Η χρέωση που θα πληρώνουν ο εταιρείες προμήθειας ρεύματος για την ενίσχυση του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ θα προκύπτει από τη διαφορά της πραγματικής χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας και της ειικονικής, δηλαδή της τιμής που θα διαμορφωνόταν χωρίς να υπολογισθεί η συνεισφορά των ΑΠΕ.
Σε μία απόφαση που δείχνει να ικανοποιεί τους περισσότερους παράγοντες της αγοράς ηλεκτρισμού, παραγωγούς και καταναλωτές, κατέληξε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας σε ότι αφορά τη χρέωση που θα επιβάλλεται στους προμηθευτές για την ενίσχυση του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ.
Βεβαίως, η εφαρμογή αυτού του μέτρου στην πράξη θα δείξει σε ποιο ύψος τελικά θα ανέλθει αυτή η χρέωση και αν από τη μία πλευρά αποτελέσει μία πηγή εσόδων που θα καλύπτει τα ελλείμματα του Ειδικού Λογαριασμού χωρίς να χρειάζεται αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ και από την άλλη αν διαμορφωθεί σε τόσο υψηλά επίπεδα που θα καταστήσει αναπόφευκτη τη μετακύλιση του αυξημένου κόστους στα τιμολόγια του ρεύματος.
Ειδικότερα, με την απόφαση της ΡΑΕ που δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, απορρίπτονται μία σειρά από προτάσεις που είχε εισηγηθεί ο ΛΑΓΗΕ σχετικά με τον καθορισμό της χρέωσης, οι οποίες είχαν προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις τόσο των συμβατικών παραγωγών (αυτών δηλαδή που διαθέτουν σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με λιγνίτη και φυσικό αέριο) όσο και των παραγωγών με μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Χωρίς «πλαφόν» η χρεώση
Tο ποσό της χρέωσης θα υπολογίζεται από τη διαφορά της κανονικής χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας (Οριακή Τιμή Συστήματος) έναντι της «εικονικής», δηλαδή της ΟΤΣ που θα διαμορφωνόταν αν υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν προσφορές από τις μονάδες ΑΠΕ.
Δηλαδή, η ΡΑΕ έκρινε ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, ένα ανώτατο όριο γι' αυτή τη χρέωση. Ο ΛΑΓΗΕ είχε προτείνει να ανέλθει σε 6,5 ευρώ/MWh ως τα τέλη του 2016.
Οι χονδρικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν υποχωρήσει ραγδαία τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, καθώς η αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ σημαίνει ότι οι τιμές που πωλούν αυτές οι μονάδες στο σύστημα είναι αρκετά χαμηλότερες έναντι των συμβατικών μονάδων, λόγω του πολύ μικρότερου μεταβλητού κόστους λειτουργίας τους.
Έτσι λοιπόν οι εταιρείες προμήθειας αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από τη χονδρική αγορά σε χαμηλές τιμές και την πωλούν στη λιανική (σε όλους τους καταναλωτές) σε υψηλότερα επίπεδα, με αποτέλεσμα να καρπώνονται τη διαφορά αυτή που δεν θα υπήρχε χωρίς τις μονάδες ΑΠΕ.
Το προτεινόμενο «πλαφόν» είχε προκαλέσει την αντίδραση της ΔΕΗ και των ιδιωτών προμηθευτών, καθώς αφενός εκτιμούσαν ότι ανέρχεται σε πολύ υψηλά επίπεδα και δεν θα μπορούσαν να απορροφήσουν το σχετικό κόστος και αφετέρου ότι δεν αντανακλά την πραγματική διαφορά της κανονικής με την εικονική ΟΤΣ.
Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγοί ΑΠΕ διαμαρτύρονταν γιατί δεν υπήρχε στην πρόταση του ΛΑΓΗΕ αντίστοιχη κατώτερη τιμή, με αποτέλεσμα, όπως υποστήριζαν να υπήρχε κίνδυνος χειραγώγησης της αγοράς (και συγκεκριμένα της εικονικής ΟΤΣ) προς τα κάτω, ώστε οι προμηθευτές να πληρώσουν τελικά πολύ μικρότερα ποσά για τη χρέωση απ' ότι θα έπρεπε.
Χρέωση και όχι τέλος προμήθειας
Επίσης, με την απόφαση της ΡΑΕ επιβάλλεται περιοδική δημοσίευση των τιμών της εικονικής ΟΤΣ για λόγους διαφάνειας και ένα πιο «σφικτό» χρονοδιάγραμμα για την πληρωμή της χρέωσης από τους προμηθευτές.
Ακόμα, εισάγεται ένας μηχανισμός εγγυήσεων που προβλέπει ότι αν υπάρξουν ελλείμματα στην απόδοση της χρέωσης από κάποιον επισφαλή προμηθευτή θα επιμερίζονται στους υπολοίπους προμηθευτές, ενώ διατυπώνεται η επιφύλαξη παρέμβασης εκ νέου στον υπολογισμό των παραμέτρων της χρέωσης αν διαπιστωθούν τακτικές χειραγώγησης.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνει πως το ΕΤΜΕΑΡ είναι κόστος ρεύματος που αφορά τους προμηθευτές για την ενέργεια που τροφοδοτούν τους πελάτες τους (αναφέρεται μάλιστα στη σχετική απόφαση του ΣτΕ - 3366/2015) και ονοματίζει το ποσό αυτό ως χρέωση των προμηθευτών (και όχι τέλος) για το κόστος που αποφεύγουν λόγω των ΑΠΕ.
Τέλος θα ήταν μόνο αν είχαμε μία διοικητικά καθοριζόμενη τιμή και όχι μία τιμή που θα προκύπτει όπως σε αυτή την περίπτωση από έναν μηχανισμό αγοράς.
Βεβαίως, η εφαρμογή αυτού του μέτρου στην πράξη θα δείξει σε ποιο ύψος τελικά θα ανέλθει αυτή η χρέωση και αν από τη μία πλευρά αποτελέσει μία πηγή εσόδων που θα καλύπτει τα ελλείμματα του Ειδικού Λογαριασμού χωρίς να χρειάζεται αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ και από την άλλη αν διαμορφωθεί σε τόσο υψηλά επίπεδα που θα καταστήσει αναπόφευκτη τη μετακύλιση του αυξημένου κόστους στα τιμολόγια του ρεύματος.
Ειδικότερα, με την απόφαση της ΡΑΕ που δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, απορρίπτονται μία σειρά από προτάσεις που είχε εισηγηθεί ο ΛΑΓΗΕ σχετικά με τον καθορισμό της χρέωσης, οι οποίες είχαν προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις τόσο των συμβατικών παραγωγών (αυτών δηλαδή που διαθέτουν σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με λιγνίτη και φυσικό αέριο) όσο και των παραγωγών με μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Χωρίς «πλαφόν» η χρεώση
Tο ποσό της χρέωσης θα υπολογίζεται από τη διαφορά της κανονικής χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας (Οριακή Τιμή Συστήματος) έναντι της «εικονικής», δηλαδή της ΟΤΣ που θα διαμορφωνόταν αν υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν προσφορές από τις μονάδες ΑΠΕ.
Δηλαδή, η ΡΑΕ έκρινε ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, ένα ανώτατο όριο γι' αυτή τη χρέωση. Ο ΛΑΓΗΕ είχε προτείνει να ανέλθει σε 6,5 ευρώ/MWh ως τα τέλη του 2016.
Οι χονδρικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν υποχωρήσει ραγδαία τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, καθώς η αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ σημαίνει ότι οι τιμές που πωλούν αυτές οι μονάδες στο σύστημα είναι αρκετά χαμηλότερες έναντι των συμβατικών μονάδων, λόγω του πολύ μικρότερου μεταβλητού κόστους λειτουργίας τους.
Έτσι λοιπόν οι εταιρείες προμήθειας αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από τη χονδρική αγορά σε χαμηλές τιμές και την πωλούν στη λιανική (σε όλους τους καταναλωτές) σε υψηλότερα επίπεδα, με αποτέλεσμα να καρπώνονται τη διαφορά αυτή που δεν θα υπήρχε χωρίς τις μονάδες ΑΠΕ.
Το προτεινόμενο «πλαφόν» είχε προκαλέσει την αντίδραση της ΔΕΗ και των ιδιωτών προμηθευτών, καθώς αφενός εκτιμούσαν ότι ανέρχεται σε πολύ υψηλά επίπεδα και δεν θα μπορούσαν να απορροφήσουν το σχετικό κόστος και αφετέρου ότι δεν αντανακλά την πραγματική διαφορά της κανονικής με την εικονική ΟΤΣ.
Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγοί ΑΠΕ διαμαρτύρονταν γιατί δεν υπήρχε στην πρόταση του ΛΑΓΗΕ αντίστοιχη κατώτερη τιμή, με αποτέλεσμα, όπως υποστήριζαν να υπήρχε κίνδυνος χειραγώγησης της αγοράς (και συγκεκριμένα της εικονικής ΟΤΣ) προς τα κάτω, ώστε οι προμηθευτές να πληρώσουν τελικά πολύ μικρότερα ποσά για τη χρέωση απ' ότι θα έπρεπε.
Χρέωση και όχι τέλος προμήθειας
Επίσης, με την απόφαση της ΡΑΕ επιβάλλεται περιοδική δημοσίευση των τιμών της εικονικής ΟΤΣ για λόγους διαφάνειας και ένα πιο «σφικτό» χρονοδιάγραμμα για την πληρωμή της χρέωσης από τους προμηθευτές.
Ακόμα, εισάγεται ένας μηχανισμός εγγυήσεων που προβλέπει ότι αν υπάρξουν ελλείμματα στην απόδοση της χρέωσης από κάποιον επισφαλή προμηθευτή θα επιμερίζονται στους υπολοίπους προμηθευτές, ενώ διατυπώνεται η επιφύλαξη παρέμβασης εκ νέου στον υπολογισμό των παραμέτρων της χρέωσης αν διαπιστωθούν τακτικές χειραγώγησης.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνει πως το ΕΤΜΕΑΡ είναι κόστος ρεύματος που αφορά τους προμηθευτές για την ενέργεια που τροφοδοτούν τους πελάτες τους (αναφέρεται μάλιστα στη σχετική απόφαση του ΣτΕ - 3366/2015) και ονοματίζει το ποσό αυτό ως χρέωση των προμηθευτών (και όχι τέλος) για το κόστος που αποφεύγουν λόγω των ΑΠΕ.
Τέλος θα ήταν μόνο αν είχαμε μία διοικητικά καθοριζόμενη τιμή και όχι μία τιμή που θα προκύπτει όπως σε αυτή την περίπτωση από έναν μηχανισμό αγοράς.
www.worldenergynews.gr