Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων προϋπόθεση για την ανάπτυξη και τη διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές
Στο 1,9% θα ανέλθει ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2019, σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύτηκε σήμερα, 1 Απριλίου 2019, σε αντίθεση με το 2,3% που εκτιμούσε στην ενδιάμεση έκθεσή της τον Δεκέμβριο.
Οι προοπτικές ανάπτυξης το 2019 θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και ειδικότερα από την πορεία της οικονομίας της ζώνης του ευρώ, αλλά και από τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Ειδικότερα για την ευρωζώνη, εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί η οικονομική ανάπτυξη και το 2019, με σημαντικά χαμηλότερο όμως ρυθμό (1,1%), καθώς ήδη καταγράφεται αξιοσημείωτη υποχώρηση σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς των προηγούμενων ετών.
Δημοσιονομική Πολιτική
Κατά το 2017 υπήρξε υπέρβαση του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, για τρίτο συνεχές έτος, σε σχέση με το στόχο του προγράμματος. Το 2018 αναμένεται επίσης υπέρβαση, σύμφωνα τόσο με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2019 όσο και με την πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εντούτοις, για άλλη μία χρονιά, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) περικόπηκαν έναντι του αρχικού στόχου.
Παρατηρήθηκε εξάλλου μεγάλη καθυστέρηση στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορέων της γενικής κυβέρνησης προς τους προμηθευτές τους, παρά τις στοχευμένες εκταμιεύσεις στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης.
Τα φαινόμενα αυτά, που επαναλαμβάνονται τα τελευταία έτη, στερούν πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία, μεγεθύνουν το πρόβλημα της ανεπαρκούς χρηματοδότησης της ιδιωτικής οικονομίας και επιβαρύνουν το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης, όπως άλλωστε επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας.
Για το 2019 προβλέπεται η εφαρμογή μιας επεκτατικής δέσμης δημοσιονομικών μέτρων ύψους περίπου 0,6% του ΑΕΠ, μερικώς αντισταθμιζόμενης από τη μείωση των δαπανών του ΠΔΕ κατά 0,3% του ΑΕΠ.
Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς ο δημοσιονομικός κίνδυνος που ελλοχεύει για το 2019 από ενδεχόμενες πιέσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική επέκταση εν όψει του εκλογικού κύκλου.
Κίνδυνοι και πηγές αβεβαιότητας
Παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, παραμένουν.
Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας το 2019 λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού, γεωπολιτικών κινδύνων και ευπαθειών στις αναδυόμενες οικονομίες.
Η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας που, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με το Brexit, ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην άνοδο των ελληνικών εξαγωγών και του τουρισμού.
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.
Και τούτο διότι η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Στους εγχώριους κινδύνους περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους.
Επιπλέον, στην αγορά εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του μέσου μισθού πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια από το 2010 μέχρι σήμερα.
Προκλήσεις για την ανάπτυξη
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή πρόκληση: αφενός να επιτύχει ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και αφετέρου να εξασφαλίσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για την εκπλήρωση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, όπως αυτές προσδιορίζονται στην απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου 2018 και από το ευρύτερο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων.
Η ελληνική οικονομία κατά τη μακρόχρονη περίοδο προσαρμογής επέτυχε να διορθώσει πολλές ανισορροπίες σε κρίσιμα οικονομικά μεγέθη. Εντούτοις, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ευπάθειες, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό κληρονομιά της κρίσης, αλλά ο πολυδιάστατος και αλληλένδετος χαρακτήρας τους αποκαλύπτει χρόνιες αδυναμίες.
Ειδικότερα:
Η μόνιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση στο άμεσο μέλλον.
Η ύπαρξη ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και χρήσιμη, είναι προσωρινό μέσο αναχρηματοδότησης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε περίπτωση μελλοντικών αναταράξεων στις διεθνείς αγορές.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές σε τακτά χρονικά διαστήματα και με βιώσιμους όρους.
Το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
Παρότι η βιωσιμότητα του χρέους έχει βελτιωθεί σημαντικά με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup, από το 2012 μέχρι και τα πλέον πρόσφατα του Ιουνίου 2018, η αποκλιμάκωση του χρέους εξαρτάται αφενός από τη δυνατότητα επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και αφετέρου από την προσήλωση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια ώστε να εξασφαλιστεί υψηλή αύξηση του ΑΕΠ.
Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη περίοδο (3,5% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060), όταν μάλιστα συνοδεύεται από υψηλή φορολογία, επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη και κατ’ επέκταση στη βιωσιμότητα του χρέους.
Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών αποτελεί τροχοπέδη στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, αφού δεσμεύει τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές δραστηριότητες.
Η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, γεγονός που θα ενισχύσει την πρόσβαση της υγιούς επιχειρηματικότητας στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό και είναι το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η υψηλή ανεργία, ιδίως των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, δημιουργεί ανισότητες που απειλούν την κοινωνική συνοχή, απαξιώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο, αποδυναμώνει κάθε κίνητρο για καλύτερης ποιότητας εκπαίδευση και εργασία και αυξάνει το κύμα εξερχόμενης μετανάστευσης.
Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, με τάση μάλιστα υποχώρησης.
Ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων παραμένει αρνητικός και υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με τις ανάγκες ενίσχυσης του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας, ύστερα μάλιστα από μια παρατεταμένη περίοδο αποεπένδυσης.
Εξάλλου, η συνεχιζόμενη περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δυσχεραίνει την επιτάχυνση της ανάπτυξης, αφού μειώνει τη συνολική ενεργό ζήτηση, αποδυναμώνει την ποιότητα των δημόσιων υποδομών και αυξάνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Οι χαμηλές εγχώριες αποταμιεύσεις.
Η αύξηση του κατά κεφαλήν ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος, ιδίως των χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων, η οποία υποστηρίχθηκε από την αύξηση της απασχόλησης κυρίως των νέων και των εργαζομένων με συμβάσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, διοχετεύθηκε από τα νοικοκυριά στην κατανάλωση, με αποτέλεσμα το ποσοστό της αποταμίευσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να παραμένει σε αρνητικό έδαφος.
Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το δείκτη αποτελεσματικής επίλυσης εμπορικών διαφορών της έκθεσης Doing Business για το 2019 της Παγκόσμιας Τράπεζας, απαιτείται τριπλάσιος χρόνος για την εκδίκαση μιας υπόθεσης και την εκτέλεση της απόφασης, καθώς και διπλάσιος χρόνος για την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, σε σύγκριση με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ως εκ τούτου, η γρήγορη και αξιόπιστη επίλυση των δικαστικών διαφορών εντός ενός διαφανούς και σταθερού νομικού πλαισίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ισχυροποίηση του κράτους δικαίου και κατ’ επέκταση την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Η ποιότητα των θεσμών και ο σεβασμός στις ανεξάρτητες αρχές. Χώρες με αδύναμους θεσμούς διακρίνονται από μικρότερο βαθμό ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, ο οποίος εκδηλώνεται με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης οικονομικών διαταραχών και μεγαλύτερη δυσκολία απορρόφησής τους.
Οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις.
Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται δραματική επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων της Ελλάδος, με κύρια χαρακτηριστικά τη μείωση του πληθυσμού της, την ταχεία γήρανσή του και τον εξαιρετικά χαμηλό δείκτη γονιμότητας. Η διαχρονική αλλαγή των ποσοτικών και ποιοτικών πληθυσμιακών δεδομένων επιταχύνθηκε από το μαζικό πρόσφατο κύμα εξερχόμενης μετανάστευσης τμήματος του πληθυσμού σε ηλικία αναπαραγωγής.
Η δημογραφική κρίση είναι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία και οικονομία στο άμεσο μέλλον, καθώς η ταχεία συρρίκνωση του πληθυσμού και η ραγδαία γήρανσή του επηρεάζουν δυσμενώς μεσομακροπρόθεσμα το δυνητικό προϊόν και το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας.
Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI), η Ελλάδα για το 2018 κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, το οποίο σημαίνει ότι ο ρυθμός ψηφιακού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας παραμένει αργός, με αποτέλεσμα η χώρα να χαρακτηρίζεται ψηφιακά ανώριμη.
Κατά συνέπεια, είναι απολύτως αναγκαία η ανάληψη δράσεων πολιτικής για την αποτροπή του κινδύνου της τεχνολογικής υστέρησης και του χαμηλού ψηφιακού αλφαβητισμού.
Η κλιματική αλλαγή και η πρόκληση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ανάπτυξης σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας με την υιοθέτηση της “κυκλικής” (circular) οικονομίας είναι κρίσιμος για την πορεία μας στο μέλλον.
Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2019, από τους πέντε σοβαρότερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, οι τρεις είναι περιβαλλοντικοί και όλοι σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής
Οι παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, προκειμένου να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και να αυξηθεί η ανθεκτικότητά της σε εξωτερικούς κινδύνους. Προς το σκοπό αυτό, προτείνονται οι ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
1ον Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ασκεί αρνητική επίδραση στην προσφορά πιστώσεων, δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις. Επιπλέον, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι ασθενέστερη, κυρίως επειδή η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων επηρεάζει τις επενδύσεις.
Για να επιτευχθεί ταχύτερη αποκλιμάκωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, θα πρέπει να εξεταστούν και πρόσθετες, πέραν των προσπαθειών των ίδιων των τραπεζών, συστημικές λύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με χρήση μέρους των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
2ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους φόρους συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, διογκώνοντας παράλληλα και την παραοικονομία.
Επίσης, η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τα δύο τελευταία χρόνια επηρεάζει το ύψος των επενδύσεων σε υποδομές και τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική.
Αντίθετα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην υλοποίηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν την αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
3ον Υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα έως τώρα δημοσιονομικά επιτεύγματα και να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής η οποία αντανακλάται στη διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα, απαιτείται η έγκαιρη ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων-δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που έχει στην κατοχή του το Ευρωσύστημα (SMP και ANFA). Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στην προσπάθεια για την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Η τυχόν ανατροπή συμφωνημένων πολιτικών λειτουργεί προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση.
4ον Επιτάχυνση της υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων, ειδικά αυτών με υψηλή συμβολική σημασία και αναπτυξιακό αποτέλεσμα (όπως της αξιοποίησης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού).
Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στη συνολική επενδυτική δαπάνη.
5ον Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας.
Ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές που θα καταστήσουν περισσότερο ελκυστική την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Συγκεκριμένα, αυτές είναι η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, η αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και η μείωση της γραφειοκρατίας.
6ον Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η ασφάλεια δικαίου, η σαφήνεια και η σταθερότητα του νομικού πλαισίου αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ενίσχυση του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
7ον Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία) και η ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων.
Η συστηματική χρήση καινοτόμων τεχνολογιών και η αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε εμπορεύσιμους κλάδους δραστηριότητας μπορούν να συμβάλουν στο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο παραγωγικό πρότυπο βασισμένο στη γνώση και τις εξαγωγές.
8ον Ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Κάτι τέτοιο απαιτεί τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ιδιαίτερα στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ενίσχυση της εξωστρέφειας τομέων της οικονομίας την τελευταία τριετία συνδέεται άμεσα με άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια.
9ον Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας.
Η οικονομία βρίσκεται σε μία περίοδο που η ανάκαμψη, αν και έχει ξεκινήσει, δεν έχει ακόμη αποκτήσει ισχυρά θεμέλια μέσα από εύρωστους ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης. Κατά συνέπεια, κάθε ρυθμιστική παρέμβαση για την προστασία των εργαζομένων πρέπει να διαφυλάσσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας, καθώς και τα οφέλη της επίπονης ευρύτερης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της περιόδου 2010-2017.
10ον Η υπό διαβούλευση πρόταση για αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίσει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας εν γένει.
Επίσης, μια αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συνοδευθεί από στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ εργαζομένων, επιχειρήσεων και κλάδων που αναμένεται να πληγούν περισσότερο, όπως στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ή μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, καθώς και από πιο αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς εργασίας, ώστε να περιοριστούν τα περιθώρια κατάχρησης της ευελιξίας που παρέχει το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο και να αποτραπεί η αύξηση της παραοικονομίας.
Δείτε εδώ τι αναφέρει η έκθεση για τις τράπεζες
ΤτΕ: Αδύναμη η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών - Ανεπαρκής ο ρυθμός μείωσης των NPEs
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr
Οι προοπτικές ανάπτυξης το 2019 θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και ειδικότερα από την πορεία της οικονομίας της ζώνης του ευρώ, αλλά και από τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Ειδικότερα για την ευρωζώνη, εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί η οικονομική ανάπτυξη και το 2019, με σημαντικά χαμηλότερο όμως ρυθμό (1,1%), καθώς ήδη καταγράφεται αξιοσημείωτη υποχώρηση σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς των προηγούμενων ετών.
Δημοσιονομική Πολιτική
Κατά το 2017 υπήρξε υπέρβαση του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, για τρίτο συνεχές έτος, σε σχέση με το στόχο του προγράμματος. Το 2018 αναμένεται επίσης υπέρβαση, σύμφωνα τόσο με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2019 όσο και με την πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εντούτοις, για άλλη μία χρονιά, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) περικόπηκαν έναντι του αρχικού στόχου.
Παρατηρήθηκε εξάλλου μεγάλη καθυστέρηση στην εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορέων της γενικής κυβέρνησης προς τους προμηθευτές τους, παρά τις στοχευμένες εκταμιεύσεις στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης.
Τα φαινόμενα αυτά, που επαναλαμβάνονται τα τελευταία έτη, στερούν πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία, μεγεθύνουν το πρόβλημα της ανεπαρκούς χρηματοδότησης της ιδιωτικής οικονομίας και επιβαρύνουν το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης, όπως άλλωστε επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας.
Για το 2019 προβλέπεται η εφαρμογή μιας επεκτατικής δέσμης δημοσιονομικών μέτρων ύψους περίπου 0,6% του ΑΕΠ, μερικώς αντισταθμιζόμενης από τη μείωση των δαπανών του ΠΔΕ κατά 0,3% του ΑΕΠ.
Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς ο δημοσιονομικός κίνδυνος που ελλοχεύει για το 2019 από ενδεχόμενες πιέσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική επέκταση εν όψει του εκλογικού κύκλου.
Κίνδυνοι και πηγές αβεβαιότητας
Παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, παραμένουν.
Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας το 2019 λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού, γεωπολιτικών κινδύνων και ευπαθειών στις αναδυόμενες οικονομίες.
Η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας που, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με το Brexit, ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην άνοδο των ελληνικών εξαγωγών και του τουρισμού.
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.
Και τούτο διότι η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Στους εγχώριους κινδύνους περιλαμβάνονται επίσης η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους.
Επιπλέον, στην αγορά εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του μέσου μισθού πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια από το 2010 μέχρι σήμερα.
Προκλήσεις για την ανάπτυξη
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή πρόκληση: αφενός να επιτύχει ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και αφετέρου να εξασφαλίσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για την εκπλήρωση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, όπως αυτές προσδιορίζονται στην απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου 2018 και από το ευρύτερο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων.
Η ελληνική οικονομία κατά τη μακρόχρονη περίοδο προσαρμογής επέτυχε να διορθώσει πολλές ανισορροπίες σε κρίσιμα οικονομικά μεγέθη. Εντούτοις, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ευπάθειες, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό κληρονομιά της κρίσης, αλλά ο πολυδιάστατος και αλληλένδετος χαρακτήρας τους αποκαλύπτει χρόνιες αδυναμίες.
Ειδικότερα:
Η μόνιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση στο άμεσο μέλλον.
Η ύπαρξη ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και χρήσιμη, είναι προσωρινό μέσο αναχρηματοδότησης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε περίπτωση μελλοντικών αναταράξεων στις διεθνείς αγορές.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές σε τακτά χρονικά διαστήματα και με βιώσιμους όρους.
Το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
Παρότι η βιωσιμότητα του χρέους έχει βελτιωθεί σημαντικά με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup, από το 2012 μέχρι και τα πλέον πρόσφατα του Ιουνίου 2018, η αποκλιμάκωση του χρέους εξαρτάται αφενός από τη δυνατότητα επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και αφετέρου από την προσήλωση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια ώστε να εξασφαλιστεί υψηλή αύξηση του ΑΕΠ.
Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη περίοδο (3,5% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060), όταν μάλιστα συνοδεύεται από υψηλή φορολογία, επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη και κατ’ επέκταση στη βιωσιμότητα του χρέους.
Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών αποτελεί τροχοπέδη στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, αφού δεσμεύει τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές δραστηριότητες.
Η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, γεγονός που θα ενισχύσει την πρόσβαση της υγιούς επιχειρηματικότητας στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό και είναι το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η υψηλή ανεργία, ιδίως των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, δημιουργεί ανισότητες που απειλούν την κοινωνική συνοχή, απαξιώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο, αποδυναμώνει κάθε κίνητρο για καλύτερης ποιότητας εκπαίδευση και εργασία και αυξάνει το κύμα εξερχόμενης μετανάστευσης.
Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, με τάση μάλιστα υποχώρησης.
Ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων παραμένει αρνητικός και υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με τις ανάγκες ενίσχυσης του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας, ύστερα μάλιστα από μια παρατεταμένη περίοδο αποεπένδυσης.
Εξάλλου, η συνεχιζόμενη περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δυσχεραίνει την επιτάχυνση της ανάπτυξης, αφού μειώνει τη συνολική ενεργό ζήτηση, αποδυναμώνει την ποιότητα των δημόσιων υποδομών και αυξάνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Οι χαμηλές εγχώριες αποταμιεύσεις.
Η αύξηση του κατά κεφαλήν ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος, ιδίως των χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων, η οποία υποστηρίχθηκε από την αύξηση της απασχόλησης κυρίως των νέων και των εργαζομένων με συμβάσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, διοχετεύθηκε από τα νοικοκυριά στην κατανάλωση, με αποτέλεσμα το ποσοστό της αποταμίευσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να παραμένει σε αρνητικό έδαφος.
Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το δείκτη αποτελεσματικής επίλυσης εμπορικών διαφορών της έκθεσης Doing Business για το 2019 της Παγκόσμιας Τράπεζας, απαιτείται τριπλάσιος χρόνος για την εκδίκαση μιας υπόθεσης και την εκτέλεση της απόφασης, καθώς και διπλάσιος χρόνος για την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, σε σύγκριση με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ως εκ τούτου, η γρήγορη και αξιόπιστη επίλυση των δικαστικών διαφορών εντός ενός διαφανούς και σταθερού νομικού πλαισίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ισχυροποίηση του κράτους δικαίου και κατ’ επέκταση την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Η ποιότητα των θεσμών και ο σεβασμός στις ανεξάρτητες αρχές. Χώρες με αδύναμους θεσμούς διακρίνονται από μικρότερο βαθμό ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, ο οποίος εκδηλώνεται με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης οικονομικών διαταραχών και μεγαλύτερη δυσκολία απορρόφησής τους.
Οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις.
Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται δραματική επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων της Ελλάδος, με κύρια χαρακτηριστικά τη μείωση του πληθυσμού της, την ταχεία γήρανσή του και τον εξαιρετικά χαμηλό δείκτη γονιμότητας. Η διαχρονική αλλαγή των ποσοτικών και ποιοτικών πληθυσμιακών δεδομένων επιταχύνθηκε από το μαζικό πρόσφατο κύμα εξερχόμενης μετανάστευσης τμήματος του πληθυσμού σε ηλικία αναπαραγωγής.
Η δημογραφική κρίση είναι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία και οικονομία στο άμεσο μέλλον, καθώς η ταχεία συρρίκνωση του πληθυσμού και η ραγδαία γήρανσή του επηρεάζουν δυσμενώς μεσομακροπρόθεσμα το δυνητικό προϊόν και το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας.
Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI), η Ελλάδα για το 2018 κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, το οποίο σημαίνει ότι ο ρυθμός ψηφιακού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας παραμένει αργός, με αποτέλεσμα η χώρα να χαρακτηρίζεται ψηφιακά ανώριμη.
Κατά συνέπεια, είναι απολύτως αναγκαία η ανάληψη δράσεων πολιτικής για την αποτροπή του κινδύνου της τεχνολογικής υστέρησης και του χαμηλού ψηφιακού αλφαβητισμού.
Η κλιματική αλλαγή και η πρόκληση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ανάπτυξης σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας με την υιοθέτηση της “κυκλικής” (circular) οικονομίας είναι κρίσιμος για την πορεία μας στο μέλλον.
Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2019, από τους πέντε σοβαρότερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, οι τρεις είναι περιβαλλοντικοί και όλοι σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής
Οι παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, προκειμένου να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και να αυξηθεί η ανθεκτικότητά της σε εξωτερικούς κινδύνους. Προς το σκοπό αυτό, προτείνονται οι ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
1ον Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ασκεί αρνητική επίδραση στην προσφορά πιστώσεων, δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις. Επιπλέον, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι ασθενέστερη, κυρίως επειδή η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων επηρεάζει τις επενδύσεις.
Για να επιτευχθεί ταχύτερη αποκλιμάκωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, θα πρέπει να εξεταστούν και πρόσθετες, πέραν των προσπαθειών των ίδιων των τραπεζών, συστημικές λύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με χρήση μέρους των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
2ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους φόρους συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, διογκώνοντας παράλληλα και την παραοικονομία.
Επίσης, η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τα δύο τελευταία χρόνια επηρεάζει το ύψος των επενδύσεων σε υποδομές και τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική.
Αντίθετα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην υλοποίηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν την αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
3ον Υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα έως τώρα δημοσιονομικά επιτεύγματα και να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής η οποία αντανακλάται στη διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα, απαιτείται η έγκαιρη ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων-δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που έχει στην κατοχή του το Ευρωσύστημα (SMP και ANFA). Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στην προσπάθεια για την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Η τυχόν ανατροπή συμφωνημένων πολιτικών λειτουργεί προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση.
4ον Επιτάχυνση της υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων, ειδικά αυτών με υψηλή συμβολική σημασία και αναπτυξιακό αποτέλεσμα (όπως της αξιοποίησης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού).
Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στη συνολική επενδυτική δαπάνη.
5ον Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας.
Ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές που θα καταστήσουν περισσότερο ελκυστική την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Συγκεκριμένα, αυτές είναι η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, η αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και η μείωση της γραφειοκρατίας.
6ον Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η ασφάλεια δικαίου, η σαφήνεια και η σταθερότητα του νομικού πλαισίου αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ενίσχυση του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
7ον Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία) και η ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων.
Η συστηματική χρήση καινοτόμων τεχνολογιών και η αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε εμπορεύσιμους κλάδους δραστηριότητας μπορούν να συμβάλουν στο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο παραγωγικό πρότυπο βασισμένο στη γνώση και τις εξαγωγές.
8ον Ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Κάτι τέτοιο απαιτεί τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ιδιαίτερα στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ενίσχυση της εξωστρέφειας τομέων της οικονομίας την τελευταία τριετία συνδέεται άμεσα με άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια.
9ον Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας.
Η οικονομία βρίσκεται σε μία περίοδο που η ανάκαμψη, αν και έχει ξεκινήσει, δεν έχει ακόμη αποκτήσει ισχυρά θεμέλια μέσα από εύρωστους ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης. Κατά συνέπεια, κάθε ρυθμιστική παρέμβαση για την προστασία των εργαζομένων πρέπει να διαφυλάσσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας, καθώς και τα οφέλη της επίπονης ευρύτερης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της περιόδου 2010-2017.
10ον Η υπό διαβούλευση πρόταση για αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίσει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας εν γένει.
Επίσης, μια αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συνοδευθεί από στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ εργαζομένων, επιχειρήσεων και κλάδων που αναμένεται να πληγούν περισσότερο, όπως στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ή μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, καθώς και από πιο αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς εργασίας, ώστε να περιοριστούν τα περιθώρια κατάχρησης της ευελιξίας που παρέχει το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο και να αποτραπεί η αύξηση της παραοικονομίας.
Δείτε εδώ τι αναφέρει η έκθεση για τις τράπεζες
ΤτΕ: Αδύναμη η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών - Ανεπαρκής ο ρυθμός μείωσης των NPEs
www.bankingnews.gr
www.worldenergynews.gr