Αύξηση 1,5% στην τιμή της κιλοβατώρας, με την υπέρβαση του πλαφόν – Μεγαλύτερη επιβάρυνση όταν η ηλεκτροπαραγωγή της ΔΕΗ είναι πιο ρυπογόνα απ' ό,τι τον Απρίλιο του 2019
Την ίδια μεθοδολογία με τη ρήτρα στη μέση τάση, με διαφορετική ωστόσο χρήση του υπολογιζόμενου ποσού (μοναδιαία χρέωση), επιστράτευσε η ΔΕΗ στη ρήτρα CO2 που ενσωμάτωσε για πρώτη φορά και στη χαμηλή τάση.
Έτσι, ο υπολογισμός της μοναδιαίας χρέωσης (ευρώ/κιλοβατώρα) για έναν συγκεκριμένο μήνα γίνεται με τον ίδιο μαθηματικό τύπο με τη μέση τάση, στον οποίο περιλαμβάνονται τόσο οι συνολικές εκπομπές CO2 από το θερμοηλεκτρικό χαρτοφυλάκιο της ΔΕΗ για τον προηγούμενο μήνα, όσο και το σύνολο της ενέργειας που παρήγαγε η εταιρεία το ίδιο χρονικό χρονικό διάστημα στο διασυνδεδεμένο σύστημα.
Ωστόσο, στην περίπτωση της χαμηλής τάσης, η επιχείρηση θέτει ένα πλαφόν επιβάρυνσης από τα δικαιώματα ρύπων, το οποίο θα συνεχίσει να απορροφά εξ ολοκλήρου, «περνώντας» στους πελάτες της τη διαφορά που τυχόν θα προκύψει στο μέλλον, αν η επιβάρυνση αυξηθεί.
Το πλαφόν αυτό έχει οριστεί στα 15,68 ευρώ/ μεγαβατώρα, και είναι ουσιαστικά το κόστος που επωμίστηκε η επιχείρηση τον Απρίλιο του 2019, τον οποίο χρησιμοποιεί ως μήνα αναφοράς.
Απορρόφηση 15,68 ευρώ/μεγαβατώρα από τη ΔΕΗ
Η παραπάνω ιδιαιτερότητα σημαίνει πως η ρήτρα θα ενεργοποιηθεί, και επομένως θα προκύψει επιβάρυνση στους λογαριασμούς, μόνον αν ένα μήνα η επιβάρυνση ξεπεράσει τα 15,68 ευρώ/ μεγαβατώρα, μετακυλίοντας τότε τη διαφορά στους πελάτες χαμηλής τάσης.
Αντίθετα, όποτε το νούμερο αυτό προκύπτει μικρότερο ή και ίσο με 15,68 ευρώ, η ρήτρα απλώς έχει μηδενικό αποτέλεσμα στους λογαριασμούς.
Επομένως, η ρήτρα δεν μπορεί ποτέ να γίνει αρνητική, «επιστρέφοντας» χρήματα στους πελάτες. Κάτι που είναι φυσιολογικό, με δεδομένο ότι έως το συγκεκριμένο ποσό δεν υπάρχει «συμμετοχή» των πελατών της εταιρείας στο κόστος των ρύπων.
Όριο ανοχής 10%
Κάθε μήνα, κριτήριο για τον επανυπολογισμό της μοναδιαίας χρέωσης είναι ο μέσος όρος τιμών κλεισίματος του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης (Future) EUA, με μήνα ωρίμανσης τον Δεκέμβριο του έτους χρήσης (φέτος του 2019) κατά τον προηγούμενο της κατανάλωσης μήνα.
Με δεδομένο ότι μήνας αναφοράς είναι ο Απρίλιος 2019, χρησιμοποιείται η τιμή στην οποία διαμορφώθηκε η εν λόγω παράμετρος τότε, δηλαδή 25,74 ευρώ/ τόνο.
Αυτό σημαίνει πως ο επανυπολογισμός θα γίνει αν η αντίστοιχη τιμή υπερβαίνει κατά 10% τα 25,74 ευρώ/ τόνο.
Επομένως, αυτό θα συμβεί όταν κάποιο μήνα η μέση τιμή του συμβολαίου λήξης Δεκεμβρίου 2019 (για φέτος) αγγίξει ή ξεπεράσει τα 28,3 ευρώ/τόνο.
Τότε, η επιβάρυνση στους λογαριασμούς θα καθορισθεί από τα δεδομένα ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ, δηλαδή τις εκπομπές ρύπων και τη συνολική της παραγωγή ρεύματος.
Αν τα δεδομένα αυτά είναι ίδια με το «προφίλ» ηλεκτροπαραγωγής του Απρίλιο 2019, τότε η επιβάρυνση υπολογίζεται στα 0,00155 ευρώ/κιλοβατώρα, η οποία ισοδυναμεί με επιπλέον αύξηση 1,5% στο κόστος της τιμής του ρεύματος (με βάση τη νέα τιμή των 0,11058 ευρώ/κιλοβατώρα, για κατανάλωση έως 2000 κιλοβατώρες).
Ικανοποιητικό «μαξιλάρι» ασφαλείας για την τιμή των δικαιωμάτων
Όπως είναι φυσικό, η παραπάνω εικόνα θα ήταν αρκετά διαφορετική, αν είχε ορισθεί άλλος μήνας από τον Απρίλιο, ως μήνας αναφοράς. Πρώτα από όλα, γιατί θα ήταν διαφορετικός ο «πήχυς» των δικαιωμάτων ρύπων, πάνω από τα οποία θα ενεργοποιείτο η ρήτρα.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, ως προς αυτή την παράμετρο, η χρήση του Απριλίου αποτελεί μία ισορροπημένη επιλογή, καθώς αποτελεί έναν από τους μήνες εντός του 2019 όπου η διεθνής τιμή των δικαιωμάτων ήταν αυξημένη, με συνέπεια το όριο ανοχής του 10% να δημιουργεί ένα ικανοποιητικό «μαξιλάρι» ασφαλείας.
Ενδεικτικό είναι πως κανέναν από τους υπόλοιπους μήνες του 2019 δεν θα είχε ενεργοποιηθεί η ρήτρα, αφού τα δικαιώματα δεν άγγιξαν τα 28,3 ευρώ/τόνο.
Λιγότερο ρυπογόνα η παραγωγή της ΔΕΗ την άνοιξη
Ωστόσο, όπως συμπληρώνουν, αρνητική παράμετρος με την επιλογή του Απριλίου είναι πως τον συγκεκριμένο μήνα η ηλεκτροπαραγωγή είναι μειωμένη (αφού π.χ. την άνοιξη δεν υπάρχει ανάγκη για τη χρήση κλιματιστικών, που αυξάνουν την κατανάλωση).
Έτσι, είναι μειωμένη η χρήση των λιγνιτικών σταθμών και, κατά συνέπεια, οι ρύποι που εκπέμπει το θερμοηλεκτρικό χαρτοφυλάκιο της εταιρείας.
Το αντίθετο θα συμβεί αν οι τιμές των δικαιωμάτων ξεπεράσουν τα 28,3 ευρώ/τόνο, σε μία περίοδο όπου οι λιγνιτικές μονάδες χρειάζεται να λειτουργούν για πολλές ώρες την ημέρα – όπως π.χ. τον χειμώνα, όπου επιπλέον πολλές από αυτές καλύπτουν και τις ανάγκες τηλεθερμάνσεων. Τότε, η επιβάρυνση μπορεί να γίνει αισθητά μεγαλύτερη από 1,5% στα τιμολόγια, αφού το «προφίλ» ηλεκτροπαραγωγής της επιχείρησης θα είναι πολύ πιο ρυπογόνο απ’ ό,τι έναν ανοιξιάτικο μήνα, όπως ο Απρίλιος.
www.worldenergynews.gr
Έτσι, ο υπολογισμός της μοναδιαίας χρέωσης (ευρώ/κιλοβατώρα) για έναν συγκεκριμένο μήνα γίνεται με τον ίδιο μαθηματικό τύπο με τη μέση τάση, στον οποίο περιλαμβάνονται τόσο οι συνολικές εκπομπές CO2 από το θερμοηλεκτρικό χαρτοφυλάκιο της ΔΕΗ για τον προηγούμενο μήνα, όσο και το σύνολο της ενέργειας που παρήγαγε η εταιρεία το ίδιο χρονικό χρονικό διάστημα στο διασυνδεδεμένο σύστημα.
Ωστόσο, στην περίπτωση της χαμηλής τάσης, η επιχείρηση θέτει ένα πλαφόν επιβάρυνσης από τα δικαιώματα ρύπων, το οποίο θα συνεχίσει να απορροφά εξ ολοκλήρου, «περνώντας» στους πελάτες της τη διαφορά που τυχόν θα προκύψει στο μέλλον, αν η επιβάρυνση αυξηθεί.
Το πλαφόν αυτό έχει οριστεί στα 15,68 ευρώ/ μεγαβατώρα, και είναι ουσιαστικά το κόστος που επωμίστηκε η επιχείρηση τον Απρίλιο του 2019, τον οποίο χρησιμοποιεί ως μήνα αναφοράς.
Απορρόφηση 15,68 ευρώ/μεγαβατώρα από τη ΔΕΗ
Η παραπάνω ιδιαιτερότητα σημαίνει πως η ρήτρα θα ενεργοποιηθεί, και επομένως θα προκύψει επιβάρυνση στους λογαριασμούς, μόνον αν ένα μήνα η επιβάρυνση ξεπεράσει τα 15,68 ευρώ/ μεγαβατώρα, μετακυλίοντας τότε τη διαφορά στους πελάτες χαμηλής τάσης.
Αντίθετα, όποτε το νούμερο αυτό προκύπτει μικρότερο ή και ίσο με 15,68 ευρώ, η ρήτρα απλώς έχει μηδενικό αποτέλεσμα στους λογαριασμούς.
Επομένως, η ρήτρα δεν μπορεί ποτέ να γίνει αρνητική, «επιστρέφοντας» χρήματα στους πελάτες. Κάτι που είναι φυσιολογικό, με δεδομένο ότι έως το συγκεκριμένο ποσό δεν υπάρχει «συμμετοχή» των πελατών της εταιρείας στο κόστος των ρύπων.
Όριο ανοχής 10%
Κάθε μήνα, κριτήριο για τον επανυπολογισμό της μοναδιαίας χρέωσης είναι ο μέσος όρος τιμών κλεισίματος του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης (Future) EUA, με μήνα ωρίμανσης τον Δεκέμβριο του έτους χρήσης (φέτος του 2019) κατά τον προηγούμενο της κατανάλωσης μήνα.
Με δεδομένο ότι μήνας αναφοράς είναι ο Απρίλιος 2019, χρησιμοποιείται η τιμή στην οποία διαμορφώθηκε η εν λόγω παράμετρος τότε, δηλαδή 25,74 ευρώ/ τόνο.
Αυτό σημαίνει πως ο επανυπολογισμός θα γίνει αν η αντίστοιχη τιμή υπερβαίνει κατά 10% τα 25,74 ευρώ/ τόνο.
Επομένως, αυτό θα συμβεί όταν κάποιο μήνα η μέση τιμή του συμβολαίου λήξης Δεκεμβρίου 2019 (για φέτος) αγγίξει ή ξεπεράσει τα 28,3 ευρώ/τόνο.
Τότε, η επιβάρυνση στους λογαριασμούς θα καθορισθεί από τα δεδομένα ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ, δηλαδή τις εκπομπές ρύπων και τη συνολική της παραγωγή ρεύματος.
Αν τα δεδομένα αυτά είναι ίδια με το «προφίλ» ηλεκτροπαραγωγής του Απρίλιο 2019, τότε η επιβάρυνση υπολογίζεται στα 0,00155 ευρώ/κιλοβατώρα, η οποία ισοδυναμεί με επιπλέον αύξηση 1,5% στο κόστος της τιμής του ρεύματος (με βάση τη νέα τιμή των 0,11058 ευρώ/κιλοβατώρα, για κατανάλωση έως 2000 κιλοβατώρες).
Ικανοποιητικό «μαξιλάρι» ασφαλείας για την τιμή των δικαιωμάτων
Όπως είναι φυσικό, η παραπάνω εικόνα θα ήταν αρκετά διαφορετική, αν είχε ορισθεί άλλος μήνας από τον Απρίλιο, ως μήνας αναφοράς. Πρώτα από όλα, γιατί θα ήταν διαφορετικός ο «πήχυς» των δικαιωμάτων ρύπων, πάνω από τα οποία θα ενεργοποιείτο η ρήτρα.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, ως προς αυτή την παράμετρο, η χρήση του Απριλίου αποτελεί μία ισορροπημένη επιλογή, καθώς αποτελεί έναν από τους μήνες εντός του 2019 όπου η διεθνής τιμή των δικαιωμάτων ήταν αυξημένη, με συνέπεια το όριο ανοχής του 10% να δημιουργεί ένα ικανοποιητικό «μαξιλάρι» ασφαλείας.
Ενδεικτικό είναι πως κανέναν από τους υπόλοιπους μήνες του 2019 δεν θα είχε ενεργοποιηθεί η ρήτρα, αφού τα δικαιώματα δεν άγγιξαν τα 28,3 ευρώ/τόνο.
Λιγότερο ρυπογόνα η παραγωγή της ΔΕΗ την άνοιξη
Ωστόσο, όπως συμπληρώνουν, αρνητική παράμετρος με την επιλογή του Απριλίου είναι πως τον συγκεκριμένο μήνα η ηλεκτροπαραγωγή είναι μειωμένη (αφού π.χ. την άνοιξη δεν υπάρχει ανάγκη για τη χρήση κλιματιστικών, που αυξάνουν την κατανάλωση).
Έτσι, είναι μειωμένη η χρήση των λιγνιτικών σταθμών και, κατά συνέπεια, οι ρύποι που εκπέμπει το θερμοηλεκτρικό χαρτοφυλάκιο της εταιρείας.
Το αντίθετο θα συμβεί αν οι τιμές των δικαιωμάτων ξεπεράσουν τα 28,3 ευρώ/τόνο, σε μία περίοδο όπου οι λιγνιτικές μονάδες χρειάζεται να λειτουργούν για πολλές ώρες την ημέρα – όπως π.χ. τον χειμώνα, όπου επιπλέον πολλές από αυτές καλύπτουν και τις ανάγκες τηλεθερμάνσεων. Τότε, η επιβάρυνση μπορεί να γίνει αισθητά μεγαλύτερη από 1,5% στα τιμολόγια, αφού το «προφίλ» ηλεκτροπαραγωγής της επιχείρησης θα είναι πολύ πιο ρυπογόνο απ’ ό,τι έναν ανοιξιάτικο μήνα, όπως ο Απρίλιος.
www.worldenergynews.gr