H αντιπαράθεση της ΔΕΗ με την Ευρωπαική Επιτροπή ξεκίνησε πριν από 13 χρόνια μετά από καταγγελία ιδιώτη.
Την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους εκπροσώπους των δανειστών για την υπόθεση των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας (ΝΟΜΕ), ένα εργαλείο που καθιερώθηκε με στόχο το άνοιγμα της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού μέσω της παροχής στους ιδιώτες προμηθευτές πρόσβασης στη φθηνή λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ, το Ευρωπαϊκά Δικαστήριο με δυο αποφάσεις του ουσιαστικά υιοθετεί την άποψη της Κομισιόν, ότι η ΔΕΗ ελέγχει την εγχώρια αγορά χονδρικής μέσω της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει στην ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη.
Έτσι, στην πραγματικότητα οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έρχονται να απαντήσουν σε ένα θέμα, που έχει ήδη δρομολογηθεί μέσω του νόμου για την καθιέρωση των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας και πλέον η συζήτηση με τους δανειστές όπως είναι γνωστό, είναι επικεντρωμένη όχι μόνο στη λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ, αλλά μέσω της απαίτησης για αυξημένες ποσότητες δημοπράτησης στην πραγματικότητα αγγίζουν σχεδόν το 80% του συνόλου της παραγωγής της ΔΕΗ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αντιπαράθεση της ΔΕΗ με την Ευρωπαική Επιτροπή ξεκίνησε πριν από 13 χρόνια μετά από καταγγελία ιδιώτη.
Έκτοτε εκδόθηκαν μια σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου κάποιες από τις οποίες δικαίωναν κατ’ αρχήν τη ΔΕΗ με αποτέλεσμα η κομισιόν να επανέλθει.
Με τις σημερινές αποφάσεις Απορρίφθηκαν από Ευρωπαϊκό Δικαστήριο οι προσφυγές της ΔΕΗ κατά προηγούμενων αποφάσεων της Κομισιόν που κατηγορούσαν την Επιχείρηση για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην εγχώρια αγορά προμήθειας λιγνίτη και στη χονδρική προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
Το δικαστήριο, με δύο σημερινές του αποφάσεις, απορρίπτει και τους τέσσερις λόγους ακυρώσεως που προέβαλλε η ΔΕΗ, επιβεβαιώνοντας, κατά βάση τις αποφάσεις της Επιτροπής, οι οποίες μιλούν για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως της ΔΕΗ στις ελληνικές αγορές προμήθειας λιγνίτη και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
«Ο λιγνίτης είναι ορυκτό με κύριο στοιχείο τον άνθρακα που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελλάδα είναι ο πέμπτος παραγωγός λιγνίτη στον κόσμο και ο δεύτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Γερμανία. Τα πρώτα δικαιώματα αναζήτησης και εκμετάλλευσης του λιγνίτη σε δημόσια κοιτάσματα χορηγήθηκαν στη ΔΕΗ με νομοθετικό διάταγμα το 1959 και με τον μεταλλευτικό κώδικα του 1973. Τα δικαιώματα αναζήτησης και εκμετάλλευσης δύνανται να χορηγηθούν από την Ελλάδα κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών ή χωρίς υποβολή προσφορών αλλά μέσω σύμβασης εγκρινόμενης με ειδικό νόμο του Κοινοβουλίου, ή ακόμη με απευθείας ανάθεση σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και για λόγους δημόσιου συμφέροντος», αναφέρει μεταξύ άλλων η μια απόφαση.
Αναφορικά με το ιστορικό της υπόθεσης, σημειώνεται ότι, το 2003, η Επιτροπή έλαβε από ιδιώτη καταγγελία κατά την οποία η αποκλειστική άδεια αναζήτησης και εκμετάλλευσης λιγνίτη αντέβαινε στις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Το 2008, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2008) 824 για δύο χωριστές αγορές προϊόντων: της προμήθειας λιγνίτη και της χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας διαπιστώνοντας ότι έχει δημιουργηθεί κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβαση στα πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι η Ελλάδα παρέχοντας στη ΔΕΗ τη δυνατότητα να διατηρεί ή να ενισχύει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, αποκλείει ή παρακωλύει κάθε νέα είσοδο στην αγορά.
Το 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 6244 τελικό, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών της παράβασης που διαπιστώθηκε στην απόφαση της Επιτροπής του 2008. Η Ελλάδα θα έπρεπε:
α) να χορηγήσει μέσω διαγωνισμών δικαιώματα εκμετάλλευσης επί των κοιτασμάτων λιγνίτη της Δράμας, Ελασσόνας, Βεύης και Βεγόρας σε άλλες επιχειρήσεις,
β) να απαγορεύσει στους κατόχους δικαιωμάτων εκμετάλλευσης επί των κοιτασμάτων της Δράμας, της Ελασσόνας και της Βεγόρας να πωλούν τον εξορυσσόμενο λιγνίτη στη ΔΕΗ εκτός αν δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη προσφορά,
γ) να διοργανώσει νέα διαδικασία παραχώρησης, σε περίπτωση ακύρωσης της υπό εξέλιξη διαδικασίας παραχώρησης δικαιωμάτων επί του κοιτάσματος της Βεύης.
Η ΔΕΗ, υποστηριζόμενη από την Ελλάδα, κατέθεσε στο ΓΔΕΕ δύο προσφυγές και ζήτησε την ακύρωση των δύο αποφάσεων της Επιτροπής.
Στις 20/9/2012, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτά τα επιχειρήματα της ΔΕΗ και ακύρωσε την απόφαση C (2008) 824 (υπόθεση Τ-169/08) και την απόφαση C(2009) 6244 (υπόθεση Τ-421/09).
Στη συνέχεια, η Κομισιόν ζήτησε από το ΔΕΕ την αναίρεση των δύο αποφάσεων του ΓΔΕΕ προβάλλοντας ότι το δεύτερο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ, κρίνοντας ότι η ίδια όφειλε να προσδιορίσει και να αποδείξει την καταχρηστική συμπεριφορά στην οποία οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει τη ΔΕΗ το επίμαχο κρατικό μέτρο.
Στις 17/7/2014, το ΔΕΕ αποφάσισε να αναιρέσει τις αποφάσεις του ΓΔΕΕ (υποθέσεις C 553/12 P και C 554/12 P) και να τις αναπέμψει ενώπιον του τελευταίου προκειμένου αυτό να κρίνει τους λόγους που προβλήθηκαν ενώπιόν του και επί των οποίων το ΔΕΕ δεν αποφάνθηκε (υποθέσεις T-169/08 RENV και T-421/09 RENV).
www.worldenergynews.gr
Έτσι, στην πραγματικότητα οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έρχονται να απαντήσουν σε ένα θέμα, που έχει ήδη δρομολογηθεί μέσω του νόμου για την καθιέρωση των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας και πλέον η συζήτηση με τους δανειστές όπως είναι γνωστό, είναι επικεντρωμένη όχι μόνο στη λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ, αλλά μέσω της απαίτησης για αυξημένες ποσότητες δημοπράτησης στην πραγματικότητα αγγίζουν σχεδόν το 80% του συνόλου της παραγωγής της ΔΕΗ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αντιπαράθεση της ΔΕΗ με την Ευρωπαική Επιτροπή ξεκίνησε πριν από 13 χρόνια μετά από καταγγελία ιδιώτη.
Έκτοτε εκδόθηκαν μια σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου κάποιες από τις οποίες δικαίωναν κατ’ αρχήν τη ΔΕΗ με αποτέλεσμα η κομισιόν να επανέλθει.
Με τις σημερινές αποφάσεις Απορρίφθηκαν από Ευρωπαϊκό Δικαστήριο οι προσφυγές της ΔΕΗ κατά προηγούμενων αποφάσεων της Κομισιόν που κατηγορούσαν την Επιχείρηση για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην εγχώρια αγορά προμήθειας λιγνίτη και στη χονδρική προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
Το δικαστήριο, με δύο σημερινές του αποφάσεις, απορρίπτει και τους τέσσερις λόγους ακυρώσεως που προέβαλλε η ΔΕΗ, επιβεβαιώνοντας, κατά βάση τις αποφάσεις της Επιτροπής, οι οποίες μιλούν για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως της ΔΕΗ στις ελληνικές αγορές προμήθειας λιγνίτη και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
«Ο λιγνίτης είναι ορυκτό με κύριο στοιχείο τον άνθρακα που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελλάδα είναι ο πέμπτος παραγωγός λιγνίτη στον κόσμο και ο δεύτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Γερμανία. Τα πρώτα δικαιώματα αναζήτησης και εκμετάλλευσης του λιγνίτη σε δημόσια κοιτάσματα χορηγήθηκαν στη ΔΕΗ με νομοθετικό διάταγμα το 1959 και με τον μεταλλευτικό κώδικα του 1973. Τα δικαιώματα αναζήτησης και εκμετάλλευσης δύνανται να χορηγηθούν από την Ελλάδα κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών ή χωρίς υποβολή προσφορών αλλά μέσω σύμβασης εγκρινόμενης με ειδικό νόμο του Κοινοβουλίου, ή ακόμη με απευθείας ανάθεση σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και για λόγους δημόσιου συμφέροντος», αναφέρει μεταξύ άλλων η μια απόφαση.
Αναφορικά με το ιστορικό της υπόθεσης, σημειώνεται ότι, το 2003, η Επιτροπή έλαβε από ιδιώτη καταγγελία κατά την οποία η αποκλειστική άδεια αναζήτησης και εκμετάλλευσης λιγνίτη αντέβαινε στις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Το 2008, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2008) 824 για δύο χωριστές αγορές προϊόντων: της προμήθειας λιγνίτη και της χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας διαπιστώνοντας ότι έχει δημιουργηθεί κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβαση στα πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι η Ελλάδα παρέχοντας στη ΔΕΗ τη δυνατότητα να διατηρεί ή να ενισχύει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, αποκλείει ή παρακωλύει κάθε νέα είσοδο στην αγορά.
Το 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 6244 τελικό, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών της παράβασης που διαπιστώθηκε στην απόφαση της Επιτροπής του 2008. Η Ελλάδα θα έπρεπε:
α) να χορηγήσει μέσω διαγωνισμών δικαιώματα εκμετάλλευσης επί των κοιτασμάτων λιγνίτη της Δράμας, Ελασσόνας, Βεύης και Βεγόρας σε άλλες επιχειρήσεις,
β) να απαγορεύσει στους κατόχους δικαιωμάτων εκμετάλλευσης επί των κοιτασμάτων της Δράμας, της Ελασσόνας και της Βεγόρας να πωλούν τον εξορυσσόμενο λιγνίτη στη ΔΕΗ εκτός αν δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη προσφορά,
γ) να διοργανώσει νέα διαδικασία παραχώρησης, σε περίπτωση ακύρωσης της υπό εξέλιξη διαδικασίας παραχώρησης δικαιωμάτων επί του κοιτάσματος της Βεύης.
Η ΔΕΗ, υποστηριζόμενη από την Ελλάδα, κατέθεσε στο ΓΔΕΕ δύο προσφυγές και ζήτησε την ακύρωση των δύο αποφάσεων της Επιτροπής.
Στις 20/9/2012, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτά τα επιχειρήματα της ΔΕΗ και ακύρωσε την απόφαση C (2008) 824 (υπόθεση Τ-169/08) και την απόφαση C(2009) 6244 (υπόθεση Τ-421/09).
Στη συνέχεια, η Κομισιόν ζήτησε από το ΔΕΕ την αναίρεση των δύο αποφάσεων του ΓΔΕΕ προβάλλοντας ότι το δεύτερο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ, κρίνοντας ότι η ίδια όφειλε να προσδιορίσει και να αποδείξει την καταχρηστική συμπεριφορά στην οποία οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει τη ΔΕΗ το επίμαχο κρατικό μέτρο.
Στις 17/7/2014, το ΔΕΕ αποφάσισε να αναιρέσει τις αποφάσεις του ΓΔΕΕ (υποθέσεις C 553/12 P και C 554/12 P) και να τις αναπέμψει ενώπιον του τελευταίου προκειμένου αυτό να κρίνει τους λόγους που προβλήθηκαν ενώπιόν του και επί των οποίων το ΔΕΕ δεν αποφάνθηκε (υποθέσεις T-169/08 RENV και T-421/09 RENV).
www.worldenergynews.gr