
Άρθρο του Βασίλη Νέδου από την Καθημερινή της Κυριακής (23/3)
Η Γερμανία έχει εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική εξοπλιστική αγορά.
Στους αμυντικούς κύκλους είναι γνωστό ότι στο Βερολίνο εδώ και χρόνια υπάρχει αρκετή απογοήτευση, καθώς η γερμανική αμυντική βιομηχανία ουσιαστικά έχει μείνει εκτός των σημαντικών ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Τα 15 δισ. ευρώ εξοπλιστικών που έχουν αποφασιστεί τα τελευταία χρόνια κατευθύνθηκαν στη συντριπτική πλειονότητά τους σε συστήματα από τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις συνεργασίες με τη Γερμανία δεν προχώρησαν είτε λόγω ζητημάτων τεχνικών είτε προβλημάτων στην υλοποίηση παλαιότερων συμβάσεων.
Δύο τέτοια παραδείγματα ήταν η σημαντική καθυστέρηση στην υλοποίηση του προγράμματος προμήθειας τορπιλών βαρέος τύπου, αλλά και η πρόσφατη ουσιαστική απώθηση των γερμανικών εταιρειών από την αναβάθμιση των τεσσάρων φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ που, ούτως ή άλλως, καρκινοβατεί.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα καθυστερήσεων, κυρίως από την ελληνική πλευρά, ήταν εκείνο της ανταλλαγής τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης τύπου Marder-1A3 με τα πεπαλαιωμένα και οριακά άχρηστα ΒΜΡ-1 του Στρατού Ξηράς που δόθηκαν για μετασκευή στη Γερμανία και από εκεί στην Ουκρανία.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει τότε έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό από τα 40 που τελικά παραλήφθηκαν, ωστόσο κάτι τέτοιο αποδείχθηκε αδύνατον λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων.
Από την ελληνική πλευρά είναι σαφές ότι οι Γερμανοί σε αρκετές φάσεις ήταν σκεπτικοί να μπουν δυναμικά στην αγορά της Ελλάδας, λόγω της κακής ατμόσφαιρας που επικρατούσε, ειδικά πριν από το 2018, για τη Γερμανία, λόγω των μνημονίων.
Ενώ από τη γερμανική πλευρά θεωρείται ότι η Αθήνα δεν εκτίμησε το γεγονός ότι για πολλά χρόνια το Βερολίνο είχε «παγώσει» το σύνολο των εξαγωγών προς την Τουρκία (2016-2024 πραγματοποιούνταν ελάχιστες εξαγωγές από ήδη υφιστάμενα συμβόλαια), ενώ παραμένει και εκείνο το μέρος του κονσόρτσιουμ παραγωγής των Eurofighter το οποίο ακόμα δεν έχει ξεμπλοκάρει την εξαγωγή προς την Άγκυρα.
Στους αμυντικούς κύκλους είναι γνωστό ότι στο Βερολίνο εδώ και χρόνια υπάρχει αρκετή απογοήτευση, καθώς η γερμανική αμυντική βιομηχανία ουσιαστικά έχει μείνει εκτός των σημαντικών ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Τα 15 δισ. ευρώ εξοπλιστικών που έχουν αποφασιστεί τα τελευταία χρόνια κατευθύνθηκαν στη συντριπτική πλειονότητά τους σε συστήματα από τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις συνεργασίες με τη Γερμανία δεν προχώρησαν είτε λόγω ζητημάτων τεχνικών είτε προβλημάτων στην υλοποίηση παλαιότερων συμβάσεων.
Δύο τέτοια παραδείγματα ήταν η σημαντική καθυστέρηση στην υλοποίηση του προγράμματος προμήθειας τορπιλών βαρέος τύπου, αλλά και η πρόσφατη ουσιαστική απώθηση των γερμανικών εταιρειών από την αναβάθμιση των τεσσάρων φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ που, ούτως ή άλλως, καρκινοβατεί.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα καθυστερήσεων, κυρίως από την ελληνική πλευρά, ήταν εκείνο της ανταλλαγής τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης τύπου Marder-1A3 με τα πεπαλαιωμένα και οριακά άχρηστα ΒΜΡ-1 του Στρατού Ξηράς που δόθηκαν για μετασκευή στη Γερμανία και από εκεί στην Ουκρανία.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει τότε έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό από τα 40 που τελικά παραλήφθηκαν, ωστόσο κάτι τέτοιο αποδείχθηκε αδύνατον λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων.
Από την ελληνική πλευρά είναι σαφές ότι οι Γερμανοί σε αρκετές φάσεις ήταν σκεπτικοί να μπουν δυναμικά στην αγορά της Ελλάδας, λόγω της κακής ατμόσφαιρας που επικρατούσε, ειδικά πριν από το 2018, για τη Γερμανία, λόγω των μνημονίων.
Ενώ από τη γερμανική πλευρά θεωρείται ότι η Αθήνα δεν εκτίμησε το γεγονός ότι για πολλά χρόνια το Βερολίνο είχε «παγώσει» το σύνολο των εξαγωγών προς την Τουρκία (2016-2024 πραγματοποιούνταν ελάχιστες εξαγωγές από ήδη υφιστάμενα συμβόλαια), ενώ παραμένει και εκείνο το μέρος του κονσόρτσιουμ παραγωγής των Eurofighter το οποίο ακόμα δεν έχει ξεμπλοκάρει την εξαγωγή προς την Άγκυρα.
www.worldenergynews.gr