Αμετάβλητες οι αξιολογήσεις του Ην. Βασιλείου από τη Fitch
Σε «ΑΑ» και «F1+» επιβεβαίωσε τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη -αντίστοιχα- πιστοληπτική ικανότητα του Ηνωμένου Βασιλείου η Fitch Ratings, διατηρώντας αρνητικές τις προοπτικές (outlook).
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, οι αξιολογήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ισορροπούν μια διαφοροποιημένη, προηγμένη οικονομία υψηλού εισοδήματος, με υψηλό όμως χρέος.
Το καθεστώς αποθεματικού νομίσματος της στερλίνας, οι βαθιές κεφαλαιαγορές και οι ισχυροί δείκτες διακυβέρνησης υποστηρίζουν περαιτέρω τις αξιολογήσεις.
Το αρνητικό outlook αντικατοπτρίζει τους συνεχιζόμενους κινδύνους από ένα «σκληρό Brexit», που θα έχει αρνητικές συνέπειες στο εμπόριο, τις επενδύσεις και τις οικονομικές προοπτικές, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Κατά την άποψη της Fitch, η εντατικοποίηση των πολιτικών διαιρέσεων εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, τόσο για τις πτυχές της απόσυρσης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ όσο και για το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου, εμπόδισε την πρόοδο στις διαπραγματεύσεις για το Brexit και αύξησε την πιθανότητα μιας μη τελικής συμφωνίας.
Ένα ενδεχόμενο τέτοιο αποτέλεσμα θα διαταράξει ουσιαστικά τις τελωνειακές, εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες.
Βέβαια, βασικό σενάριο παραμένει μία ομαλή αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, επισημαίνεται.
Εκτός από τη δυσκολία των διαπραγματεύσεων, η πρωθυπουργός Theresa May -επικεφαλής μιας μειοψηφικής κυβέρνησης- θα βρει πιθανότατα δύσκολο το να αποκτήσει κοινοβουλευτική έγκριση για συμφωνία απόσυρσης.
Η απόρριψη της συμφωνίας από το κοινοβούλιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σειρά απρόβλεπτων αποτελεσμάτων, προειδοποιεί η Fitch.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του οίκου, η αύξηση του ΑΕΠ για το 2018 προβλέπεται στο 1,3%, από 1,7% το 2017, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης θα ενισχυθεί ελαφρά το 2020.
Το δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 85,5% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2018, για να μειωθεί στο 82,3% έως το τέλος του 2020.
Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένει άκρως ικανοποιητική.
Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) για τις μεγάλες τράπεζες διαμορφώθηκε στο 14,5% το δεύτερο τρίμηνο 2018, έναντι 14,3% το προηγούμενο έτος, επισημαίνεται.
www.worldenergynews.gr