Οι ιδιώτες προμηθευτές ρεύματος εκτιμούν πως θα έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν το οικονομικό κίνητρο για τη «μετακίνηση» πελατών
Στάση αναμονής τηρούν οι περισσότεροι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας σχετικά με την τιμολογιακή τους «απάντηση» στο νέο τοπίο που θα διαμορφωθεί στη εγχώρια λιανική αγορά ρεύματος, μετά την αύξηση των ανταγωνιστικών χρεώσεων της ΔΕΗ, σε συνδυασμό με τη δρομολογημένη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ και την ελάττωση του ΦΠΑ που έχει τεθεί ήδη σε εφαρμογή.
Έτσι, αρκετοί προμηθευτές αναμένουν να δουν σε ποιο ακριβώς ύψος θα διαμορφωθεί τόσο η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, όσο και η μείωση του ΕΤΜΕΑΡ που θα χρησιμοποιηθεί για να αντισταθμίσει ένα μέρος της αύξησης.
Όπως σημειώνουν, όταν τα σχετικά νούμερα «κλειδώσουν» οριστικά, μόνον τότε θα έχουν πλήρη εικόνα για το εάν και με ποιο τρόπο θα αναπροσαρμόσουν την τιμολογιακή πολιτική τους.
Ωστόσο, ήδη από τώρα ορισμένοι εναλλακτικοί προμηθευτές προβλέπουν πως η αναθεώρηση των τιμολογίων της ΔΕΗ θα αποτελέσει μία νέα ευκαιρία, ώστε να μειώσουν ακόμη περισσότερο τους λογαριασμούς που πληρώνουν οι πελάτες τους, συγκριτικά με τον βασικό πάροχο.
Επομένως, εκτιμούν πως θα έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν το οικονομικό κίνητρο «μετακίνησης» πελατών από τη ΔΕΗ, για να αυξήσουν έτσι περαιτέρω το μερίδιό τους στην αγορά.
Οι ίδιοι προμηθευτές υποστηρίζουν πως είναι περίπου δεδομένο πως θα «περάσουν» στους πελάτες τους τουλάχιστον ένα μέρος των μειώσεων του ΕΤΜΕΑΡ και του ΦΠΑ.
Επομένως, με δεδομένο ότι σε κάθε περίπτωση οι ανταγωνιστικές τους χρεώσεις θα παραμένουν μικρότερες από αυτές τις ΔΕΗ, θα μειώσουν ακόμη περισσότερο την επιβάρυνση των πελατών τους, συγκριτικά με τους καταναλωτές που προμηθεύονται ρεύμα από τη ΔΕΗ.
Οικονομικό όφελος για τους καταναλωτές
Όπως είναι γνωστό, στόχος του ΥΠΕΝ και της νέας διοίκησης της ΔΕΗ είναι οι αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ να μην επιφέρουν επιβάρυνση στους πελάτες της επιχείρησης, καθώς θα εξισορροπηθούν πλήρως από την ελάττωση του ΕΤΜΕΑΡ και του ΦΠΑ.
Ωστόσο, ακόμη κι αν κάποιος εναλλακτικός πάροχος προβεί κι αυτός σε αύξηση των τιμολογίων του, αλλά αποφασίσει ένα ποσοστό αύξησης που θα αντισταθμίζει μόνο εν μέρει αυτές τις δύο μειώσεις (και όχι το 100% όπως ο βασικός πάροχος), τότε οι πελάτες του θα έχουν ένα «καθαρό» οικονομικό όφελος έναντι των πελατών της ΔΕΗ, οι οποίοι θα δουν τους λογαριασμούς τους να παραμένουν απλώς αμετάβλητοι.
Με απλά λόγια, αν η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ κινείται στο 10 - 12%, στο ποσοστό δηλαδή που «δείχνουν» όλες οι συγκλίνουσες πληροφορίες, τότε οι πελάτες της επιχείρησης δεν θα έχουν οικονομική επιβάρυνση με την ισόποση μείωση των λογαριασμών (10 - 12%) μέσω του ΕΤΜΕΑΡ και του ΦΠΑ.
Επομένως, ακόμη κι αν ένας άλλος προμηθευτής επιλέξει να αυξήσει τα τιμολόγιά του αλλά κατά μικρότερο ποσοστό, π.χ. κατά 6%, τότε θα «περάσει» την υπόλοιπη μείωση (4 - 6%) στους πελάτες του, οι οποίοι θα δουν κατά συνέπεια τους λογαριασμούς τους να ελαττώνονται.
Σε κάθε περίπτωση, πέρα από την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της ΔΕΗ, αποτελεί κοινό τόπο ότι η αναπροσαρμογή των χρεώσεών της ήταν απαραίτητη και για το σύνολο του κλάδου, με δεδομένο ότι τα τιμολόγιά της είχαν πάψει προ πολλού να είναι κοστοστρεφή.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αναπροσαρμογή μπορεί να ανοίξει τον δρόμο ώστε να ενισχυθεί στο άνοιγμα της αγοράς ο ρόλος των τιμολογίων που παρέχουν όλοι προμηθευτές, γεγονός που αποτελεί και τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για την περαιτέρω απελευθέρωσή της.
www.worldenergynews.gr