Κίνδυνος αποβιομηχάνισης για τη χώρα από τους φιλόδοξους στόχους της «πράσινης μετάβασης»

Κίνδυνος αποβιομηχάνισης για τη χώρα από τους φιλόδοξους στόχους της «πράσινης μετάβασης»
Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για αύξηση της βιομηχανικής κατανάλωσης, τα οποία θα σταματήσουν την περαιτέρω συρρίκνωση της

O κίνδυνος αποβιομηχάνισης της Ευρώπης είναι πλέον στο προσκήνιο, λόγω των πολύ φιλόδοξων στόχων για την πράσινη μετάβαση, που έχει θέσει η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αλλά και των νέων ρυθμιστικών μέτρων που εξαγγέλλονται από την Επιτροπή, ώστε τα κράτη μέλη να αποκτήσουν τα απαραίτητα έσοδα για να χρηματοδοτήσουν τις τεράστιες σε κόστος αναγκαίες επιδοτήσεις και επενδύσεις. Υπενθυμίζουμε ότι το Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ) υπολογίζει το κόστος που θα απαιτηθεί έως το 2030 σε 200δις €.

Ανάμεσα στα ρυθμιστικά μέτρα που εξαγγέλλονται εντοπίζουμε ένα νέο μηχανισμό ο οποίος με βεβαιότητα θα αυξήσει τις τιμές σε μια σειρά βασικών προϊόντων, όπως χάλυβας, αλουμίνιο και τσιμέντο σε πρώτη φάση, χωρίς να έχει διασφαλιστεί ότι θα υπάρχουν τα έσοδα που αναμένονται από την επιβολή ενός φόρου στα αντίστοιχα εισαγόμενα προϊόντα και πρώτες ύλες.


Ο Μηχανισμός CBAM

Αναφερόμαστε στο μηχανισμό Carbon Βorder Αdjustment Μechanism (CBAM), που προβλέπει από το 2026 τη σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων CO2, που δίνονται μέχρι σήμερα σε επιλέξιμους βιομηχανικούς κλάδους για να διατηρήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τους έναντι των τρίτων χωρών, στις οποίες δεν υπάρχει επιβολή φόρου CO2 για τις εκπομπές στις καμινάδες κάθε επιχείρησης.

Δυστυχώς ο νέος μηχανισμός δεν θα επιστρέφει το νέο φόρο άνθρακα που επιβάλλεται στις ελληνικές βιομηχανίες όταν κάνουν εξαγωγές σε τρίτες χώρες. Ελπίζουμε να επικρατήσει σύνεση και να ακυρωθεί η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού, άλλως το πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών θα είναι καθοριστικό, χωρίς να αγνοούμε την επιβάρυνση λόγω της αύξησης που θα επέλθει στα εν λόγω προϊόντα λόγω της κατάργησης των δωρεάν δικαιωμάτων για τις εκπομπές των ευρωπαϊκών βιομηχανιών.

Η “Διακήρυξη της Αμβέρσας", όπου συναντήθηκαν 70 και πλέον ηγέτες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αναδεικνύει την ανάγκη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει επειγόντως δράση για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια ισχυρότερη βιομηχανία στην Ευρώπη: «Οι βασικές βιομηχανίες στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν ιστορικές προκλήσεις: η ζήτηση μειώνεται, οι επενδύσεις στην ήπειρο καθυστερούν, η παραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά και εργοστάσια απειλούνται με κλείσιμο».

Εκτός και εάν η διακήρυξη έγινε ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών και όλα αυτά είναι μόνο εξαγγελίες. Όμως μέχρι τότε θα παραμείνει αναπάντητο το ερώτημα «Θα φθάσουμε στην απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω της αποβιομηχάνισης»;

Δυστυχώς και στη χώρα μας βιώνουμε την αποχώρηση πολλών πολυεθνικών με το κλείσιμο των εργοστασίων τους, όπως η ιστορική Γιούλα, καθώς δεν βλέπουν να υπάρχει έμπρακτη στήριξη των βιομηχανιών. Ήδη καταγράφεται σημαντική καθυστέρηση στην υλοποίηση (εκκαθάριση, πληρωμές, έκδοση ΥΑ) ακόμη και εγκεκριμένων μηχανισμών κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή, όπως της Αντιστάθμισης του κόστους CO2, του ΕΤΜΕΑΡ και της αποζημίωσης που δίνεται στο πλαίσιο του προσωρινού μηχανισμού κρίσεως και μετάβασης (TCTF).

Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η εμπειρία της πανδημίας, έδειξε περίτρανα την ανάγκη για διεύρυνση και ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας στο πλαίσιο μιας πιο ισορροπημένης παραγωγικής ανάπτυξης της οικονομίας.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι τα πρώτα θετικά μηνύματα της επιτυχούς ανάπτυξης των ΑΠΕ στη χώρα μας είναι η πτώση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, η οποία αξίζει να διευκρινιστεί ότι οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή των ΑΠΕ υπερβαίνει όλο και πιο συχνά την κατανάλωση ρεύματος, παρά τις εξαγωγές με ζημία.

Η ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας μέχρι σήμερα στηρίζεται στις 20ετείς συμβάσεις μέσω των οποίων το ελληνικό δημόσιο εγγυάται στους παραγωγούς σταθερή τιμή αποζημίωσης της παραγωγής τους ανεξάρτητα της τιμής του χρηματιστηρίου ενέργειας, ώστε να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση των έργων αυτών.

Κάτι το οποίο όμως έχει ημερομηνία λήξεως, καθώς η πτώση των τιμών στο χρηματιστήριο ενέργειας θα έχει ως επακόλουθο τη δημιουργία σημαντικού ελλείματος στο λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ). Για τους ίδιους λόγους αποθαρρύνονται οι προμηθευτές από να συνάψουν μακροχρόνιες συμβάσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με παραγωγούς ΑΠΕ (ΡΡΑ).


Τα PPA

Πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι όσο δεν αυξάνεται το φορτίο στο ηλεκτρικό σύστημα το όλο εγχείρημα αύξησης της παραγωγής από ΑΠΕ θα καταλήξει σε πλήρη αποτυχία. Άρα θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για αύξηση της βιομηχανικής κατανάλωσης, τα οποία θα σταματήσουν την περαιτέρω συρρίκνωση της.

Αναζητώντας εναλλακτική λύση χρηματοδότησης των έργων ΑΠΕ οι αρμόδιοι προτείνουν, ότι η πιο πρόσφορη λύση για να διασφαλίσουν οι βιομηχανίες ανταγωνιστικό κόστος τα επόμενα έτη είναι τα ΡΡΑ με σταθερή τιμή για τις ώρες που παράγεται πράσινη ενέργεια (pay as produced, όχι base load).

Πλην όμως τα ΡΡΑ στις τιμές που προσφέρονται σήμερα, και δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της χώρας μας για έγκριση μηχανισμού επιδότησης της βιομηχανίας για μέρος του κόστους, που προκύπτει από την προσαρμογή της καμπύλης παραγωγής ενός ΦΒ στην καμπύλη λειτουργίας μιας βιομηχανίας (Green Pool), εμπεριέχουν τεράστιο επιχειρηματικό ρίσκο.

Διευκρινίζουμε ότι οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας στο τέλος της ημέρας είναι αναγκασμένες να συνάψουν πράσινα ΡΡΑ για να αποκτήσουν τα πιστοποιητικά προέλευσης (bundled guarantees of origin) για να ενισχύουν τη διεθνή διεισδυτικότητα των προϊόντων τους, μια και όλοι πλέον δίνουν προβάδισμα στα προϊόντα με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα.

Πλην όμως αυτό θα γίνει με όρους ανταγωνιστικούς και σίγουρα όχι με τους όρους που προσπαθεί να επιβάλλει ο μεγάλος παίκτης. Η πρόσφατη τροπολογία για την αλλαγή προτεραιότητας στη λήψη όρων σύνδεσης χωρίς περικοπές και χωρίς την υποχρεωτική εγκατάσταση μπαταριών δίνει την εντύπωση ότι ευνοεί σκανδαλωδώς το μεγάλο παίκτη. Απομένει να δούμε εάν θα ευνοηθούν και άλλοι παραγωγοί που έχουν υπογράψει συμφωνίες με βιομηχανίες και μάλιστα με πιο ευνοϊκούς όρους για αυτές.

Σίγουρα η ενεργειακή πολιτική για τις βιομηχανίες έντασης της χώρας μας δεν μπορεί να περιορίζεται στο «κάνετε ΡΡΑ» και στο πως θα αυξηθεί το EBITDA του μεγάλου παίκτη.

Η ελληνική βιομηχανία πρέπει και μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα στην ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, αρκεί τουλάχιστον να στηριχθεί από την πολιτεία υιοθετώντας τις πρακτικές που ακολουθούν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να υιοθετηθούν κατ’ αρχήν και στη χώρα μας στο σύνολο τους οι μηχανισμοί επιδότησης, οι οποίοι προβλέπονται από το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο (Κατευθυντήριες Γραμμές) ή εφαρμόζονται στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Και προφανώς η λήψη των μέτρων πρέπει να συνοδεύεται από την έγκαιρη εξασφάλιση της χρηματοδότησης των ανωτέρω μηχανισμών. Είναι χαρακτηριστικό το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με το μηχανισμό της Αντιστάθμισης του κόστους CO2, όπου για την περίοδο του 2024 το ποσό που έχει προβλεφθεί υπολείπεται κατά 100εκ ευρώ σε σύνολο 300εκ ευρώ.

Ως εκ τούτου βάσει των ανωτέρω, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, που να εξασφαλίζουν ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας για τις βιομηχανίες της χώρας, πολλές από αυτές, ατενίζοντας με αβεβαιότητα το άμεσο μέλλον να εξετάζουν το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης της παραγωγής τους.

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης