Άρθρο του Αντώνη Κοντολέοντος, Προέδρου του ΔΣ της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας
Είναι προφανές ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται την επόμενη ημέρα της πανδημίας για την οικονομία της χώρας, δεν είναι οι καλύτερες.
Οι ειδικοί, προβλέπουν ύφεση για το 2020 σημαντικά μεγαλύτερη και από αυτήν που κατεγράφη τη χειρότερη χρονιά της προηγούμενης κρίσης, το 2011, όταν το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 7,1%.
Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψιν τα χρόνια προβλήματα της οικονομίας, όπως το δημόσιο χρέος, οι υψηλοί στόχοι ανάπτυξης που πρέπει επιτευχθούν, το ανύπαρκτο τραπεζικό σύστημα και η εν γένει παραγωγική δομή της.
Ο τουρισμός, που πλήττεται περισσότερο από όλους τους κλάδους από την πανδημία, αντιπροσωπεύει το 20,6% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 9,4% στην Ευρώπη. Αντίθετα στη χώρα μας η μεταποίηση αντιπροσωπεύει μόνο το 8% του ΑΕΠ, όταν στο σύνολο της Ε.Ε. το αντίστοιχο μέγεθος είναι 14,3%.
Η διόρθωση της ανισορροπίας στην παραγωγική δομή, μπορεί να βελτιώσει την πλουτοπαραγωγική δυνατότητα της οικονομίας.
Άρα να βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε και τα άλλα μεγάλα προαναφερθέντα ζητήματα.
Είναι αυτονόητο ότι ο τρόπος της διόρθωσης δεν πρέπει να είναι η συρρίκνωση του τουριστικού προϊόντος. Αντιθέτως η τουριστική βιομηχανία πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.
Ο τρόπος για την εξισορρόπηση είναι να αρθούν τα εμπόδια που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη της μεταποίησης.
Η βιομηχανία μας άντεξε στην οικονομική κρίση του 2011. Στράφηκε 100% σε εξαγωγές και σήμερα το 87% των ελληνικών εξαγωγών προκύπτει από βιομηχανικά προϊόντα. Απέδειξε ότι με ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας.
Θα πρέπει παράλληλα να ληφθεί υπόψη, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από μια μακρά περίοδο μονόπλευρης στήριξης του τομέα των υπηρεσιών, έχει αναγάγει τα τελευταία χρόνια σε μείζονα πολιτική προτεραιότητα την επαναφορά στο προσκήνιο της βιομηχανίας, αναγνωρίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Όμως ο δρόμος που θα πρέπει να διανύσουμε προκειμένου να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, είναι μακρύς. Ειδικότερα αναφερόμενοι στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας πρέπει επιτέλους η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το δομικό πρόβλημα του σημαντικά υψηλότερου κόστους ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, γιατί πολύ απλά, χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας δεν μπορεί να υπάρξει βιομηχανία.
Το επιχείρημα, ότι η λειτουργία της νέας αγοράς με την ταυτόχρονη σύζευξη της με εκείνες της Βουλγαρίας και της Ιταλίας, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και η αλλαγή στο μείγμα με την απόσυρση του λιγνίτη, θα διαμορφώσουν από μόνες τους συνθήκες ανταγωνισμού, οι οποίες θα ρίξουν τις τιμές της αγοράς στα ευρωπαϊκά επίπεδα, δεν ευσταθεί.
Αφενός, οι βασικές επιλογές της νέας αγοράς (central dispatch, unit based bidding), απηχούν μια ξεπερασμένη αντίληψη περί κεντρικού ελέγχου, ενώ και οι σχεδιαζόμενοι περιορισμοί στην προθεσμιακή αγορά, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε το χρονικό διάστημα για το οποίο θα ισχύσουν, θα οδηγήσουν σε μια αγορά semi compulsory pool.
Δηλαδή θα δημιουργήσουμε εκ νέου, ένα σχήμα με χαρακτηριστικά που δεν υφίστανται σε καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή αγορά.
Ελλείψει ουσιαστικής προθεσμιακής αγοράς, μόνο σε εποχές χαμηλής ζήτησης θα δημιουργηθούν συνθήκες στοιχειώδους ανταγωνισμού.
Αναφορικά δε, με την προγραμματιζόμενη ανάπτυξη των ΑΠΕ, δυστυχώς επαναλαμβάνονται τα λάθη του παρελθόντος, το κόστος των οποίων ακόμη και σήμερα πληρώνει ο Έλληνας καταναλωτής.
Το κόστος επιδότησης των ΑΠΕ, κυρίως λόγω της υψηλής αποζημίωσης των Φ/Β που έρχεται από το παρελθόν, είναι 1,8 δις Ευρώ σε μια αγορά των 6 δις Ευρω και θα βαίνει αυξανόμενο.
Και τούτο διότι, ενώ εξαγγέλθηκε ότι στο μέλλον οι ΑΠΕ θα συμμετέχουν με όρους αγοράς, συνεχίζονται οι διαγωνισμοί στους οποίους ξένοι επενδυτές κατοχυρώνουν σημαντικά υψηλές εγγυημένες τιμές, γεγονός που θα οδηγήσει σε νέο έλλειμμα στον ΕΛΑΠΕ.
Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης των ΑΠΕ είναι λανθασμένο και στρεβλώνει τη λειτουργία της αγοράς, ενώ αντίθετα η υποχρεωτική δραστηριοποίηση των επενδυτών ΑΠΕ με οικονομικές προσφορές στην αγορά, θα δημιουργήσει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, εξασφαλίζοντας μια εναλλακτική πηγή προμήθειας για τη βιομηχανία, πέραν των καθετοποιημένων παραγωγών.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η ανάπτυξη συνθηκών ανταγωνισμού στην αγορά είναι θέμα καθαρά πολιτικής βούλησης.
Επίσης ούτε η σύζευξη της ελληνικής αγοράς με εκείνες της Βουλγαρίας και της Ιταλίας δεν θα λειτουργήσει, στην πράξη τουλάχιστον έως το 2025, καθώς οι δημοπρατούμενες δυναμικότητες των διασυνδέσεων δεν επαρκούν, ώστε να μην καταγράφεται με μεγάλη συχνότητα συμφόρηση στα σύνορα.
Εν κατακλείδι, αναφορικά με το κόστος των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, παρά τις προσπάθειες που αποσπασματικά έχουν γίνει από πολλές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, το κόστος αυτό για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας (αλουμίνιο, χάλυβας, χαρτί, τσιμέντο, κλωστοϋφαντουργία), παραμένει σημαντικά υψηλότερο εκείνου των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους, όπως εξάλλου έδειξαν οι μελέτες της Ρυθμιστικής Αρχής του Βελγίου.
Η κυβέρνηση πρόσφατα εξήγγειλε μια σειρά από μέτρα στην κατεύθυνση της στοχευμένης μείωσης του κόστους των ρυθμιζόμενων χρεώσεων για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας στο πλαίσιο των Κατευθυντηρίων Γραμμών για κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της ενέργειας.
Ωστόσο δυστυχώς μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι για ακόμη φορά η υλοποίηση των μέτρων κόλλησε στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, όπως εξάλλου συμβαίνει με την θέση σε εφαρμογή της μείωσης της χρέωσης ΕΤΜΕΑΡ για συγκεκριμένους επιλέξιμους βιομηχανικούς κλάδους που ισχύει από 1.1.2019 και η εφαρμογή του δεν αναμένεται πριν το τέλος του έτους!
Ως ΕΒΙΚΕΝ έχουμε ζητήσει από το αρμόδιο Υπουργείο να συνεργαστούμε στο επίπεδο ομάδων εργασίας, αλλά δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει ανταπόκριση.
Αποφεύγουμε να αναφερθούμε στη Διακοψιμότητα, όπου οι χειρισμοί του Υπουργείου κρίνονται εκ του αποτελέσματος επιεικώς ως ανεπαρκείς.
Η αβεβαιότητα γύρω από το ενεργειακό κόστος αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για νέες βιομηχανικές επενδύσεις και ακυρώνει νέα επενδυτικά πλάνα. Οφείλει η κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας η χώρα θα παραμείνει βιομηχανικός ουραγός της Ευρώπης και δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τη νέα κρίση.
Η βιομηχανία μπορεί και πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής της ελληνικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, αρκεί να της εξασφαλιστεί το αναγκαίο καύσιμο: το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας.
www.worldenergynews.gr
Οι ειδικοί, προβλέπουν ύφεση για το 2020 σημαντικά μεγαλύτερη και από αυτήν που κατεγράφη τη χειρότερη χρονιά της προηγούμενης κρίσης, το 2011, όταν το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 7,1%.
Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψιν τα χρόνια προβλήματα της οικονομίας, όπως το δημόσιο χρέος, οι υψηλοί στόχοι ανάπτυξης που πρέπει επιτευχθούν, το ανύπαρκτο τραπεζικό σύστημα και η εν γένει παραγωγική δομή της.
Ο τουρισμός, που πλήττεται περισσότερο από όλους τους κλάδους από την πανδημία, αντιπροσωπεύει το 20,6% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 9,4% στην Ευρώπη. Αντίθετα στη χώρα μας η μεταποίηση αντιπροσωπεύει μόνο το 8% του ΑΕΠ, όταν στο σύνολο της Ε.Ε. το αντίστοιχο μέγεθος είναι 14,3%.
Η διόρθωση της ανισορροπίας στην παραγωγική δομή, μπορεί να βελτιώσει την πλουτοπαραγωγική δυνατότητα της οικονομίας.
Άρα να βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε και τα άλλα μεγάλα προαναφερθέντα ζητήματα.
Είναι αυτονόητο ότι ο τρόπος της διόρθωσης δεν πρέπει να είναι η συρρίκνωση του τουριστικού προϊόντος. Αντιθέτως η τουριστική βιομηχανία πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.
Ο τρόπος για την εξισορρόπηση είναι να αρθούν τα εμπόδια που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη της μεταποίησης.
Η βιομηχανία μας άντεξε στην οικονομική κρίση του 2011. Στράφηκε 100% σε εξαγωγές και σήμερα το 87% των ελληνικών εξαγωγών προκύπτει από βιομηχανικά προϊόντα. Απέδειξε ότι με ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας.
Θα πρέπει παράλληλα να ληφθεί υπόψη, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετά από μια μακρά περίοδο μονόπλευρης στήριξης του τομέα των υπηρεσιών, έχει αναγάγει τα τελευταία χρόνια σε μείζονα πολιτική προτεραιότητα την επαναφορά στο προσκήνιο της βιομηχανίας, αναγνωρίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Όμως ο δρόμος που θα πρέπει να διανύσουμε προκειμένου να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, είναι μακρύς. Ειδικότερα αναφερόμενοι στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας πρέπει επιτέλους η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το δομικό πρόβλημα του σημαντικά υψηλότερου κόστους ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, γιατί πολύ απλά, χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας δεν μπορεί να υπάρξει βιομηχανία.
Το επιχείρημα, ότι η λειτουργία της νέας αγοράς με την ταυτόχρονη σύζευξη της με εκείνες της Βουλγαρίας και της Ιταλίας, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και η αλλαγή στο μείγμα με την απόσυρση του λιγνίτη, θα διαμορφώσουν από μόνες τους συνθήκες ανταγωνισμού, οι οποίες θα ρίξουν τις τιμές της αγοράς στα ευρωπαϊκά επίπεδα, δεν ευσταθεί.
Αφενός, οι βασικές επιλογές της νέας αγοράς (central dispatch, unit based bidding), απηχούν μια ξεπερασμένη αντίληψη περί κεντρικού ελέγχου, ενώ και οι σχεδιαζόμενοι περιορισμοί στην προθεσμιακή αγορά, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε το χρονικό διάστημα για το οποίο θα ισχύσουν, θα οδηγήσουν σε μια αγορά semi compulsory pool.
Δηλαδή θα δημιουργήσουμε εκ νέου, ένα σχήμα με χαρακτηριστικά που δεν υφίστανται σε καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή αγορά.
Ελλείψει ουσιαστικής προθεσμιακής αγοράς, μόνο σε εποχές χαμηλής ζήτησης θα δημιουργηθούν συνθήκες στοιχειώδους ανταγωνισμού.
Αναφορικά δε, με την προγραμματιζόμενη ανάπτυξη των ΑΠΕ, δυστυχώς επαναλαμβάνονται τα λάθη του παρελθόντος, το κόστος των οποίων ακόμη και σήμερα πληρώνει ο Έλληνας καταναλωτής.
Το κόστος επιδότησης των ΑΠΕ, κυρίως λόγω της υψηλής αποζημίωσης των Φ/Β που έρχεται από το παρελθόν, είναι 1,8 δις Ευρώ σε μια αγορά των 6 δις Ευρω και θα βαίνει αυξανόμενο.
Και τούτο διότι, ενώ εξαγγέλθηκε ότι στο μέλλον οι ΑΠΕ θα συμμετέχουν με όρους αγοράς, συνεχίζονται οι διαγωνισμοί στους οποίους ξένοι επενδυτές κατοχυρώνουν σημαντικά υψηλές εγγυημένες τιμές, γεγονός που θα οδηγήσει σε νέο έλλειμμα στον ΕΛΑΠΕ.
Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης των ΑΠΕ είναι λανθασμένο και στρεβλώνει τη λειτουργία της αγοράς, ενώ αντίθετα η υποχρεωτική δραστηριοποίηση των επενδυτών ΑΠΕ με οικονομικές προσφορές στην αγορά, θα δημιουργήσει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, εξασφαλίζοντας μια εναλλακτική πηγή προμήθειας για τη βιομηχανία, πέραν των καθετοποιημένων παραγωγών.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η ανάπτυξη συνθηκών ανταγωνισμού στην αγορά είναι θέμα καθαρά πολιτικής βούλησης.
Επίσης ούτε η σύζευξη της ελληνικής αγοράς με εκείνες της Βουλγαρίας και της Ιταλίας δεν θα λειτουργήσει, στην πράξη τουλάχιστον έως το 2025, καθώς οι δημοπρατούμενες δυναμικότητες των διασυνδέσεων δεν επαρκούν, ώστε να μην καταγράφεται με μεγάλη συχνότητα συμφόρηση στα σύνορα.
Εν κατακλείδι, αναφορικά με το κόστος των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, παρά τις προσπάθειες που αποσπασματικά έχουν γίνει από πολλές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, το κόστος αυτό για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας (αλουμίνιο, χάλυβας, χαρτί, τσιμέντο, κλωστοϋφαντουργία), παραμένει σημαντικά υψηλότερο εκείνου των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους, όπως εξάλλου έδειξαν οι μελέτες της Ρυθμιστικής Αρχής του Βελγίου.
Η κυβέρνηση πρόσφατα εξήγγειλε μια σειρά από μέτρα στην κατεύθυνση της στοχευμένης μείωσης του κόστους των ρυθμιζόμενων χρεώσεων για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας στο πλαίσιο των Κατευθυντηρίων Γραμμών για κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της ενέργειας.
Ωστόσο δυστυχώς μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι για ακόμη φορά η υλοποίηση των μέτρων κόλλησε στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, όπως εξάλλου συμβαίνει με την θέση σε εφαρμογή της μείωσης της χρέωσης ΕΤΜΕΑΡ για συγκεκριμένους επιλέξιμους βιομηχανικούς κλάδους που ισχύει από 1.1.2019 και η εφαρμογή του δεν αναμένεται πριν το τέλος του έτους!
Ως ΕΒΙΚΕΝ έχουμε ζητήσει από το αρμόδιο Υπουργείο να συνεργαστούμε στο επίπεδο ομάδων εργασίας, αλλά δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει ανταπόκριση.
Αποφεύγουμε να αναφερθούμε στη Διακοψιμότητα, όπου οι χειρισμοί του Υπουργείου κρίνονται εκ του αποτελέσματος επιεικώς ως ανεπαρκείς.
Η αβεβαιότητα γύρω από το ενεργειακό κόστος αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για νέες βιομηχανικές επενδύσεις και ακυρώνει νέα επενδυτικά πλάνα. Οφείλει η κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας η χώρα θα παραμείνει βιομηχανικός ουραγός της Ευρώπης και δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τη νέα κρίση.
Η βιομηχανία μπορεί και πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής της ελληνικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, αρκεί να της εξασφαλιστεί το αναγκαίο καύσιμο: το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας.
www.worldenergynews.gr