Η άνοδος των τιμών και οι κινήσεις του ΥΠΕΝ
Η επιστροφή μέρους των επιδοτήσεων που δόθηκαν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης και η οποία προκαλεί εντονότατες αντιδράσεις, είναι βέβαιο πως θα αποτελέσει μόνο το πρώτο επεισόδιο ενός κύκλου αναταραχής γύρω από τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Θα ακολουθήσει η υπόθεση των επιστροφών του μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ και βεβαίως είναι σε εξέλιξη ένα ράλι τιμών στην χονδρική αγορά το οποίο μήνα με τον μήνα μετακυλιέται στους τελικούς καταναλωτές.
Η κυβέρνηση στην προσπάθεια της να ανταποκριθεί με ταχύτητα στα προβλήματα που ανακύπτουν, αλλά και να αποφύγει το πολιτικό κόστος που προκαλεί η άνοδος των τιμών της ενέργειας, αποδεικνύεται ότι λαμβάνει πρόχειρες αποφάσεις καλύπτοντας τα προβλήματα κάτω από το χαλί και σπρώχνοντας την επίλυση τους σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Πρώτη απόδειξη αποτελούν οι επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με παροχή ισχύος έως «35 KVA», όπως είναι η κωδική ονομασία που επικράτησε στην ενεργειακή αγορά για την όλη υπόθεση.
Οι επιδοτήσεις ξεκίνησαν να καταβάλλονται από τους προμηθευτές τον Φεβρουάριο του 2022 (διήρκεσαν έως τον Οκτώβριο του 2023), με μόνο νομιμοποιητικό έγγραφο, επιστολές που έλαβαν από τον τότε υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα.
Η υποβολή του αιτήματος έγκρισης της επιδότησης στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έγινε ετεροχρονισμένα και από την απάντηση της Επιτροπής προέκυψε πως μια σειρά από επιχειρήσεις που έχουν εξαντλήσει το πλαφόν των επιδοτήσεων από την Ε.Ε. (κανόνας de minimis), θα έπρεπε να επιστρέψουν χρήματα. Αυτό έγινε στο τέλος του 2022. Σήμερα ενάμιση χρόνο μετά και αφού έχουν εκδοθεί δυο σχετικές υπουργικές αποφάσεις ο λογαριασμός έφθασε στους τελικούς καταναλωτές και οι αντιδράσεις είναι σφοδρές τόσο από τον επιχειρηματικό, όσο και από τον πολιτικό κόσμο.
Η δεύτερη ΚΥΑ μετά τις ευρωεκλογές
Μάλιστα σε πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση υφίσταται κριτική όχι μόνο για την προχειρότητα με την οποία αντιμετώπισε το ζήτημα αλλά και για την «πονηριά» να εκδώσει την δεύτερη ΚΥΑ την επόμενη ημέρα των Ευρωεκλογών, προφανώς συνυπολογίζοντας τον πολιτικό αντίκτυπο από τις αντιδράσεις που θα προκαλούσαν οι επιστροφές.
Έχει προηγηθεί μεγάλος θόρυβος από την πλευρά των προμηθευτών οι οποίοι μετά την εγκριτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κλήθηκαν να ζητήσουν την επιστροφή χρημάτων από τους πελάτες τους χωρίς να είναι σε θέση ούτε να ελέγξουν το ύψος των επιστροφών, αλλά ούτε και ως ιδιωτικές επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε αναγκαστικές εισπράξεις, με κίνδυνο να φορτωθούν σημαντικές επισφάλειες.
Το συνολικό ύψος των επιδοτήσεων που δόθηκαν στις επιχειρήσεις των 35 KVA, ανήλθε σε περίπου 800 εκατ. ευρώ και αφορούσε 1,2 εκατ. δικαιούχους. Σήμερα πλέον έχει γίνει γνωστό ότι οι επιστροφές ανέρχονται σε 1 εκατ. ευρώ, που μοιράζεται σε 2.219 επιχειρήσεις, κυρίως εστιατόρια, φούρνους, κομμωτήρια, εμπορικά καταστήματα, μίνι μάρκετ κλπ.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης αντιμέτωπος με τη σκληρή κριτική από το σύνολο των φορέων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (Επαγγελματικό Επιμελητήριο της Αθήνας, Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας, ΕΣΕΕ κπλ) αλλά και από το ΠΑΣΟΚ, επιχειρεί να απαντήσει δια της επιθέσεως. Αποδίδει στον θόρυβο πολιτικά κίνητρα σημειώνοντας ότι ξεκίνησε από εφημερίδα της αντιπολίτευσης, τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Παύλο Πολάκη και τον πρόεδρο του ΕΕΑ Γιάννη Χατζηθεοδοσίου. Προσθέτει ότι οι επιχειρήσεις δεν είναι απλοί καταναλωτές και δεν δικαιούνται να υποστηρίζουν πως δεν γνώριζαν το ύψος των επιδοτήσεων που έχουν λάβει, ενώ βάζει μια ακόμη παράμερο στο πρόβλημα η οποία είναι βέβαιο ότι θα ανοίξει έναν νέον κύκλο σκληρής κριτικής στην κυβέρνηση.
Στο 1 εκατ. ευρώ οι επιστροφές
Σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη πέραν του 1 εκατ. ευρώ που πρέπει να επιστραφεί από κάποιες επιχειρήσεις με μέσο ύψος οφειλής τα 142 ευρώ, υπάρχουν και 4,240 εκατ. ευρώ που θα πρέπει να πιστωθούν σε επιχειρήσεις.
Οι επιστροφές αυτές προκύπτουν λόγω των καθυστερημένων εκκαθαρίσεων της καταναλωθείσας ενέργειας από τον ΔΕΔΔΗΕ. Δηλαδή ο ΔΕΔΔΗΕ μετά από δυο χρόνια κοινοποίησε στους προμηθευτές την οριστική κατανάλωση των πελατών τους κατά την επίμαχη περίοδο. Από αυτή προκύπτει ότι κάποιοι καταναλωτές είχαν πληρώσει εν μέσω ενεργειακής κρίσης για μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας από αυτές που είχαν καταναλώσει και τώρα θα πρέπει να τους επιστραφούν χρήματα.
Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται ένα ακόμη πρόβλημα της αγοράς το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας και μέχρι στιγμής εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι δεν τα καταφέρνει.
Το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο λειτουργίας του ΔΕΔΔΗΕ ο οποίος χρειάζεται δυο, τρία ή και τέσσερα χρόνια να αντιστοιχίσει τα πραγματικά δεδομένα ζήτησης και κατανάλωσης ενέργειας με τους έναντι λογαριασμούς οι οποίοι εκδίδονται με βάση ιστορικά στοιχεία και πλέον δεν είναι ενιαίοι αλλά «σπάνε» σε επιμέρους τμήματα (ρυθμιζόμενες και ανταγωνιστικές χρεώσεις). Κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία (τέλη χρήσης δικτύου και συστήματος, ΕΤΜΕΑΡ κλπ.) πρέπει να προσδιοριστεί ξεχωριστά, ώστε να γνωρίζουν οι καταναλωτές τι πληρώνουν αλλά και οι προμηθευτές τι χρεώνουν. Στο παρελθόν, όταν υπήρχε μόνο ένας προμηθευτής, η ΔΕΗ, που προσέφερε σταθερά τιμολόγια ενέργειας σε όλους τους καταναλωτές, όλα αυτά ήταν πολύ απλούστερα. Οι υπολογισμοί γίνονταν εντός της επιχείρησης και αναλόγως προσδιορίζονταν τα τιμολόγια που παρέμεναν σταθερά για μακρύ χρονικό διάστημα, πολλές φορές και για χρόνια.
Οι επιπτώσεις του μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ
Σήμερα πλέον τα πράγματα είναι διαφορετικά και το ΥΠΕΝ, καλείται να διαμορφώσει σταθερούς κανόνες. Το επόμενο πρόβλημα με σοβαρότατες οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και πολιτικές επιπτώσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο. Η συνολική αξία του, υπολογίζεται σε 600 εκατ. ευρώ και ο λογαριασμός δεν έχει βγει ακόμη. Ο λόγος για το λεγόμενο μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ.
Ο ΔΕΔΔΗΕ ολοκλήρωσε πρόσφατα τις εκκαθαρίσεις του ΕΤΜΕΑΡ (του τέλους που πληρώνουν όλοι οι καταναλωτές για τις ΑΠΕ) για τα έτη 2019 και 2020. Από αυτές προκύπτει ότι μια σειρά από επιχειρήσεις κυρίως του εμπορικές και τουριστικές πλήρωσε μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ χωρίς να δικαιούται την έκπτωση. Το συνολικό ποσό για τη διετία 2019-2020 ανέρχεται σε 130 εκατ. ευρώ ενώ αν υπολογιστεί ότι αντίστοιχες εκκαθαρίσεις θα πρέπει να γίνουν και για τα επόμενα χρόνια εκτιμάται ότι τα χρήματα που πρέπει να επιστραφούν από τις επιχειρήσεις θα φθάσουν τα 600 εκατ. ευρώ.
Επί του παρόντος ο λογαριασμός φθάσει και πάλι με τη μορφή επιστολών στους προμηθευτές οι οποίοι καλούνται να επιστρέψουν τα 130 εκατ. ευρώ (σε πρώτη φάση) στον ΔΑΠΕΕΠ, έως τι 15 Ιουλίου.
Οι προμηθευτές αντιδρούν λέγοντας ότι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν τη δουλειά του εισπράκτορα για λογαριασμό του δημοσίου και ένα έργο που έχουμε ήδη δει με την υπόθεση των 35 KVA, έχει αρχίσει να ξαναπροβάλλεται σε επεισόδια…