Τελευταία Νέα
Χρηματιστήριο & Αγορές

DBRS: Ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα - Στο ΒΒΒ (low) το αξιόχρεο, με σταθερές προοπτικές

DBRS: Ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα - Στο ΒΒΒ (low) το αξιόχρεο, με σταθερές προοπτικές
H αναβάθμιση αντανακλά την άποψη πως οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική εξυγίανση, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση
Σχετικά Άρθρα
Σε «ΒΒΒ» (low), από «ΒΒ», (high), αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας η DBRS Ratings, ορίζοντας σε σταθερές τις προοπτικές επαναξιολόγησης 12-18 μηνών (outlook).
Εν προκειμένω αξίζει να σημειωθεί πως, παρά την επίτευξη του εθνικού στόχου… αυτή η διαδικασία είναι επικοινωνιακό τρικ χωρίς αντίκρισμα, αφού η Ελλάδα σε κανένα παραγωγικό τομέα δεν έχει δείξει σημάδια ριζικής ανάκαμψης και χρειάζεται σε όλους τους τομείς υποστήριξη…

Καμία αυτάρκεια… με συνεχείς υποβοηθήσεις η ελληνική οικονομία συντηρείται και εν συνεχεία οι έλληνες πολιτικοί ξέρουν να πουλάνε την μετριότητα ως κάτι σπουδαίο…

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να διάγει βίο μετριότητας.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την DBRS, η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη πως οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική εξυγίανση, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση.

Τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια δεν εμπόδισαν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να φτάσει σε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022, ενώ αναμένεται πλεόνασμα 1,1% φέτος και 2,1% το 2024.
Από την κορύφωσή του το 2020, ο δείκτης δημόσιου χρέους έχει υποχώρησει κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.), εκ των οποίων οι 23 π.μ. πέρυσι, χάρη στη δημοσιονομική αποκατάσταση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Η σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του χρέους ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την εφαρμογή ενός συνετού δημοσιονομικού σχεδίου, που οδήγησε στην αναβάθμιση της αξιολόγησης.

Όπως επισημαίνει ο καναδικός οίκος, παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες το 2022, η ελληνική οικονομία έχει δείξει ανθεκτικότητα, σημειώνοντας ανάπτυξη 5,9%, με συνεχείς βελτιώσεις σε ό,τι αφορά τη αγορά εργασίας, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, επενδύσεις και την ανάκαμψη στον τουριστικό τομέα.
Καθώς το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) συνεχίζει να εφαρμόζεται, οι επενδύσεις θα παραμείνουν σημαντική πηγή ανάπτυξης - αν και υφίστανται εξωτερικοί καθοδικοί κίνδυνοι.
Η βελτιωμένη πιστοληπτική ικανότητα αντικατοπτρίζει επίσης την ενίσχυση της οικονομίας, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τους θεσμούς του συστήματος του ευρώ, ως αποτέλεσμα παλαιότερης δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα συνεχίζει να επωφελείται από ισχυρή στήριξη και χρηματοδότηση σε περιόδους κρίσεων, ιδίως με τα νέα εργαλεία και μέσα του συστήματος ΕΕ/ευρώ, τα οποία έχουν εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια.
Οι βελτιώσεις στα δομικά στοιχεία «Δημοσιονομική Διαχείριση και Πολιτική» και «Χρέος και Ρευστότητα» είναι οι βασικοί λόγοι για την αναβάθμιση της αξιολόγησης.
Η αξιολόγηση BBB (low) και το σταθερό trend της Ελλάδας υποστηρίζονται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ, αλλά και από την εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο σε ό,τι αφορά εκτέλεση του προγράμματος Ελλάδα 2.0, το οποίο αφορά μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομοτίμων της στη ζώνη του ευρώ.
Η DBRS Morningstar πιστεύει ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ υποστηρίζει την ανάπτυξη των επενδύσεων με κεφάλαια που θα διοχετεύονται μέσω του ενισχυμένου -πλέον-τραπεζικού συστήματος.
Ωστόσο, η αξιολόγηση βαρύνεται από προβλήματα τα οποία αποτελούν κληρονομιά της μακράς κρίσης στην Ελλάδα, ήτοι τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και το υψηλό ποσοστό ανεργίας.

Αιτολόγηση αξιολόγησης

Σύμφωνα με την DBRS, η νέα κυβέρνηση διασφαλίζει τη συνέχεια της πολιτικής, που ενισχύει την εφαρμογή του προγράμματος Ελλάδα 2.0, το οποίο, με τη σειρά του, υποστηρίζει την οικονομία.
Μετά από δύο διαδοχικές γενικές εκλογές, τον Ιούνιο του 2023, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) εξασφάλισε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το εκλογικό αποτέλεσμα εξασφαλίζει περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα και κατοχυρώνει τη συνέχεια της πολιτικής.
Η κυβερνητική πλειοψηφία είναι συμπαγής και θα παράσχει νομοθετική σταθερότητα, σε μια περίοδο που η χώρα πρέπει να εκπληρώσει στόχους και ορόσημα στο πλαίσιο του Ελλάδα 2.0, με στόχο την τόνωση των οικονομικών της προοπτικών.

Η DBRS Morningstar θεωρεί ότι η ατζέντα της νέας κυβέρνησης ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τις προσδοκίες.
Επιπλέον, η νέα κυβέρνηση αναμένεται να παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023, προβλέπει ότι το χρέος θα μειωθεί στο 162,6% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 και στο 135,2% μέχρι το τέλος του 2026.
Επίσης, η Ελλάδα αποπληρώνει το χρέος του επίσημου τομέα και αυξάνει το ποσοστό της στο χρέος του ιδιωτικού τομέα.

Οι κυβερνητικές προτεραιότητες επικεντρώνονται στην επιτυχή εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος Greece 2.0, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.
Επιπλέον, η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει να εκσυγχρονίσει το σύστημα δικαιοσύνης και το σύστημα δημόσιας υγείας, το οποίο μαζί με τις βελτιώσεις στην εκπαίδευση θα συμβάλει στην επίτευξη μακροπρόθεσμων οφελών.
Η DBRS Morningstar θεωρεί ότι η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου του «Πολιτικού Περιβάλλοντος».

Η ανάπτυξη των επενδύσεων ενισχύει την οικονομική απόδοση το 2023

Σημειώνοντας ισχυρή ανάκαμψη το 2021, η ελληνική οικονομία συνέχισε σε σταθερή βάση να αναπτύσσεται το 2002, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 5,9%, ξεπερνώντας τους μέσους όρους της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ.
Το 2021, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,4%, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων και των εξαγωγών, καθώς και από τη ιδιωτική κατανάλωση.
Η οικονομία παρέμεινε ισχυρή το 2022, σημειώνοντας αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,9%, λόγω των βελτιώσεων στην αγορά εργασίας και των μέτρων κρατικής στήριξης.

Φέτος, η ανάπτυξη προβλέπεται να είναι πιο συγκρατημένη, αν και να ξεπεράσει το 2,0%, καθώς τα σταθερά έσοδα από τον Τουρισμό και η επιτάχυνση της επενδυτικής δραστηριότητας θα στηρίξουν την οικονομία.
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023, η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% φέτος, κυρίως λόγω των επενδύσεων.
Υποστηριζόμενες επίσης από τα Ταμεία Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), οι επενδυτικές δαπάνες αυξάνονται από το 2019, αυξάνοντας το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ από 10,7% σε 13,7% στο τέλος του 2022.
Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων το προηγούμενο διάστημα έχει ενισχύσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Ταμείο Ανάκαμψης

Η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του σχεδίου Ελλάδα 2.0 αξιοποιώντας τόσο τη συνιστώσα των επιχορηγήσεων όσο και τη συνιστώσα των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Αυτό βοηθά στην αύξηση του κεφαλαίου, που το 2022 έλαβε θετικό πρόσημο, για πρώτη φορά από το 2009.
Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 5,75 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 5,35 δισ. ευρώ σε δάνεια.

Στα τέλη Αυγούστου, η κυβέρνηση ζήτησε να τροποποιήσει το σχέδιό της και να προσθέσει πρόσθετο κεφάλαιο στο κεφάλαιο REPowerEU.
Τα ευρωπαϊκά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις αναμένεται να φτάσουν τα 36 δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που προβλέπεται να συμβάλει στη κάλυψη του επενδυτικού χάσματος μεταξύ της Ελλάδας και των ομοτίμων της στην ΕΕ, αλλά και στη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης.

Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, αυτό αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει θετικά στους πιστωτικούς δείκτες.
Η διάθεση των κονδυλίων της ΕΕ, εάν συνδυαστεί με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας και θα δικαιολογήσει μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου «Οικονομική Δομή και Απόδοση». Επιπλέον, το αποτέλεσμα του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουνίου 2023 θα φέρει άλλα τέσσερα χρόνια πολιτικής σταθερότητας, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να προχωρήσει με ταχύτητα με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.

Η δημοσιονομική θέση βελτιώθηκε το 2022

Αρχής γενομένης το 2009, η Ελλάδα βίωσε μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή, με τη σωρευτική βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου να ξεπερνά τις 14 π.μ. έως το 2019.
Μετά από χρόνια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, η Ελλάδα κατέγραψε υψηλά ελλείμματα το 2020 και το 2021, λόγω της βαθιάς οικονομικής συρρίκνωσης και των μέτρων στήριξης τα οποία ελήφθησαν για να αντιμετωπίσουν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2020, το τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ, πριν μειωθεί στο 7,1% του ΑΕΠ το 2021.
Πέρυσι, οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί κατέγραψαν σημαντική βελτίωση, με το πρωτογενές ισοζύγιο να μετατρέπεται σε μικρό πλεόνασμα 0,1% επί του ΑΕΠ.
Το 2023, οι συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και η θετική ανάπτυξη αναμένεται να οδηγήσουν σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ.
Η DBRS Morningstar πιστεύει ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τη δέσμευσή της για δημοσιονομική υπευθυνότητα.
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023, η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ από το 2024 έως το 2026.
Αν και υποχώρησαν, οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν.
Αυτοί σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, με την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετες δαπάνες οι οποίες θα προκύψουν από τις υψηλότερες τιμές στην ενέργεια, καθώς και με την ενεργοποίηση εγγυήσεων εκ μέρους του κράτους οι οποίες δόθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ, αλλά η ευνοϊκή δομή και το μειωμένο κόστος των επιτοκίων μετριάζουν τους κινδύνους

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 206,4% του ΑΕΠ το 2020 πριν υποχωρήσει στο 171,3% το 2022, λόγω των βελτιωμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση στο 162,6% το 2023, καταγράφοντας πτώση 43,8 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020 και κάτω από τα επίπεδα του 2012.

Οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών κρατικών ομολόγων μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών επιπέδων το 2021 αυξήθηκαν, αλλά πρόσφατα υποχώρησαν κάτω στο 4%.
Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου οι οποίοι σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή χρέους της Ελλάδας, καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει περισσότερο από το 70% με τη σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης να αγγίζει τα 20 έτη στο τέλος του 2022 και με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια.

Επιπλέον, ο ΟΔΔΗΧ έχει εφαρμόσει μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους χρησιμοποιώντας αντισταθμίσεις επιτοκίων για να μετριάσει τον κίνδυνο αύξησης του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα.

Το 2023, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2%.
Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πλήρως τα δάνεια που είχε λάβει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ενώ προπλήρωσε 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ από το πακέτο της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (δάνεια GLF) το 2022.
Σημειώνεται πως αναμένεται περαιτέρω πρόωρη αποπληρωμή μέχρι το τέλος αυτού του έτους.

Παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος που θα χρηματοδοτείται από ιδιώτες, το οποίο ως είναι ευνόητο θα είναι ευαίσθητο στην αστάθεια της αγοράς.
Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 35 δισεκατομμυρίων ευρώ συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά.
Αυτά τα κεφαλαιακά μαξιλάρια, συνδυάζονται με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, γεγονός που μειώνει σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής και ενισχύει τον θετικό ποιοτικό παράγοντα στο δομικό στοιχείο «Χρέος και Ρευστότητα».
Ταυτόχρονα, κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική ευθύνη και η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη είναι εκ των ων ουκ άνευ σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης