Οι θετικές προοπτικές αντανακλούν στο πρόσφατο ισχυρό ιστορικό εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αναφέρει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης
Σε αναβάθμιση των προοπτικών επαναξιολόγησης 12μήνου (outlook) της Ελλάδας, από σταθερές σε θετικές, προχώρησε η Standard & Poor’s, επιβεβαιώνοντας όσα έγραφε το BankingNews και αφήνοντας την επενδυτική βαθμίδα για μετά τις εκλογές.
Η μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα επιβεβαιώθηκε σε «ΒΒ+», ενώ η βραχυπρόθεσμη σε «Β».
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης, οι θετικές προοπτικές αντανακλούν στο πρόσφατο ισχυρό ιστορικό εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, η κυβέρνηση έκλεισε το δημοσιονομικό έλλειμμα πιο γρήγορα από ό,τι περίμενε, μέσω βελτιώσεων που θεωρούνται γενικά βιώσιμες.
«Θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις αξιολογήσεις για την Ελλάδα μέσα στους επόμενους 12 μήνες, εάν διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία κατά την περίοδο πρόβλεψής μας έως το 2026. Οι ανοδικές αξιολογήσεις πιθανότατα θα εξαρτηθούν επίσης από τη διατήρηση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από την επόμενη κυβέρνηση, ενισχύοντας έτσι την ελληνική οικονομική ανταγωνιστικότητα».
Αντιθέτως, «θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε τις προοπτικές σε σταθερές εντός των επόμενων 12 μηνών, εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις αποκλίνουν σημαντικά και αρνητικά από τις τρέχουσες προβλέψεις μας και οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως από το σημερινό αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν περισσότερο από ό,τι αναμένουμε», σημειώνεται.
Τι αντιπροσωπεύουν οι αξιολογήσεις
Η ελληνική οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική παρά τις δύσκολες εξωτερικές μακροοικονομικές συνθήκες. Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 5,9% σε πραγματικούς όρους το 2022, ξεπερνώντας τα προ-πανδημίας επίπεδα, παρά το ενεργειακό σοκ. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο 21,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, αυξημένες κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από το τέλος του 2019, ενώ οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκαν κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες κατά την τελευταία δεκαετία.
«Με σταθερή επενδυτική προοπτική και χωρίς σημάδια άμβλυνσης των αριθμών του τουρισμού, βλέπουμε την οικονομική ανάπτυξη να φτάνει τουλάχιστον στο 2,5% το 2023 και στη συνέχεια να κυμαίνεται κατά μέσο όρο λίγο κάτω από το 3% την περίοδο 2024-2026».
Η S&P συνεχίζει λέγοντας πως «για πρώτη φορά από το 2010, η καθαρή αύξηση των πιστώσεων του ιδιωτικού τομέα ήταν θετική. Οι προσπάθειες εκκαθάρισης των ισολογισμών σε όλο το σύστημα απέδωσαν αποτελέσματα, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) να μειώνονται στο 8,2% των ακαθάριστων δανείων τον Δεκέμβριο του 2022, το οποίο αν και εξακολουθεί να είναι υψηλό, είναι πολύ κάτω από το 49,2% τον Ιούνιο του 2017. Ενώ οι ανησυχίες παραμένουν ποιότητα του κεφαλαίου των τραπεζών (οι αναβαλλόμενες φορολογικές εκπτώσεις εξακολουθούν να αποτελούν περίπου τα δύο τρίτα του εποπτικού κεφαλαίου), ο χρηματοπιστωτικός τομέας εμφανίζεται πιο σταθερός από ό,τι τα τελευταία χρόνια».
Οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις αρχίζουν, επίσης, να αποδίδουν. Οι αρχές έχουν επικεντρωθεί στη βελτίωση της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών, η οποία ενισχύει τα έσοδα παράλληλα με τον υψηλό πληθωρισμό. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση παρείχε σημαντική στήριξη το 2022 μέσω ενεργειακών επιδοτήσεων, «αναμένουμε πρωτογενές πλεόνασμα το 2022, το οποίο σηματοδοτεί σημαντική εξυγίανση. Αναμένουμε περαιτέρω δημοσιονομικά οφέλη τα επόμενα χρόνια, καθώς άλλες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές για τις συντάξεις και την εξάλειψη του COVID-19, και η ενεργειακή στήριξη συμβάλλουν στην κάλυψη του δημοσιονομικού κενού».
Η Ελλάδα έλαβε τη δεύτερη πληρωμή RRF ύψους 3,6 δισεκ. ευρώ (σχεδόν 2% του ΑΕΠ) τον Ιανουάριο του 2023 μετά την πρόωρη ψήφιση των σχετικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την απελευθέρωση της χρηματοδότησης. Αυτό ανεβάζει τις συνολικές εκταμιεύσεις σε 11,1 δισεκ. ευρώ από το μέγιστο ποσό των 30,5 δισεκ. ευρώ για επιχορηγήσεις και δάνεια που είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα έως το 2026. «Πιστεύουμε ότι το σχέδιο μεταρρυθμίσεων παρέχει μια σταθερή άγκυρα και θα πρέπει να ενθαρρύνει έναν συνεχή ρυθμό διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και το μέλλον της Ελλάδας ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους».
«Πιστεύουμε ότι τα προγράμματα NextGenerationEU (NGEU) και τα διαθέσιμα κεφάλαια RRF -καθώς και τα απτά οφέλη από τη σημαντική πρόοδο στην αναδιάρθρωση της οικονομίας την τελευταία δεκαετία- θα δώσουν κίνητρο στην εκλεγμένη κυβέρνηση να συνεχίσει την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, ο ρυθμός και το βάθος των μεταρρυθμίσεων, κατά την άποψή μας, θα εξαρτηθούν τελικά από την αποφασιστικότητα της επόμενης κυβέρνησης που θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 21 Μαΐου 2023. Στις προβλέψεις μας, υποθέτουμε ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Οι προκλήσεις
Οι αξιολογήσεις για την Ελλάδα παραμένουν περιορισμένες από τις αυξημένες εξωτερικές ανισορροπίες. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022 λόγω της ξαφνικής και σημαντικής αύξησης των τιμών εισαγωγής. Ωστόσο, εν μέρει ευθύνονται και οι εισαγωγές κεφαλαίων, παράλληλα με την ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας. Η χαλάρωση των τιμών ενέργειας μαζί με την περαιτέρω ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας αποτελούν «τη βάση της προσδοκίας μας ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια».
Αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά μεγάλο σε ονομαστικούς όρους, το προφίλ δημοσίου χρέους της ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με τη λήξη και το κόστος των τόκων παραμένει ένα από τα πιο ευνοϊκά παγκοσμίως. Η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (εν μέρει ενισχύθηκε από την πολύ μεγάλη επέκταση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ) μείωσε σημαντικά τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Το καθαρό χρέος κορυφώθηκε στο 188% του ΑΕΠ το 2020 και εκτιμούμε ότι θα μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2023. Η Ελλάδα ξεχωρίζει με την ταχύτερη μείωση του δείκτη χρέους της, το 2022. «Αναμένουμε περαιτέρω μείωση την περίοδο 2024-2026, σύμφωνα με τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων».
Η μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα επιβεβαιώθηκε σε «ΒΒ+», ενώ η βραχυπρόθεσμη σε «Β».
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης, οι θετικές προοπτικές αντανακλούν στο πρόσφατο ισχυρό ιστορικό εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, η κυβέρνηση έκλεισε το δημοσιονομικό έλλειμμα πιο γρήγορα από ό,τι περίμενε, μέσω βελτιώσεων που θεωρούνται γενικά βιώσιμες.
«Θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις αξιολογήσεις για την Ελλάδα μέσα στους επόμενους 12 μήνες, εάν διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία κατά την περίοδο πρόβλεψής μας έως το 2026. Οι ανοδικές αξιολογήσεις πιθανότατα θα εξαρτηθούν επίσης από τη διατήρηση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από την επόμενη κυβέρνηση, ενισχύοντας έτσι την ελληνική οικονομική ανταγωνιστικότητα».
Αντιθέτως, «θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε τις προοπτικές σε σταθερές εντός των επόμενων 12 μηνών, εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις αποκλίνουν σημαντικά και αρνητικά από τις τρέχουσες προβλέψεις μας και οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως από το σημερινό αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν περισσότερο από ό,τι αναμένουμε», σημειώνεται.
Τι αντιπροσωπεύουν οι αξιολογήσεις
Η ελληνική οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική παρά τις δύσκολες εξωτερικές μακροοικονομικές συνθήκες. Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 5,9% σε πραγματικούς όρους το 2022, ξεπερνώντας τα προ-πανδημίας επίπεδα, παρά το ενεργειακό σοκ. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο 21,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, αυξημένες κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από το τέλος του 2019, ενώ οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκαν κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες κατά την τελευταία δεκαετία.
«Με σταθερή επενδυτική προοπτική και χωρίς σημάδια άμβλυνσης των αριθμών του τουρισμού, βλέπουμε την οικονομική ανάπτυξη να φτάνει τουλάχιστον στο 2,5% το 2023 και στη συνέχεια να κυμαίνεται κατά μέσο όρο λίγο κάτω από το 3% την περίοδο 2024-2026».
Η S&P συνεχίζει λέγοντας πως «για πρώτη φορά από το 2010, η καθαρή αύξηση των πιστώσεων του ιδιωτικού τομέα ήταν θετική. Οι προσπάθειες εκκαθάρισης των ισολογισμών σε όλο το σύστημα απέδωσαν αποτελέσματα, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) να μειώνονται στο 8,2% των ακαθάριστων δανείων τον Δεκέμβριο του 2022, το οποίο αν και εξακολουθεί να είναι υψηλό, είναι πολύ κάτω από το 49,2% τον Ιούνιο του 2017. Ενώ οι ανησυχίες παραμένουν ποιότητα του κεφαλαίου των τραπεζών (οι αναβαλλόμενες φορολογικές εκπτώσεις εξακολουθούν να αποτελούν περίπου τα δύο τρίτα του εποπτικού κεφαλαίου), ο χρηματοπιστωτικός τομέας εμφανίζεται πιο σταθερός από ό,τι τα τελευταία χρόνια».
Οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις αρχίζουν, επίσης, να αποδίδουν. Οι αρχές έχουν επικεντρωθεί στη βελτίωση της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών, η οποία ενισχύει τα έσοδα παράλληλα με τον υψηλό πληθωρισμό. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση παρείχε σημαντική στήριξη το 2022 μέσω ενεργειακών επιδοτήσεων, «αναμένουμε πρωτογενές πλεόνασμα το 2022, το οποίο σηματοδοτεί σημαντική εξυγίανση. Αναμένουμε περαιτέρω δημοσιονομικά οφέλη τα επόμενα χρόνια, καθώς άλλες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές για τις συντάξεις και την εξάλειψη του COVID-19, και η ενεργειακή στήριξη συμβάλλουν στην κάλυψη του δημοσιονομικού κενού».
Η Ελλάδα έλαβε τη δεύτερη πληρωμή RRF ύψους 3,6 δισεκ. ευρώ (σχεδόν 2% του ΑΕΠ) τον Ιανουάριο του 2023 μετά την πρόωρη ψήφιση των σχετικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την απελευθέρωση της χρηματοδότησης. Αυτό ανεβάζει τις συνολικές εκταμιεύσεις σε 11,1 δισεκ. ευρώ από το μέγιστο ποσό των 30,5 δισεκ. ευρώ για επιχορηγήσεις και δάνεια που είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα έως το 2026. «Πιστεύουμε ότι το σχέδιο μεταρρυθμίσεων παρέχει μια σταθερή άγκυρα και θα πρέπει να ενθαρρύνει έναν συνεχή ρυθμό διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και το μέλλον της Ελλάδας ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους».
«Πιστεύουμε ότι τα προγράμματα NextGenerationEU (NGEU) και τα διαθέσιμα κεφάλαια RRF -καθώς και τα απτά οφέλη από τη σημαντική πρόοδο στην αναδιάρθρωση της οικονομίας την τελευταία δεκαετία- θα δώσουν κίνητρο στην εκλεγμένη κυβέρνηση να συνεχίσει την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, ο ρυθμός και το βάθος των μεταρρυθμίσεων, κατά την άποψή μας, θα εξαρτηθούν τελικά από την αποφασιστικότητα της επόμενης κυβέρνησης που θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 21 Μαΐου 2023. Στις προβλέψεις μας, υποθέτουμε ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Οι προκλήσεις
Οι αξιολογήσεις για την Ελλάδα παραμένουν περιορισμένες από τις αυξημένες εξωτερικές ανισορροπίες. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022 λόγω της ξαφνικής και σημαντικής αύξησης των τιμών εισαγωγής. Ωστόσο, εν μέρει ευθύνονται και οι εισαγωγές κεφαλαίων, παράλληλα με την ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας. Η χαλάρωση των τιμών ενέργειας μαζί με την περαιτέρω ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας αποτελούν «τη βάση της προσδοκίας μας ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια».
Αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά μεγάλο σε ονομαστικούς όρους, το προφίλ δημοσίου χρέους της ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με τη λήξη και το κόστος των τόκων παραμένει ένα από τα πιο ευνοϊκά παγκοσμίως. Η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (εν μέρει ενισχύθηκε από την πολύ μεγάλη επέκταση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ) μείωσε σημαντικά τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Το καθαρό χρέος κορυφώθηκε στο 188% του ΑΕΠ το 2020 και εκτιμούμε ότι θα μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2023. Η Ελλάδα ξεχωρίζει με την ταχύτερη μείωση του δείκτη χρέους της, το 2022. «Αναμένουμε περαιτέρω μείωση την περίοδο 2024-2026, σύμφωνα με τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων».
www.worldenergynews.gr