Η πρόταση της ΡΑΕ είναι ''η απλούστευση των κριτηρίων''
Δεκατρία χρόνια μετά την ψήφιση του Ν.3468/2006, είναι επιτακτική η ανάγκη αλλαγών και μάλιστα ριζικών στα θέματα αδειοδότησης σταθμών ΑΠΕ. Η πραγματικότητα των αγορών και οι νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, επιβάλλουν ένα νέο καθεστώς αδειοδότησης, εποπτείας και ελέγχου των επενδύσεων, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών, μιας τεχνολογίας της οποίας η ευκολία κατασκευής των σχετικών έργων και ο προφανής φιλοπεριβαλλοντικός χαρακτήρας της δεν συνάδουν με το σημερινό “βαρύ” και ανελαστικό αδειοδοτικό σχήμα.
Η πρόταση της ΡΑΕ είναι “η απλούστευση των κριτηρίων και ο περιορισμός τους στα απολύτως αναγκαία κριτήρια που προσδίδουν στην άδεια παραγωγής τον χαρακτήρα της άδειας σκοπιμότητας”. Στην κατεύθυνση αυτή, η ΡΑΕ προτείνει την κατάργηση ορισμένων κριτηρίων με την εξής ενδιαφέρουσα και ορθή επιχειρηματολογία:
“...δεδομένου ότι τα σχετικά ζητήματα εξετάζονται ενδελεχώς από τους αρμόδιους διαχειριστές, σε επόμενο αδειοδοτικό στάδιο...
Κρίνεται σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη και το ισχύον πλαίσιο υλοποίησης των έργων (ανταγωνιστικές διαδικασίες κ.λπ), ο κίνδυνος μη υλοποίησης έργων λόγω της μη αποδοτικότητάς τους, να αναλαμβάνεται από τον ίδιο τον επενδυτή, ο οποίος οφείλει εντός συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων να μεριμνήσει για την εύθετη υλοποίηση του έργου του.
... δεδομένου ότι η εξασφάλιση τυχόν εγκρίσεων και γνωμοδοτήσεων, εξετάζεται ενδελεχώς στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων και συνεπώς δεν κρίνεται σκόπιμο να αποτελεί αντικείμενo εξέτασης στην απαρχή της αδειοδοτικής διαδικασίας από τη ΡΑΕ”.
Την ίδια στιγμή όμως η ΡΑΕ διατηρεί κάποια κριτήρια τα οποία πληρούν όλες τις παραπάνω συνθήκες κατάργησής τους. Για παράδειγμα, παραμένει ως κριτήριο “η εξέταση της χωροθέτησης του έργου σε οριοθετημένη ζώνη αποκλεισμού χωροθέτησης έργου ΑΠΕ”. Μα και το κριτήριο αυτό “εξετάζεται ενδελεχώς στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων” και συνεπώς δεν θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενo εξέτασης στην απαρχή της αδειοδοτικής διαδικασίας από τη ΡΑΕ. Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά λοιπόν;
Το πρώτο από τα κριτήρια που διατηρείται σύμφωνα με την πρόταση της ΡΑΕ είναι “η εθνική ασφάλεια και η προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, εφόσον η Αρχή έχει λάβει γνώση τέτοιου ζητήματος με οποιοδήποτε τρόπο”. Προκαλούμε οποιονδήποτε να μας πει πώς ακριβώς επηρεάζεται η εθνική ασφάλεια και η προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας από την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, ώστε να απαιτείται η εξέταση αυτού του κριτηρίου από τη ΡΑΕ. Αν σε κάποιες περιπτώσεις τεχνολογιών η εγκατάστασή τους σε “ευαίσθητες” περιοχές αποτελεί θέμα προς εξέταση, ας υπάρχει ειδική αντιμετώπιση. Γιατί όμως πρέπει μαζί με τα ξερά να καούν και τα χλωρά;
Εκεί όμως που η πρόταση της ΡΑΕ αρχίζει να θέτει νέα εμπόδια στην ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι στο κριτήριο ως προς την οικονομική επάρκεια για την υλοποίηση του έργου. Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου απαιτούνται ισολογισμοί και αποτελέσματα χρήσης ή διαθέσιμα αποθεματικά και άλλου είδους αποδεικτικά, στην πρότασή της η ΡΑΕ ζητά (στην περίπτωση κάλυψης των έργων με ίδια κεφάλαια) την καταβολή εγγυητικής επιστολής για την υλοποίησή του που θα αντιστοιχεί στο 1%-2% του προϋπολογισμού του έργου.
Πέραν του ότι η πρόταση αυτή αντιφάσκει και πάλι με την επιχειρηματολογία της ίδιας της ΡΑΕ “να μην επικεντρώνεται στην εν γένει χρηματοοικονομική δυνατότητα του φορέα σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η οποία εκ των πραγμάτων κρίνεται από τους δυνητικούς χρηματοδότες του σε μεταγενέστερο στάδιο ανάπτυξής του”, η πρόταση αυτή απειλεί στην πράξη να θέσει φραγμό στο ενδιαφέρον που επιδεικνύεται το τελευταίο διάστημα από επενδυτές με μεγάλα χαρτοφυλάκια, στην περίπτωση των οποίων η προτεινόμενη εγγυητική επιστολή αντιστοιχεί σε ποσά των εκατομμυρίων ευρώ. Καλούνται λοιπόν να καταθέσουν εγγυητική επιστολή μόνο και μόνο για να καταθέσουν μια αίτηση στη ΡΑΕ και όσο περισσότερο καθυστερεί η ΡΑΕ τόσο περισσότερο επιβαρύνονται αυτοί χωρίς να φταίνε και χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό! Σε τελική ανάλυση, αν ο επενδυτής δεν έχει τη δυνατότητα εξεύρεσης χρηματοδότησης του έργου του, δεν θα είναι σε θέση να καταθέσει εγγυητικές επιστολές για να εξασφαλίσει όρους σύνδεσης ή τη συμμετοχή του σε διαγωνιστικές διαδικασίες, πόσο μάλλον να κατασκευάσει το έργο. Αναρωτιόμαστε επίσης τι σχέση μπορεί να έχει ένα τέτοιο παράλογο και αντιαναπτυξιακό μέτρο με την “απλοποίηση των διαδικασιών”.
Ο ΣΕΦ έχει προτείνει εδώ και καιρό, ένα ολοκληρωμένο πακέτο προτάσεων για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου που αφορά τα φωτοβολταϊκά. Μεταξύ των προτάσεων για την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης για τα φωτοβολταϊκά προτείνει την κατάργηση των Αδειών Παραγωγής, Εγκατάστασης και Λειτουργίας και τη θέσπιση ενός νέου σχήματος αδειοδότησης, εποπτείας και ελέγχου των επενδύσεων. Προφανώς, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου δεν εξαντλείται στο στάδιο της Άδειας Παραγωγής, αλλά αφορά και τη μετέπειτα διαδικασία.
Ο ρόλος της ΡΑΕ οφείλει να είναι πιο επιτελικός σε ότι αφορά στον ενεργειακό σχεδιασμό και όχι να αναπαράγει γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Άλλωστε, η έννοια της άδειας παραγωγής δεν υπάρχει για τα φωτοβολταϊκά σε άλλες χώρες. Αυτό ουδόλως εμποδίζει τις εκεί αρμόδιες αρχές να έχουν εικόνα του που βαδίζει η αγορά και τι ανάγκες καλούνται να καλύψουν σε επίπεδο σχεδιασμού και χάραξης πολιτικής, αρκεί να υπάρχει η σχετική γνωστοποίηση και η τήρηση σχετικών αρχείων. Επί της ουσίας, η ΡΑΕ είναι σήμερα ο απόλυτος ρυθμιστής της αγοράς, αφού μέσω των διαγωνιστικών διαδικασιών, που είναι πλέον σε ισχύ, μπορεί να καθορίζει και το ρυθμό διείσδυσης της κάθε τεχνολογίας αλλά εμμέσως και τη βιωσιμότητα των επενδύσεων μέσω καθορισμού τιμών οροφής σε κάθε μειοδοτικό διαγωνισμό. Δεν τίθεται θέμα λοιπόν αν υπάρχει “η δυνατότητα του αιτούντος να υλοποιήσει το έργο” αφού θεωρητικά έχει φροντίσει γι’ αυτό η ΡΑΕ μέσω της προκήρυξης και εποπτείας των διαγωνισμών, ενώ αν ο επενδυτής δεν υλοποιήσει τελικά το έργο εντός συγκεκριμένων προθεσμιών υπάρχουν κυρώσεις μέσω κατάπτωσης των εγγυητικών επιστολών.
Η βασική αλλαγή που θα οδηγήσει σε σημαντική απλοποίηση και επιτάχυνση της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών, αφορά στην κατάργηση του πρώτου αδειοδοτικού βήματος που ισχύει σήμερα, δηλαδή στην απόκτηση άδειας παραγωγής (ή εξαίρεσης απ’ αυτήν) από τη ΡΑΕ.
Στις περιοχές με κορεσμένο δίκτυο (όπως είναι αρκετά μη διασυνδεδεμένα νησιά), η δυνατότητα απορρόφησης ισχύος μπορεί να διαπιστώνεται με απόφαση της ΡΑΕ, μετά από εισήγηση του Διαχειριστή του Δικτύου. Ο αρμόδιος Διαχειριστής πρέπει να υποχρεούται να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για τη σύνδεση των σταθμών με το Δίκτυο των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών με σειρά προτεραιότητας των αιτήσεων των ενδιαφερομένων μέχρι εξαντλήσεως του εκάστοτε ορίου. Αν στις περιοχές όπου υπάρχει περιορισμένη διαθέσιμη ισχύς, ο ενδιαφερόμενος δεν προχωρήσει, με δική του υπαιτιότητα, σε υλοποίηση και ηλέκτριση του σταθμού εντός ενός καθορισμένου χρονικού διαστήματος από τη θετική γνωμοδότηση για σύνδεση με το Δίκτυο, να αίρεται η γνωμοδότηση αυτή και ο αρμόδιος Διαχειριστής να κατανέμει τη διαθέσιμη ισχύ στον επόμενο κατά σειρά προτεραιότητας ενδιαφερόμενο.
Η κατάργηση της άδειας παραγωγής συμπαρασύρει ως γνωστόν και τις άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας, οι οποίες επίσης θα πρέπει να καταργηθούν. Είναι σαφές ότι, με την κατάργηση της άδειας παραγωγής, παύει να έχει νόημα και η καταβολή του ετήσιου τέλους διατήρησης δικαιώματος κατοχής άδειας παραγωγής.
Τα παραπάνω είναι συμβατά με την Οδηγία 2018/2001 σύμφωνα με την οποία “θα πρέπει να καθορίζονται απλουστευμένες και λιγότερο επαχθείς διαδικασίες αδειοδότησης, μεταξύ άλλων μέσω απλής κοινοποίησης, για αποκεντρωμένα συστήματα και για την παραγωγή και αποθήκευση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές”. Στο άρθρο 15, η εν λόγω Οδηγία αναφέρει πως “τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι: α) οι διοικητικές διαδικασίες απλουστεύονται και διεκπεραιώνονται με ταχείες διαδικασίες στο κατάλληλο διοικητικό επίπεδο και ορίζονται προβλέψιμα χρονοδιαγράμματα για τις διαδικασίες”.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 της Οδηγίας 2018/2001, που αφορά την οργάνωση και διάρκεια της διαδικασίας αδειοδότησης: “1.Τα κράτη μέλη δημιουργούν ή ορίζουν ένα ή περισσότερα σημεία επαφής. Αυτά τα σημεία επαφής, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, παρέχουν καθοδήγηση και διευκολύνουν το σύνολο της διοικητικής διαδικασίας αδειοδότησης. Σε ολόκληρη τη διαδικασία ο αιτών επικοινωνεί μόνο με ένα σημείο επαφής. Η διαδικασία αδειοδότησης καλύπτει τις σχετικές διοικητικές άδειες εγκατάστασης, ανανέωσης και εκμετάλλευσης σταθμών παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και τα πάγια στοιχεία που απαιτούνται για τη σύνδεσή τους στο δίκτυο. Η διαδικασία αδειοδότησης περιλαμβάνει όλες τις διαδικασίες από τη βεβαίωση της παραλαβής της αίτησης έως την κοινοποίηση του αποτελέσματος της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2. 2.Το σημείο επαφής καθοδηγεί τον αιτούντα κατά τη διοικητική διαδικασία υποβολής αίτησης αδειοδότησης με διαφανή τρόπο έως την έκδοση μίας ή περισσότερων αποφάσεων από τις υπεύθυνες αρχές στο τέλος της διαδικασίας, του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και εμπλέκει, ενδεχομένως, και άλλες διοικητικές αρχές. Οι αιτούντες έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν όλα τα σχετικά έγγραφα και σε ψηφιακή μορφή”.
Στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα εθνικό “σημείο επαφής”. Αυτό το ρόλο θα μπορούσε να τον παίξει, για παράδειγμα, η ΡΑΕ. Μέσω μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα διαχειρίζεται το σημείο επαφής, η οποία θα ενημερώνεται και θα δίνει πληροφορία σε πραγματικό χρόνο, μπορεί να διασφαλιστεί η παρακολούθηση, η εποπτεία και ο έλεγχος κάθε έργου. Οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε αυτή την πλατφόρμα για να γνωρίζουν πώς προχωρά η αδειοδοτική διαδικασία για το έργο τους.
Κατανοούμε ότι είναι δύσκολο για τη ΡΑΕ να προτείνει η ίδια την κατάργηση μιας από τις κύριες ενασχολήσεις της. Από την άλλη όμως, η ΡΑΕ έχει πλειάδα θεμάτων να διεκπεραιώσει ως ρυθμιστής της αγοράς ενέργειας. Ας επικεντρώσει λοιπόν σε αυτά που είναι όντως απαραίτητα και δεν της απομυζούν άσκοπα πόρους και χρόνο και που κυρίως δεν έχουν ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα των αγορών.
Η πρόταση της ΡΑΕ είναι “η απλούστευση των κριτηρίων και ο περιορισμός τους στα απολύτως αναγκαία κριτήρια που προσδίδουν στην άδεια παραγωγής τον χαρακτήρα της άδειας σκοπιμότητας”. Στην κατεύθυνση αυτή, η ΡΑΕ προτείνει την κατάργηση ορισμένων κριτηρίων με την εξής ενδιαφέρουσα και ορθή επιχειρηματολογία:
“...δεδομένου ότι τα σχετικά ζητήματα εξετάζονται ενδελεχώς από τους αρμόδιους διαχειριστές, σε επόμενο αδειοδοτικό στάδιο...
Κρίνεται σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη και το ισχύον πλαίσιο υλοποίησης των έργων (ανταγωνιστικές διαδικασίες κ.λπ), ο κίνδυνος μη υλοποίησης έργων λόγω της μη αποδοτικότητάς τους, να αναλαμβάνεται από τον ίδιο τον επενδυτή, ο οποίος οφείλει εντός συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων να μεριμνήσει για την εύθετη υλοποίηση του έργου του.
... δεδομένου ότι η εξασφάλιση τυχόν εγκρίσεων και γνωμοδοτήσεων, εξετάζεται ενδελεχώς στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων και συνεπώς δεν κρίνεται σκόπιμο να αποτελεί αντικείμενo εξέτασης στην απαρχή της αδειοδοτικής διαδικασίας από τη ΡΑΕ”.
Την ίδια στιγμή όμως η ΡΑΕ διατηρεί κάποια κριτήρια τα οποία πληρούν όλες τις παραπάνω συνθήκες κατάργησής τους. Για παράδειγμα, παραμένει ως κριτήριο “η εξέταση της χωροθέτησης του έργου σε οριοθετημένη ζώνη αποκλεισμού χωροθέτησης έργου ΑΠΕ”. Μα και το κριτήριο αυτό “εξετάζεται ενδελεχώς στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων” και συνεπώς δεν θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενo εξέτασης στην απαρχή της αδειοδοτικής διαδικασίας από τη ΡΑΕ. Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά λοιπόν;
Το πρώτο από τα κριτήρια που διατηρείται σύμφωνα με την πρόταση της ΡΑΕ είναι “η εθνική ασφάλεια και η προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, εφόσον η Αρχή έχει λάβει γνώση τέτοιου ζητήματος με οποιοδήποτε τρόπο”. Προκαλούμε οποιονδήποτε να μας πει πώς ακριβώς επηρεάζεται η εθνική ασφάλεια και η προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας από την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, ώστε να απαιτείται η εξέταση αυτού του κριτηρίου από τη ΡΑΕ. Αν σε κάποιες περιπτώσεις τεχνολογιών η εγκατάστασή τους σε “ευαίσθητες” περιοχές αποτελεί θέμα προς εξέταση, ας υπάρχει ειδική αντιμετώπιση. Γιατί όμως πρέπει μαζί με τα ξερά να καούν και τα χλωρά;
Εκεί όμως που η πρόταση της ΡΑΕ αρχίζει να θέτει νέα εμπόδια στην ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι στο κριτήριο ως προς την οικονομική επάρκεια για την υλοποίηση του έργου. Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου απαιτούνται ισολογισμοί και αποτελέσματα χρήσης ή διαθέσιμα αποθεματικά και άλλου είδους αποδεικτικά, στην πρότασή της η ΡΑΕ ζητά (στην περίπτωση κάλυψης των έργων με ίδια κεφάλαια) την καταβολή εγγυητικής επιστολής για την υλοποίησή του που θα αντιστοιχεί στο 1%-2% του προϋπολογισμού του έργου.
Πέραν του ότι η πρόταση αυτή αντιφάσκει και πάλι με την επιχειρηματολογία της ίδιας της ΡΑΕ “να μην επικεντρώνεται στην εν γένει χρηματοοικονομική δυνατότητα του φορέα σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η οποία εκ των πραγμάτων κρίνεται από τους δυνητικούς χρηματοδότες του σε μεταγενέστερο στάδιο ανάπτυξής του”, η πρόταση αυτή απειλεί στην πράξη να θέσει φραγμό στο ενδιαφέρον που επιδεικνύεται το τελευταίο διάστημα από επενδυτές με μεγάλα χαρτοφυλάκια, στην περίπτωση των οποίων η προτεινόμενη εγγυητική επιστολή αντιστοιχεί σε ποσά των εκατομμυρίων ευρώ. Καλούνται λοιπόν να καταθέσουν εγγυητική επιστολή μόνο και μόνο για να καταθέσουν μια αίτηση στη ΡΑΕ και όσο περισσότερο καθυστερεί η ΡΑΕ τόσο περισσότερο επιβαρύνονται αυτοί χωρίς να φταίνε και χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό! Σε τελική ανάλυση, αν ο επενδυτής δεν έχει τη δυνατότητα εξεύρεσης χρηματοδότησης του έργου του, δεν θα είναι σε θέση να καταθέσει εγγυητικές επιστολές για να εξασφαλίσει όρους σύνδεσης ή τη συμμετοχή του σε διαγωνιστικές διαδικασίες, πόσο μάλλον να κατασκευάσει το έργο. Αναρωτιόμαστε επίσης τι σχέση μπορεί να έχει ένα τέτοιο παράλογο και αντιαναπτυξιακό μέτρο με την “απλοποίηση των διαδικασιών”.
Ο ΣΕΦ έχει προτείνει εδώ και καιρό, ένα ολοκληρωμένο πακέτο προτάσεων για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου που αφορά τα φωτοβολταϊκά. Μεταξύ των προτάσεων για την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης για τα φωτοβολταϊκά προτείνει την κατάργηση των Αδειών Παραγωγής, Εγκατάστασης και Λειτουργίας και τη θέσπιση ενός νέου σχήματος αδειοδότησης, εποπτείας και ελέγχου των επενδύσεων. Προφανώς, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου δεν εξαντλείται στο στάδιο της Άδειας Παραγωγής, αλλά αφορά και τη μετέπειτα διαδικασία.
Ο ρόλος της ΡΑΕ οφείλει να είναι πιο επιτελικός σε ότι αφορά στον ενεργειακό σχεδιασμό και όχι να αναπαράγει γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Άλλωστε, η έννοια της άδειας παραγωγής δεν υπάρχει για τα φωτοβολταϊκά σε άλλες χώρες. Αυτό ουδόλως εμποδίζει τις εκεί αρμόδιες αρχές να έχουν εικόνα του που βαδίζει η αγορά και τι ανάγκες καλούνται να καλύψουν σε επίπεδο σχεδιασμού και χάραξης πολιτικής, αρκεί να υπάρχει η σχετική γνωστοποίηση και η τήρηση σχετικών αρχείων. Επί της ουσίας, η ΡΑΕ είναι σήμερα ο απόλυτος ρυθμιστής της αγοράς, αφού μέσω των διαγωνιστικών διαδικασιών, που είναι πλέον σε ισχύ, μπορεί να καθορίζει και το ρυθμό διείσδυσης της κάθε τεχνολογίας αλλά εμμέσως και τη βιωσιμότητα των επενδύσεων μέσω καθορισμού τιμών οροφής σε κάθε μειοδοτικό διαγωνισμό. Δεν τίθεται θέμα λοιπόν αν υπάρχει “η δυνατότητα του αιτούντος να υλοποιήσει το έργο” αφού θεωρητικά έχει φροντίσει γι’ αυτό η ΡΑΕ μέσω της προκήρυξης και εποπτείας των διαγωνισμών, ενώ αν ο επενδυτής δεν υλοποιήσει τελικά το έργο εντός συγκεκριμένων προθεσμιών υπάρχουν κυρώσεις μέσω κατάπτωσης των εγγυητικών επιστολών.
Η βασική αλλαγή που θα οδηγήσει σε σημαντική απλοποίηση και επιτάχυνση της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών, αφορά στην κατάργηση του πρώτου αδειοδοτικού βήματος που ισχύει σήμερα, δηλαδή στην απόκτηση άδειας παραγωγής (ή εξαίρεσης απ’ αυτήν) από τη ΡΑΕ.
Στις περιοχές με κορεσμένο δίκτυο (όπως είναι αρκετά μη διασυνδεδεμένα νησιά), η δυνατότητα απορρόφησης ισχύος μπορεί να διαπιστώνεται με απόφαση της ΡΑΕ, μετά από εισήγηση του Διαχειριστή του Δικτύου. Ο αρμόδιος Διαχειριστής πρέπει να υποχρεούται να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για τη σύνδεση των σταθμών με το Δίκτυο των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών με σειρά προτεραιότητας των αιτήσεων των ενδιαφερομένων μέχρι εξαντλήσεως του εκάστοτε ορίου. Αν στις περιοχές όπου υπάρχει περιορισμένη διαθέσιμη ισχύς, ο ενδιαφερόμενος δεν προχωρήσει, με δική του υπαιτιότητα, σε υλοποίηση και ηλέκτριση του σταθμού εντός ενός καθορισμένου χρονικού διαστήματος από τη θετική γνωμοδότηση για σύνδεση με το Δίκτυο, να αίρεται η γνωμοδότηση αυτή και ο αρμόδιος Διαχειριστής να κατανέμει τη διαθέσιμη ισχύ στον επόμενο κατά σειρά προτεραιότητας ενδιαφερόμενο.
Η κατάργηση της άδειας παραγωγής συμπαρασύρει ως γνωστόν και τις άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας, οι οποίες επίσης θα πρέπει να καταργηθούν. Είναι σαφές ότι, με την κατάργηση της άδειας παραγωγής, παύει να έχει νόημα και η καταβολή του ετήσιου τέλους διατήρησης δικαιώματος κατοχής άδειας παραγωγής.
Τα παραπάνω είναι συμβατά με την Οδηγία 2018/2001 σύμφωνα με την οποία “θα πρέπει να καθορίζονται απλουστευμένες και λιγότερο επαχθείς διαδικασίες αδειοδότησης, μεταξύ άλλων μέσω απλής κοινοποίησης, για αποκεντρωμένα συστήματα και για την παραγωγή και αποθήκευση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές”. Στο άρθρο 15, η εν λόγω Οδηγία αναφέρει πως “τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι: α) οι διοικητικές διαδικασίες απλουστεύονται και διεκπεραιώνονται με ταχείες διαδικασίες στο κατάλληλο διοικητικό επίπεδο και ορίζονται προβλέψιμα χρονοδιαγράμματα για τις διαδικασίες”.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 της Οδηγίας 2018/2001, που αφορά την οργάνωση και διάρκεια της διαδικασίας αδειοδότησης: “1.Τα κράτη μέλη δημιουργούν ή ορίζουν ένα ή περισσότερα σημεία επαφής. Αυτά τα σημεία επαφής, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, παρέχουν καθοδήγηση και διευκολύνουν το σύνολο της διοικητικής διαδικασίας αδειοδότησης. Σε ολόκληρη τη διαδικασία ο αιτών επικοινωνεί μόνο με ένα σημείο επαφής. Η διαδικασία αδειοδότησης καλύπτει τις σχετικές διοικητικές άδειες εγκατάστασης, ανανέωσης και εκμετάλλευσης σταθμών παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και τα πάγια στοιχεία που απαιτούνται για τη σύνδεσή τους στο δίκτυο. Η διαδικασία αδειοδότησης περιλαμβάνει όλες τις διαδικασίες από τη βεβαίωση της παραλαβής της αίτησης έως την κοινοποίηση του αποτελέσματος της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2. 2.Το σημείο επαφής καθοδηγεί τον αιτούντα κατά τη διοικητική διαδικασία υποβολής αίτησης αδειοδότησης με διαφανή τρόπο έως την έκδοση μίας ή περισσότερων αποφάσεων από τις υπεύθυνες αρχές στο τέλος της διαδικασίας, του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και εμπλέκει, ενδεχομένως, και άλλες διοικητικές αρχές. Οι αιτούντες έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν όλα τα σχετικά έγγραφα και σε ψηφιακή μορφή”.
Στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα εθνικό “σημείο επαφής”. Αυτό το ρόλο θα μπορούσε να τον παίξει, για παράδειγμα, η ΡΑΕ. Μέσω μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας που θα διαχειρίζεται το σημείο επαφής, η οποία θα ενημερώνεται και θα δίνει πληροφορία σε πραγματικό χρόνο, μπορεί να διασφαλιστεί η παρακολούθηση, η εποπτεία και ο έλεγχος κάθε έργου. Οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε αυτή την πλατφόρμα για να γνωρίζουν πώς προχωρά η αδειοδοτική διαδικασία για το έργο τους.
Κατανοούμε ότι είναι δύσκολο για τη ΡΑΕ να προτείνει η ίδια την κατάργηση μιας από τις κύριες ενασχολήσεις της. Από την άλλη όμως, η ΡΑΕ έχει πλειάδα θεμάτων να διεκπεραιώσει ως ρυθμιστής της αγοράς ενέργειας. Ας επικεντρώσει λοιπόν σε αυτά που είναι όντως απαραίτητα και δεν της απομυζούν άσκοπα πόρους και χρόνο και που κυρίως δεν έχουν ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα των αγορών.
www.worldenergynews.gr