Όποιος συνδυασμός κομμάτων αναλάβει την εξουσία, θα πρέπει να ενεργήσει γρήγορα και να αποφασίσει για το ενεργειακό μέλλον της χώρας
Εν΄ όψει των γερμανικών εκλογών οι δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι η Αγκελα Μέρκελ θα εξασφαλίσει άνετα μια τέταρτη θητεία ως καγκελάριος.
Η Μέρκελ έχει ονομαστεί "Καγκελάριος του κλίματος" για τις μεγάλες προσπάθειές της να πιέσει για διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα, ωστόσο, υπάρχουν και αντίθετες φωνές που υποστηρίζουν ότι η Γερμανίδα καγκελάριος έχει την τάση να θέτει σε κίνδυνο τις προσπάθειες της Γερμανίας να μειώσει τις εκπομπές ρύπων υπέρ της κερδοφορίας της βιομηχανίας.
Κάνοντας μια αναδρομή στον ρόλο που διαδραμάτισε η Μέρκελ σχετικά με το περιβάλλον, η Deutsche Welle υπενθυμίζει ότι η καγκελάριος ήταν βασικός παράγοντας στην πρώτη διάσκεψη για το κλίμα στο Βερολίνο το 1995, όταν ήταν ακόμα Υπουργός Περιβάλλοντος της Γερμανίας.
Επίσης, ως καγκελάριος, έπεισε τον Αμερικανό πρόεδρο Τζωρτζ Μπους να συμφωνήσει με το όριο 2 βαθμών κελσίου για την υπερθέρμανση του πλανήτη στη σύνοδο κορυφής G8 το 2007.
Και το 2015, έθεσε τη μείωση του άνθρακα στη διεθνή ατζέντα, στους G7.
Πιο πρόσφατα, ήρθε σε αντίθεση με τον Donald Trump για την Συμφωνία του κλίματος του Παρισιού στη σύνοδο κορυφής της G20.
Ωστόσο, όπως εκτιμούν αναλυτές στη Deutsche Welle, η "πράσινη" προσέγγιση της Merkel ήταν συχνά ευκαιριακή, καθώς η καγκελάριος ενέδωσε σε πολλές περιπτώσεις στην βιομηχανική πτέρυγα του κόμματός της.
Οπως εκτιμούν χαρακτηριστικά, η παρέμβαση της Μέρκελ το 2013 για να εμποδίσει αυστηρότερα όρια στην ΕΕ για τις εκπομπές οχημάτων, είχε να κάνει με τους στενούς δεσμούς του κόμματός της με την αυτοκινητοβιομηχανία.
Αμεση απανθρακοποίηση ή χάνονται οι στόχοι
Στην πραγματικότητα, η Γερμανία πρόκειται να μείνει πολύ πίσω από το στόχο της για το 2020, ο οποίος είναι να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 40% σε σύγκριση με το 1990.
Μέχρι το 2016, η χώρα είχε μειώσει τις εκπομπές κατά μόλις 28% σε σύγκριση με το 1990.
Οι ειδικοί λένε ότι μόνο ριζοσπαστικά νέα μέτρα θα μπορούσαν να καλύψουν το χάσμα, υποδεικνύοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί κατά κύριο λόγο με άμεση απανθρακοποίηση.
"Είναι ένα τεράστιο πλήγμα για τη διεθνή αξιοπιστία της Γερμανίας, αν δεν πιάσει τους στόχους. Η Γερμανία δεν θα λαμβάνεται σοβαρά πια", λένε ερευνητές.
Η ώθηση της Γερμανίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι δεδομένη, ωστόσο, οι εκπομπές δεν έχουν σημειώσει αντίστοιχη κάμψη.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή η χώρα εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται τη δύναμή της από τον άνθρακα, και ιδιαίτερα από τον λιγνίτη, ο οποίος εξορύσσεται εγχώρια.
Οι ειδικοί σημειώνουν ότι η ταχεία "έξοδος" από τον άνθρακα είναι απαραίτητη και πρέπει να συνδυαστεί με την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την ενεργειακή απόδοση και ένα φιλικό προς το κλίμα σύστημα μεταφορών που θα χρησιμοποιεί την ηλεκτροκίνηση.
Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η σχέση πολιτικής και βιομηχανίας, όπως σημειώνει η ίδια πηγή.
Ο ρόλος των εκλογών
Στο ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης, οι Χριστιανοδημοκράτες της Μερκελ (CDU) δεν φέρουν μόνοι την ευθύνη των μέχρι πρότινος αποφάσεων.
Ο εταίρος της σημερινής κυβέρνησης του «μεγάλου συνασπισμού», το SPD, αντιστάθηκε επίσης στις προσκλήσεις για μια προθεσμία για την εγκατάλειψη του φθηνού άνθρακα.
Μεγάλη αντίσταση στη μετάβαση σε ενέργεια χωρίς άνθρακα υπάρχει και στους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), που επίσης συμμετέχουν στις εκλογές.
Ενώ το CDU βρίσκεται πολύ μπροστά στις δημοσκοπήσεις και φαίνεται ότι θα πάρει το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων, οι συνασπισμοί εξουσίας την επαύριο των εκλογών παραμένουν ανοιχτοί.
Μια πιθανότητα θα είναι ένας συνασπισμός του CDU, του FDP και των Πρασίνων.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) δεν θεωρούνται "πρωταθλητές" του κλίματος, ωστόσο ο αποκαλούμενος συνασπισμός "Τζαμάικα" θα μπορούσε να προσφέρει κάποια προοπτική στην ενεργειακή μετάβαση, λόγω της συμμετοχής των Πρασίνων.
Όποιος συνδυασμός κομμάτων πάντως κι αν αναλάβει την εξουσία, θα πρέπει να ενεργήσει γρήγορα και να αποφασίσει για το ενεργειακό μέλλον της χώρας, σημειώνουν οι αναλυτές.
www.worldenergynews.gr
Η Μέρκελ έχει ονομαστεί "Καγκελάριος του κλίματος" για τις μεγάλες προσπάθειές της να πιέσει για διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα, ωστόσο, υπάρχουν και αντίθετες φωνές που υποστηρίζουν ότι η Γερμανίδα καγκελάριος έχει την τάση να θέτει σε κίνδυνο τις προσπάθειες της Γερμανίας να μειώσει τις εκπομπές ρύπων υπέρ της κερδοφορίας της βιομηχανίας.
Κάνοντας μια αναδρομή στον ρόλο που διαδραμάτισε η Μέρκελ σχετικά με το περιβάλλον, η Deutsche Welle υπενθυμίζει ότι η καγκελάριος ήταν βασικός παράγοντας στην πρώτη διάσκεψη για το κλίμα στο Βερολίνο το 1995, όταν ήταν ακόμα Υπουργός Περιβάλλοντος της Γερμανίας.
Επίσης, ως καγκελάριος, έπεισε τον Αμερικανό πρόεδρο Τζωρτζ Μπους να συμφωνήσει με το όριο 2 βαθμών κελσίου για την υπερθέρμανση του πλανήτη στη σύνοδο κορυφής G8 το 2007.
Και το 2015, έθεσε τη μείωση του άνθρακα στη διεθνή ατζέντα, στους G7.
Πιο πρόσφατα, ήρθε σε αντίθεση με τον Donald Trump για την Συμφωνία του κλίματος του Παρισιού στη σύνοδο κορυφής της G20.
Ωστόσο, όπως εκτιμούν αναλυτές στη Deutsche Welle, η "πράσινη" προσέγγιση της Merkel ήταν συχνά ευκαιριακή, καθώς η καγκελάριος ενέδωσε σε πολλές περιπτώσεις στην βιομηχανική πτέρυγα του κόμματός της.
Οπως εκτιμούν χαρακτηριστικά, η παρέμβαση της Μέρκελ το 2013 για να εμποδίσει αυστηρότερα όρια στην ΕΕ για τις εκπομπές οχημάτων, είχε να κάνει με τους στενούς δεσμούς του κόμματός της με την αυτοκινητοβιομηχανία.
Αμεση απανθρακοποίηση ή χάνονται οι στόχοι
Στην πραγματικότητα, η Γερμανία πρόκειται να μείνει πολύ πίσω από το στόχο της για το 2020, ο οποίος είναι να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 40% σε σύγκριση με το 1990.
Μέχρι το 2016, η χώρα είχε μειώσει τις εκπομπές κατά μόλις 28% σε σύγκριση με το 1990.
Οι ειδικοί λένε ότι μόνο ριζοσπαστικά νέα μέτρα θα μπορούσαν να καλύψουν το χάσμα, υποδεικνύοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί κατά κύριο λόγο με άμεση απανθρακοποίηση.
"Είναι ένα τεράστιο πλήγμα για τη διεθνή αξιοπιστία της Γερμανίας, αν δεν πιάσει τους στόχους. Η Γερμανία δεν θα λαμβάνεται σοβαρά πια", λένε ερευνητές.
Η ώθηση της Γερμανίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι δεδομένη, ωστόσο, οι εκπομπές δεν έχουν σημειώσει αντίστοιχη κάμψη.
Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή η χώρα εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται τη δύναμή της από τον άνθρακα, και ιδιαίτερα από τον λιγνίτη, ο οποίος εξορύσσεται εγχώρια.
Οι ειδικοί σημειώνουν ότι η ταχεία "έξοδος" από τον άνθρακα είναι απαραίτητη και πρέπει να συνδυαστεί με την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την ενεργειακή απόδοση και ένα φιλικό προς το κλίμα σύστημα μεταφορών που θα χρησιμοποιεί την ηλεκτροκίνηση.
Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η σχέση πολιτικής και βιομηχανίας, όπως σημειώνει η ίδια πηγή.
Ο ρόλος των εκλογών
Στο ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης, οι Χριστιανοδημοκράτες της Μερκελ (CDU) δεν φέρουν μόνοι την ευθύνη των μέχρι πρότινος αποφάσεων.
Ο εταίρος της σημερινής κυβέρνησης του «μεγάλου συνασπισμού», το SPD, αντιστάθηκε επίσης στις προσκλήσεις για μια προθεσμία για την εγκατάλειψη του φθηνού άνθρακα.
Μεγάλη αντίσταση στη μετάβαση σε ενέργεια χωρίς άνθρακα υπάρχει και στους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), που επίσης συμμετέχουν στις εκλογές.
Ενώ το CDU βρίσκεται πολύ μπροστά στις δημοσκοπήσεις και φαίνεται ότι θα πάρει το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων, οι συνασπισμοί εξουσίας την επαύριο των εκλογών παραμένουν ανοιχτοί.
Μια πιθανότητα θα είναι ένας συνασπισμός του CDU, του FDP και των Πρασίνων.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) δεν θεωρούνται "πρωταθλητές" του κλίματος, ωστόσο ο αποκαλούμενος συνασπισμός "Τζαμάικα" θα μπορούσε να προσφέρει κάποια προοπτική στην ενεργειακή μετάβαση, λόγω της συμμετοχής των Πρασίνων.
Όποιος συνδυασμός κομμάτων πάντως κι αν αναλάβει την εξουσία, θα πρέπει να ενεργήσει γρήγορα και να αποφασίσει για το ενεργειακό μέλλον της χώρας, σημειώνουν οι αναλυτές.
www.worldenergynews.gr