικευμένα σχόλια που κάλυψαν το ευρύτερο ενεργειακό σύστημα της Ελλάδας.
Ειδικότερα:
Αναφέρονται στο ΕΣΕΚ οι στόχοι για τις ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά), αύξηση κατά 10 GW το 2030, από 12.5 GW τον Μάιο 2024 σε 22.4 GW το 2030, όπως και στον προϋπολογισμό για τις αναγκαίες επενδύσεις. Ανάλογοι στόχοι τίθενται και μέχρι το 2050 σε ΑΠΕ και μπαταρίες.
Μέχρι το 2030, όμως, ένα μέρος των ΑΠΕ, ιδιαίτερα εκείνων που εγκαταστάθηκαν στη χώρα πριν το 2010, κλείνοντας το όριο τεχνικής και οικονομικής ζωής τους, πρέπει να αντικατασταθούν, ενώ για το 2050 σχεδόν όλες οι ΑΠΕ που λειτουργούν σήμερα (12.5 GW) θα πρέπει να αντικατασταθούν.
Σχετικά με τις μπαταρίες που θα εγκατασταθούν μέχρι το 2030, αυτές θα πρέπει να αντικατασταθούν στην δεκαετία 2040-2050. Επομένως, χρειάζεται αναπροσαρμογή των στόχων προς τα πάνω για νέες ΑΠΕ και για μπαταρίες, οπότε θα πρέπει να συνυπολογίζονται στον σχετικό προϋπολογισμό, καθώς και για τις σχετικές δράσεις και χρηματοδοτήσεις.
Αναφορικά με τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, ο στόχος του 1.9 GW μέχρι το 2030 αν και απόλυτα εφικτός από πλευράς παραγωγής, κατασκευής και εγκατάστασης των απαραίτητων υποδομών τίθεται υπό αμφισβήτηση – μετά την πρόσφατη απόφαση του ΚΑΣ που σημαίνει περιορισμό της εγκατεστημένης ισχύος στα 500MW το πολύ – λόγω αδυναμίας επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 νμ, ιδίως σε Κρήτη και Αιγαίο, μετά την αποτυχία της πολιτείας να ανακηρύξει ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο όλα αυτά τα χρόνια.
Εάν η Ελλάδα είχε προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών υδάτων σε Κρήτη και νησιά στα 12 νμ και είχε ανακηρύξει ΑΟΖ θα μπορούσε άνετα να μεταφέρει σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από την ξηρά τις τοποθεσίες των αιολικών πάρκων και άρα να πετύχει τον στόχο του 1.9 GW.
Επίσης, αποτελεί σοβαρή παράλειψη του ΕΣΕΚ ότι δεν θέτει στόχους για πολύ μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύ υπεράκτιων αιολικών πάρκων λχ. στα 20 και τα 30 GW μέχρι το 2035 και 2040 με δεδομένο το πολύ υψηλό αιολικό δυναμικό των Ελληνικών θαλασσών. Μόνο εάν τεθούν στόχοι αυτής της τάξης θα μπορέσει η Ελλάδα να στήσει την απαραίτητη αλυσίδα παραγωγής αποκτώντας τεχνογνωσία, εγχώρια παραγωγική δυναμικότητα και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.
Αναφερόμενο στην μεγάλη διείσδυση 76.8% ΑΠΕ στην ηλεκτρική ενέργεια το 2030 στο ΕΣΕΚ δεν γίνεται μνεία για τυχόν απόρριψη πλεονάζουσας παραγωγής των ΑΠΕ, το οποίο αποτελεί πλέον καθημερινό φαινόμενο. Θα ήταν χρήσιμο να υπάρξει λεπτομερής αναφορά στο θέμα της απόρριψης φορτίων, ώστε να ακολουθήσει έρευνα και αναζήτηση λύσεων για βέλτιστη αντιμετώπιση από τώρα.
Το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας είναι πλήρως υποβαθμισμένο στο ΕΣΕΚ, όπως διαπιστώνει το ΙΕΝΕ, αφού οι προτάσεις που κατατίθενται κρίνονται ανεπαρκέστατες και προς λάθος κατεύθυνση. Λχ. η στόχευση για την ανάδειξη της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο δεν απαντά το κεφαλαιώδες ερώτημα της βελτίωσης της ενεργειακής ασφάλειας. Η ανάδειξη της χώρας σε κόμβο προμήθειας και μεταφοράς ενέργειας (πετρέλαιο, φ. αέριο, ηλεκτρισμός) δεν σημαίνει ότι αυτόματα βελτιώνεται η ενεργειακή ασφάλεια.
Με το ΕΣΕΚ να αποτελεί ουσιαστικά ένα εγχειρίδιο στόχων πολιτικής, προξενεί τεράστια εντύπωση η απουσία στόχων για την βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας μέσω της μείωσης της ενεργειακής της εξάρτησης. Σήμερα υπολογίζεται (2023) ότι η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας αγγίζει το πολύ υψηλό ποσοστό του 80%.
Γιατί άραγε δεν τίθενται στόχοι για μείωση του επικίνδυνου αυτού ποσοστού τουλάχιστον προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο του 60% μέχρι το 2030 και στο 40% ή και χαμηλότερα μέχρι το 2035; Αυτό βέβαια θα προϋπέθετε την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων κάτι για το οποίο το ΕΣΕΚ δεν θέτει ουδένα στόχο.
Δυστυχώς, το τεράστιο θέμα της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας υποβαθμίζεται πλήρως στο ΕΣΕΚ, το οποίο σκόπιμα αποφεύγει να θέσει ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους αφού το όλο θέμα είναι άμεσα συνυφασμένο με την εξωτερική πολιτική και την εξάσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στις ελληνικές θάλασσες.
Σε ό,τι αφορά στην εξόρυξη υδρογονανθράκων και την εκμετάλλευσή τους, αν και ιδιαίτερα σημαντικό για την επιβίωση και λειτουργία του ελληνικού ενεργειακού συστήματος και την μείωση των εισαγωγών (που επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών), το θέμα θίγεται ακροθιγώς.
Ενώ αναφέρεται ότι αποτελεί άξονα της ενεργειακής πολιτικής για την επόμενη περίοδο χωρίς όμως να αναλύεται καθόλου πώς τελικά ενσωματώνεται στο ευρύτερο πλαίσιο αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πηγών.
Η ανακοίνωση του ΙΕΝΕ
Μια γενική παρατήρηση του ΙΕΝΕ είναι ότι το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ χαρακτηρίζεται από τον μεγάλο όγκο του και το πλήθος των πληροφοριών που περιλαμβάνει, την εμπεριστατωμένη έρευνα και επεξεργασία των δεδομένων και από τους φιλόδοξους στόχους για το 2030 και 2050, για τους οποίους χρειάζονται πολλές ρυθμίσεις και αποφάσεις από τον κρατικό τομέα.
Πρακτικά, όμως, η χρήση του για τις εφαρμογές θα αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οπότε προτείνεται η εκπόνηση ενός εύχρηστου εγχειριδίου που θα περιλαμβάνει το «δια ταύτα» (implementation plans), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε αυτά που πρέπει να γίνουν έγκαιρα από τον κρατικό τομέα για να προωθηθούν οι επενδύσεις.
Το νέο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ είναι σαφώς πιο ρεαλιστικό σε σχέση με το προηγούμενο, παρατηρεί το ΙΕΝΕ, έχοντας διορθώσει υπερβολές χωρίς ωστόσο να αποφεύγει τις ασάφειες και τις αποσπασματικές μόνο αναφορές σε σημαντικά θέματα (π.χ. εξόρυξη υδρογονανθράκων).
Παρά την πρώτη θετική εντύπωση που δημιουργεί σχετικά με την καθολική πραγμάτευση όλων των θεμάτων που άπτονται άμεσα και έμμεσα με τον τομέα της ενέργειας, ωστόσο ολοκληρώνοντας κανείς την μελέτη του διαπιστώνει ότι κάποια θέματα δεν έχουν διερευνηθεί σε βάθος και με την ανάλογη προσοχή και συσχέτιση με συναφείς τομείς.
Εντύπωση δε προκαλεί ότι ο κύριος άξονάς του είναι μόνο κλιματοκεντρικός, ενώ δημιουργούνται αρκετά ερωτηματικά τόσο για την οικονομική βιωσιμότητα του όλου στρατηγικού πλαισίου ανάπτυξης (υπερβολική ανάπτυξη των ΑΠΕ) όσο και για την εμμονή σε νέες τεχνολογίες (πράσινο υδρογόνο, συνθετική αμμωνία, ανθρακούχα συνθετικά καύσιμα βιομεθάνιο) για τα οποία το ίδιο το ΕΣΕΚ σε κάποια σημεία μιλάει με επιφύλαξη ως μη δοκιμασμένα σε ευρεία κλίμακα και σε οικονομίες κλίμακας.
Πέρα από τις διάφορες γενικές παρατηρήσεις, το ΙΕΝΕ υπέβαλε και πιο εξειδικευμένα σχόλια που κάλυψαν το ευρύτερο ενεργειακό σύστημα της Ελλάδας.
Ειδικότερα:
Αναφέρονται στο ΕΣΕΚ οι στόχοι για τις ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά), αύξηση κατά 10 GW το 2030, από 12.5 GW τον Μάιο 2024 σε 22.4 GW το 2030, όπως και στον προϋπολογισμό για τις αναγκαίες επενδύσεις. Ανάλογοι στόχοι τίθενται και μέχρι το 2050 σε ΑΠΕ και μπαταρίες.
Μέχρι το 2030, όμως, ένα μέρος των ΑΠΕ, ιδιαίτερα εκείνων που εγκαταστάθηκαν στη χώρα πριν το 2010, κλείνοντας το όριο τεχνικής και οικονομικής ζωής τους, πρέπει να αντικατασταθούν, ενώ για το 2050 σχεδόν όλες οι ΑΠΕ που λειτουργούν σήμερα (12.5 GW) θα πρέπει να αντικατασταθούν.
Σχετικά με τις μπαταρίες που θα εγκατασταθούν μέχρι το 2030, αυτές θα πρέπει να αντικατασταθούν στην δεκαετία 2040-2050. Επομένως, χρειάζεται αναπροσαρμογή των στόχων προς τα πάνω για νέες ΑΠΕ και για μπαταρίες, οπότε θα πρέπει να συνυπολογίζονται στον σχετικό προϋπολογισμό, καθώς και για τις σχετικές δράσεις και χρηματοδοτήσεις.
Αναφορικά με τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, ο στόχος του 1.9 GW μέχρι το 2030 αν και απόλυτα εφικτός από πλευράς παραγωγής, κατασκευής και εγκατάστασης των απαραίτητων υποδομών τίθεται υπό αμφισβήτηση – μετά την πρόσφατη απόφαση του ΚΑΣ που σημαίνει περιορισμό της εγκατεστημένης ισχύος στα 500MW το πολύ – λόγω αδυναμίας επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 νμ, ιδίως σε Κρήτη και Αιγαίο, μετά την αποτυχία της πολιτείας να ανακηρύξει ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο όλα αυτά τα χρόνια.
Εάν η Ελλάδα είχε προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών υδάτων σε Κρήτη και νησιά στα 12 νμ και είχε ανακηρύξει ΑΟΖ θα μπορούσε άνετα να μεταφέρει σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από την ξηρά τις τοποθεσίες των αιολικών πάρκων και άρα να πετύχει τον στόχο του 1.9 GW.
Επίσης, αποτελεί σοβαρή παράλειψη του ΕΣΕΚ ότι δεν θέτει στόχους για πολύ μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύ υπεράκτιων αιολικών πάρκων λχ. στα 20 και τα 30 GW μέχρι το 2035 και 2040 με δεδομένο το πολύ υψηλό αιολικό δυναμικό των Ελληνικών θαλασσών. Μόνο εάν τεθούν στόχοι αυτής της τάξης θα μπορέσει η Ελλάδα να στήσει την απαραίτητη αλυσίδα παραγωγής αποκτώντας τεχνογνωσία, εγχώρια παραγωγική δυναμικότητα και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.
Αναφερόμενο στην μεγάλη διείσδυση 76.8% ΑΠΕ στην ηλεκτρική ενέργεια το 2030 στο ΕΣΕΚ δεν γίνεται μνεία για τυχόν απόρριψη πλεονάζουσας παραγωγής των ΑΠΕ, το οποίο αποτελεί πλέον καθημερινό φαινόμενο. Θα ήταν χρήσιμο να υπάρξει λεπτομερής αναφορά στο θέμα της απόρριψης φορτίων, ώστε να ακολουθήσει έρευνα και αναζήτηση λύσεων για βέλτιστη αντιμετώπιση από τώρα.
Το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας είναι πλήρως υποβαθμισμένο στο ΕΣΕΚ, όπως διαπιστώνει το ΙΕΝΕ, αφού οι προτάσεις που κατατίθενται κρίνονται ανεπαρκέστατες και προς λάθος κατεύθυνση. Λχ. η στόχευση για την ανάδειξη της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο δεν απαντά το κεφαλαιώδες ερώτημα της βελτίωσης της ενεργειακής ασφάλειας. Η ανάδειξη της χώρας σε κόμβο προμήθειας και μεταφοράς ενέργειας (πετρέλαιο, φ. αέριο, ηλεκτρισμός) δεν σημαίνει ότι αυτόματα βελτιώνεται η ενεργειακή ασφάλεια.
Με το ΕΣΕΚ να αποτελεί ουσιαστικά ένα εγχειρίδιο στόχων πολιτικής, προξενεί τεράστια εντύπωση η απουσία στόχων για την βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας μέσω της μείωσης της ενεργειακής της εξάρτησης. Σήμερα υπολογίζεται (2023) ότι η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας αγγίζει το πολύ υψηλό ποσοστό του 80%.
Γιατί άραγε δεν τίθενται στόχοι για μείωση του επικίνδυνου αυτού ποσοστού τουλάχιστον προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο του 60% μέχρι το 2030 και στο 40% ή και χαμηλότερα μέχρι το 2035; Αυτό βέβαια θα προϋπέθετε την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων κάτι για το οποίο το ΕΣΕΚ δεν θέτει ουδένα στόχο.
Δυστυχώς, το τεράστιο θέμα της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας υποβαθμίζεται πλήρως στο ΕΣΕΚ, το οποίο σκόπιμα αποφεύγει να θέσει ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους αφού το όλο θέμα είναι άμεσα συνυφασμένο με την εξωτερική πολιτική και την εξάσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στις ελληνικές θάλασσες.
Σε ό,τι αφορά στην εξόρυξη υδρογονανθράκων και την εκμετάλλευσή τους, αν και ιδιαίτερα σημαντικό για την επιβίωση και λειτουργία του ελληνικού ενεργειακού συστήματος και την μείωση των εισαγωγών (που επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών), το θέμα θίγεται ακροθιγώς.
Ενώ αναφέρεται ότι αποτελεί άξονα της ενεργειακής πολιτικής για την επόμενη περίοδο χωρίς όμως να αναλύεται καθόλου πώς τελικά ενσωματώνεται στο ευρύτερο πλαίσιο αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πηγών.
www.worldenergynews.gr