Η δραματική άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου και του CO2 αποτυπώνεται στα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ για το πρώτο εξάμηνο του 2021, αυξάνοντας το κόστος λειτουργία της επιχείρησης και επιδρώντας αρνητικά στη λειτουργική κερδοφορία του τομέα εμπορίας.
Παρά το γεγονός ότι η λιγνιτική παραγωγή ρεύματος μειώθηκε κατά 7,6%, ωστόσο το κόστος αγοράς δικαιωμάτων ρύπων αυξήθηκε κατά 73,4%, ενώ το κόστος αγοράς φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 94,4%. Γεγονός που οφείλεται όχι μόνο στην αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου αλλά και στην κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής ρεύματος από φυσικό αέριο που έφθασε στο 54,7%.
Έτσι η ΔΕΗ το πρώτο εξάμηνο του 2021 δαπάνησε για αγορά δικαιωμάτων CO2 296,9 εκατ. ευρώ, έναντι 171,2 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2020, ενώ για την αγορά φυσικού αερίου δαπάνησε 218,3 εκατ. ευρώ έναντι 112,3 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Tα CO2 απειλή για το β΄ εξάμηνο
Είναι σαφές, ότι η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής στην παρούσα φάση δεν οδηγεί σε μείωση του κόστους παραγωγής της ΔΕΗ τόσο λόγω των τιμών του φυσικού αερίου, όσο και λόγω του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο καύσιμο επίσης επιβαρύνεται σε σημαντικό βαθμό (μικρότερο σε σχέση με το λιγνίτη) με κόστος CO2. Άλλωστε παρά τη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής η ποσότητα δικαιωμάτων ρύπων που αγόρασε η ΔΕΗ το πρώτο εξάμηνο του έτους αυξήθηκε κατά 3,4%.
Η επιβάρυνση του πρώτου εξαμήνου σε ότι αφορά το κόστος αγοράς CO2 αυξήθηκε κατά 73,4% με μέση τιμή δικαιωμάτων ρύπων τα 38,9 ευρώ/τόνο, έναντι 23,3 ευρώ/τόνο το πρώτο εξάμηνο του 2020. Με δεδομένο ότι τα δικαιώματα CO2 από τον Αύγουστο και μετά κινούνται πάνω από τα 60 ευρώ ανά τόνο, το ερώτημα που προκύπτει είναι το ύψος της επιβάρυνσης που θα υποστεί η ΔΕΗ στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Ως εργαλείο για την αντιστάθμιση του αυξημένου κόστους παραγωγής, η ΔΕΗ αξιοποίησε την υδροηλεκτρική παραγωγή ρεύματος από τους μεγάλους σταθμούς, που έχει στη διάθεση της και τους οποίους σχεδιάζει να εντάξει στην ανανεώσιμη παραγωγή της μεταφέροντας τους στη θυγατρική της ΔΕΗ Ανανεώσιμες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η παραγωγή από υδροηλεκτρικές μονάδες αυξήθηκε κατά 108% ή 1.451 GWh λόγω των μεγαλύτερων ποσοτήτων υδατικών εισροών στους ταμιευτήρες των υδροηλεκτρικών σταθμών το πρώτο εξάμηνο του 2021, σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2020. Συγκεκριμένα οι εισροές του 2021 ήταν αυξημένες κατά 146% ή 2.152 GWh.
Ανοδικά στην Μέση Τάση, μείωση στην Χαμηλή
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που αποτυπώνεται στα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ του πρώτου εξαμήνου και σχετίζεται με το τι έχει συμβεί στην αγορά, λόγω της αύξησης της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος είναι η αύξηση του μεριδίου της στη Μέση Τάση κατά περίπου 5% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2020.
Όπως είναι γνωστό οι αυξήσεις στις χονδρεμπορικές τιμές του ρεύματος, που ως τσουνάμι απειλούν να πλήξουν το σύνολο των καταναλωτών ρεύματος τους επόμενους μήνες, τις αισθάνθηκαν πρώτες οι επιχειρήσεις που τροφοδοτούνται στη Μέση Τάση και οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια είχαν στραφεί στους ιδιώτες προμηθευτές για να εξασφαλίσουν χαμηλότερα τιμολόγια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μερίδιο της ΔΕΗ στη Μέση Τάση το πρώτο εξάμηνο του 2020 ήταν μόλις στο 30,5%.
Ήδη από τον περασμένο Απρίλιο οι επιχειρήσεις άρχισαν να λαμβάνουν ειδοποιήσεις από τους προμηθευτές τους για καταγγελία των συμβάσεων τους και αύξηση των τιμολογίων τους με αποτέλεσμα, αρκετές από αυτές, να στραφούν και πάλι προς τη ΔΕΗ αναζητώντας σταθερά τιμολόγια έναντι των κυμαινόμενων που τους προσέφεραν οι ιδιώτες πάροχοι.
Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα το μερίδιο της ΔΕΗ στη Μέση Τάση να αυξηθεί στο 35,3% το πρώτο εξάμηνο του 2021 έναντι 30,5% την αντίστοιχη περίοδο του 2020 ενώ αντίθετα το μερίδιο της στη Χαμηλή Τάση μειώθηκε στο 67,7% έναντι 70,6% το πρώτο εξάμηνο του 2020.
Όπως λένε πηγές που γνωρίζουν καλά τα τεκταίνομενα στην αγορά, η ΔΕΗ από κάποιο σημείο και μετά σταμάτησε να υποδέχεται μετακινούμενους πελάτες της Μέσης Τάσης καθώς είναι προφανές, πως στόχος της ήταν να μην αυξήσει το συνολικό μερίδιο της στην αγορά προκαλώντας την αντίδραση των Βρυξελλών. Έτσι το συνολικό μερίδιο της μειώθηκε στο 64,9% το πρώτο εξάμηνο του 2021 έναντι του 69,9% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Η δαπάνη για αγορές ενέργειας από το Σύστημα (ηπειρωτική χώρα) και το Δίκτυο (μη διασυνδεδεμένα νησιά), μειώθηκε κατά €172,7 εκατ. λόγω του μικρότερου όγκου των αγορών ενέργειας παρά την αύξηση της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) από €41,4/MWh το α’ εξάμηνο του 2020 σε €61,9/MWh το α’ εξάμηνο του 2021.
www.worldenergynews.gr