Αγιολόγιο

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη
Τα Χριστούγεννα είναι πάντα συνυφασμένα με αυτόν τον μεγάλο λογοτέχνη που έκανε πράξη στην ζωή του πολλά για τα οποία η μηχανή του χρόνου στέλνει σήματα σήμερα

Τιμώντας τὴ μνήμη τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη καὶ δεόμενοι γιὰ τὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου τοῦ Γένους ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας, τοῦ κορυφαίου τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας μας, ὑποκλινόμεθα, συγχρόνως, καὶ στὴν ἁγιασμένη μορφὴ ἑνὸς ἄλλου συνομήλικού του, ἁγιασθέντος πρὸ πολλῶν χρόνων, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα ‐ Πλανᾶ.

Ὑποκλινόμαστε, ἔτσι, ταπεινὰ καὶ προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὸν παπα‐ Πλανᾶ, ἀπὸ τὴν Νάξο, μὲ τὸν ὁποῖο συναντήθηκε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, στὴν ὁδὸ Ἄρεως 10, στὴν Ἀθήνα, στὴν Πλάκα, δίπλα ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ Ἠλεκτρικοῦ στὸ Μοναστηράκι, ἐκεῖ στὸν Παλιὸ Στρατῶνα,στὴν ἀρχαία ρωμαϊκὴ ἀγορά. Ὑποκλινόμαστε καὶ στοὺς δύο, τοὺς ἀσπαζόμαστε ταπεινά. Κι ἀσπαζόμαστε, ὑποκλινόμενοι, τὸ χέρι τοῦ ἁγίου Νικολάου, ζητοῦντες τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη του, σύμφωνα με την Πεμπτουσία και τον φιλόλογο Νίκο Ορφανίδη.

Συνομήλικοι οἱ δυό τους, κατὰ ἕνα παράδοξο τρόπο, βρέθηκαν ὑπὸ τὴν σκέπη τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου, σ ̓ ἐκεῖνες τὶς ἱστορικὲς ἀγρυπνίες, κατὰ τὸ ἦθος τῶν κολλυβάδων καὶ τῆς ̔Αγιορείτικης παράδοσης, ὅπως τὴν ἀνέδειξε ἡ Φιλοκαλικὴ Ἀναγέννηση, στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως καὶ ἐξόχως εἶχε μαθητεύσει ὁ Παπαδιαμάντης, εἴτε στὴ μονὴ τῆς Εὐαγγελίστριας στὴ Σκίαθο εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν ἐπαφή του μὲ τὴν Ἁγιορείτικη παράδοση.

Γεννήθηκαν καὶ οἱ δυὸ τὸ ἔτος 1851. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στὶς 4 Μαρτίου τοῦ 1851 στὴ Σκιάθο. Κι ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ παπα ‐ Πλανᾶς, πάλι το 1851, στὴ Νάξο. Νησιῶτες καὶ οἱ δύο. Καὶ οἱ δυὸ μετοικοῦν στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ δυὸ ζοῦν, διάγουν τὸν ἐν Ἀθήναις βίο τους ἐν πλήρει πενίᾳ,ὅπως ἐπαληθεύσουν αὐτὸ τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ἐν Μύροις, ποὺ ἀποδίδουμε καὶ ὡς τροπάριο στὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ: «Διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια.»

Κέρδισαν καὶ οἱ δυό τους, μὲ την ταπείνωση, τὰ ὑψηλὰ καὶ μὲ τὴν πτωχεία τους, τὰ πλούσια.

Ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ παπα‐ Πλανᾶς, ἀφοῦ ἀφήνει ὀπίσω του καὶ μοιράζει ὅλη τὴν πατρικὴ περιουσία, φτάνει στὴν Ἀθήνα τὸ 1870, σὲ ἡλικία 19 χρονῶν. Τὸν ἴδιο καιρό, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1869, φτάνει στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Ὁ «Ἐπίλογος» τοῦ βιβλίου γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ, γραμμένος ἀπὸ τὸν Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, μιὰ ἄλλη μεγάλη Γεροντικὴ μορφὴ τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μετέπειτα καθηγούμενο τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς Μονῆς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴ Λογγοβάρδα τῆς Πάρου, εἶναι ἐξίσου σημαντικὸς και στιβαρός, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλυπτικὸς τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ παπα‐ Πλανᾶ, καθὼς καὶ τῶν κατανυκτικῶν ἀγρυπνιῶν, στὶς ὁποῖες μετεῖχαν Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης καὶ λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Νικόλαος παπα ‐ Πλανᾶς.

Γράφει, λοιπόν, ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος γιὰ τὶς ἀγρυπνίες στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο τὸν παπα ‐ Πλανᾶ: «Κατὰ τὸ ἔτος 1905 ‐ 1907 ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐφοίτων εἰς τὴν Βυζαντινὴν Μουσικὴν Σχολὴν «Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνος… Ὁ συμπατριώτης μου Ἰωάννης Ἀλεξάκης… ἡμέράν τινα λέγει μοι: «Νὰ ἔλθης εἰς τὸν μικρὸν ναὸν τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, εἰς τὸν ὁποῖον γίνονται κατανυκτικαὶ ἀγρυπνίαι καὶ ψάλλουν βυζαντινὰ οἱ Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης καὶ ἄλλοι. Θὰ ὠφεληθῆς καὶ θὰ μάθης πολλὰ ἀναγκαῖα, χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα διὰ τὴν ἱερὰν ὑμνωδίαν.»

Ο ναός του αγίου Ελισσαίου

Μετέβην εἰς μίαν ἀγρυπνίαν καὶ τόσον πολὺ ηὐχαριστήθην καὶ κατενύγην, ὥστε συχνάκις καθ ̓ ὅλην τὴν ἑβδομάδα εἶχον εἰς τὸν νοῦν μου, πότε θὰ ἔλθη ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀγρυπνίαν∙ καὶ ὅτε ἤρχετο ἡ ὥρα, ἔτρεχον μὲ χαράν, ὥσπερ τρέχει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς, διὰ νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ποτίσω, δροσίσω καὶ εὐφράνω τὴν διψῶσαν μου ψυχήν. Καὶ πράγματι ᾐσθανόμην δρόσον, εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν καὶ μοὶ ἐφαινοντο εἰς τὸν λάρυγγά μου γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, οἱ ὕμνοι, αἱ δοξολογίαι, τὰ στιχηρά, τὰ ἰδιόμελα, οἱ κανόνες, τὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι καθηγηταὶ ἐξάδελφοι Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὄχι μὲ φωνὰς θυμελικὰς καὶ βοὰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους, ἀλλά, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ, μὲ σύνεσιν, μὲ συναίσθησιν, μὲ φόβον καὶ τρόμον: «ψάλατε συνετῶς, ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ».

Ὅταν ἔψαλλον οἱ δύο Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὁ εἷς δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά, ἔψαλλον μὲ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας, ποὺ ἐνόμιζες ὅτι προσηύχοντο, ὅτι ἵσταντο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως παρισταμένου καὶ πανταχοῦ παρόντος Παντοδυνάμου καὶ Παντοκράτορος Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ τις ἠλαύνετο ὁ νοῦς του ὥσπερ ὑπὸ μαγνήτου, ἐπρόσεχε, ᾐσθάνετο τὰ δρώμενα καὶ ἐνόμιζεν ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸν Οὐρανόν, ὡς ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός…

Ο Κώστας Βάρναλης για τον Παπαδιαμάντη - Ημερόδρομος


Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους...

Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸ Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὄτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικόν του δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει!

Ἤναψε τὸ κηρίον του καὶ τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (καὶ τοῦ Κυρίου!) ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του τὸ ἀριστερόν, διότι τὸν ἠνώχλει ὁ κάλος, καὶ ἡμίκλιντος ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ ῥεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγὰς τοῦ κραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς βροχῆς καὶ ἔβλεπε νοερῶς τὸν πορφυροῦν πόντον νὰ ῥήγνυται εἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς βράχους τοῦ νεφελοσκεποῦς καὶ χιονοστεφάνου Ἄθω.

Ἐκρύωνεν. Ἀλλὰ τὸ καφενεῖον τοῦ κυρ-Γιάννη τοῦ Ἀγκιστριώτη ἦτο κλειστόν. Ἀλλὰ καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε νὰ παραγγείλει:

  • Πάτερ Ἀβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ἕνα ποτηράκι ῥακὴ ἢ ῥώμι).


Ἐκείνην τὴν χρονιὰν τὰ Χριστούγεννα ἔπεσαν Παρασκευήν


Τόσον τὸ καλύτερον. Θὰ νηστεύσει καὶ πάλιν, ὡς τὸ εἶχε τάμα νὰ νηστεύει διὰ βίου κάθε Παρασκευὴν διὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μέγα κρῖμα τῆς νεότητός του, ποὺ εἶδε τυχαίως ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπαν τὴν νεαράν του ἐξαδέλφην νὰ γδύνεται.

Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐσκεπάσθη μὲ τὴν διάτρητον βατανίαν του, ὅπως ἦτο ντυμένος καὶ μὲ τὰ ὑποδήματα - πλὴν τοῦ ἀριστεροῦ.

Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿ ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲ τὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺς ἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.

Καὶ ἦλθεν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ τεθλιμμένον πρόσωπον, ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον Βρέφος της, ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ὁ φίλος καὶ φρουρὸς τῶν νηπίων, ἡ Ἁγία Βαρβάρα καὶ ἡ Ἁγία Κυριακὴ μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τοὺς κλάδους τῶν φοινίκων εἰς τὰς χεῖρας, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος καὶ Εὐθύμιος καὶ Σάββας μὲ τὰς γενειάδας καὶ τὰ κομβοσχοίνια των· καὶ ἦλθε καὶ ὁ ὅσιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, «ἄνθρωπος τὴν ὄψιν καὶ θεὸς τὴν καρδίαν», ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια κρατοῦσα εἰς τὰς χεῖρας τὸ μικρόν της ληκύθιον, τὸ περιέχον τὰ λυτήρια ὅλων τῶν μαγγανειῶν καὶ ἐπῳδῶν, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ἡ Ἁγία Μαρίνα καὶ εἴτα ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος μὲ τὰ χαντζάριά των, μὲ τὰς ἀσπίδας καὶ τοὺς θώρακάς των - ὁλόκληρον τὸ Τέμπλον τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν μαστιζόμενον ἀπὸ θυέλλας καὶ λαίλαπας καὶ λικνιζόμενον ἀπὸ τὸ πολυτάραχον καὶ πολυρροιβδον κῦμα...

Φέγγος ἐαρινὸν καὶ θαλπωρὴ διεχύθησαν ἐντὸς τοῦ ὑγροῦ δωματίου καὶ ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος λησμονήσας τὸν κάλον του ἀνεσηκώθη νὰ φορέσει καὶ τὸ ἀριστερόν του ὑπόδημα διὰ ν᾿ ἀσπασθεῖ εὐλαβῶς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων.

Ἀλλ᾿ ἡ ὀπτασία ἐξηφανίσθη καὶ ἰδοὺ εὑρέθη εἰς τὸν Ἅη-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ποὺ ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους κι ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν. Πλῆθος πιστῶν εἶχεν ἀνέλθει ἀπὸ τὴν πολίχνην, ζωντανοὶ καὶ συγχωρεμένοι, νὰ παρακολουθήσουν τὴν Λειτουργίαν, τὴν ὁποία ἐτέλει ὁ παπα-Μπεφάνης βοηθούμενος ἀπὸ τὸν μπάρμπ᾿ Ἀναγνώστην τὸν Παρθένην.

Κατὰ περίεργον ἀντινομίαν τῶν στοιχείων, ἦτο καλοκαῖρι κι ἡ Λειτουργία εἶχε τελειώσει καὶ ἦτον δὲν ἦτον τρίτη πρωϊνή, ὅτε ἡ ἀμφιλύκη ἤρχισε νὰ ῥοδίζει εἰς τὸν ἀντικρυνὸν ζυγὸν τοῦ βουνοῦ.

Ὅλοι γείτονες, λάλοι καὶ φωνασκοί, ἐκάθηντο κατὰ γὴς πέριξ ἐστρωμένης καθαρᾶς ὀθόνης. Τέσσερ᾿ ἀρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, ἀστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστὰ τῆς λίμνης, αὐγοτάραχον καὶ ἐγχέλεις ἁλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια καὶ μῆλα - ὅλα τὰ καλούδια, προϊόντα της μικρῆς καὶ ὡραίας νήσου, περιέμενον τοὺς συνδαιτυμόνας.

  • Καλῶς ὥρισες κυρ-Ἀλέξαντρε, κάτσε κ᾿ ἡ ἀφεντιά σου, τοῦ εἶπεν ἡ θεία ἡ Ἀμέρσα.

Ἀλλὰ τί βλέπει γύρω του; Ὅλους τους ἥρωας καὶ τὰς ἡρωίδας τῶν Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Ἐκεῖ ἦτον ἡ θεία-Ἀχτίτσα, φοροῦσα καινουργῆ μανδήλαν καὶ νέα πέδιλα, ἐπιδεικνύουσα μετ᾿ εὐγνωμοσύνης τὸ συνάλλαγμα τῶν δέκα λιρῶν, τὸ ὁποῖον μόλις ἔλαβε ἀπὸ τὸν ξενητευμένον εἰς τὴν Ἀμερικὴν υἱόν της. Δίπλα της ἐκάθητο κι ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας, ὁ προσποιηθεὶς τὸν Καλλικάντζαρον τὴν Παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ ληστεύσας τὸν Ἀγγελῆν, τὸν Νάσον, τὸν Τάσον - ὅλα τὰ παιδία τὰ ὁποῖα κατήρχοντο ἀπὸ τὴν Ἐπάνω ἐνορίαν, ἀφοῦ εἶχαν ψάλει τὰ Κάλανδα. Ἐσηκώθη καὶ παρέδωσεν εἰς τὸν κυρ-Ἀλέξανδρον τὰς κλεμμένας πεντάρας -δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα ἐκείνην τὴν χρονιὰν (συχωρεμένος ἂς εἶναι!).

Ἰδοὺ κι ὁ Μπαρμπ᾿ Ἀλέξης, ὁ Καλοσκαιρῆς, ποὺ δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάροντος διὰ νὰ πηδήσει εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του, ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ἦτον κι ὁ σύντροφός του ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας ὁ ναυτολογημένος ὡς Ἰωαννίδης καὶ διατελῶν ἐν διαρκεῖ ἀπουσίᾳ κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας.

  • Νὰ φροντίσῃς, τοῦ εἶπεν ὁ Πανταρώτας, νὰ πάρω τὴν σύνταξή μου!

Καὶ λησμονῶν τὴν ἱερότητα τῆς στιγμῆς ἐμούντζωσε τὸ κενὸν συνοδεύων τὴν ἄσεμνον χειρονομίαν μὲ τὴν ἀσεμνοτέραν βλασφημίαν:

  • Ὅρσε, κουβέρνο!

Ἐκεῖ ἦτον κι ὁ Μπαρμπα-Διόμας, εὐτυχὴς διότι ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὸ ναυάγιον καὶ ἐρρόφησεν ἀπνευστὶ ἐπὶ τοῦ διασώσαντος αὐτὸν τρεχαντηρίου ὁλόκληρον φιάλην πλήρη ἡδυγεύστου μαύρου οἴνου διὰ νὰ συνέλθει - ὢ πενιχρά, ἀλλ᾿ ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ πτωχοῦ!

Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔτρεξε νὰ τοῦ σφίξη τὴν χεῖρα καὶ ὁ βοσκὸς ὁ Στάθ᾿ς τοῦ Μπόζα, τοῦ ὁποίου δύο αἶγες εἶχον βραχωθῆ εἰς τὸν κρημνὸν ὑπεράνω της ἀβύσσου, ὅπου ἔχαινεν ὁ πόντος καὶ ἦτο ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, ἂν δὲν τὸν κατεβίβαζαν διὰ σχοινίου εἰς τὸν βράχον μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς του.

  • Τὴν Ψαρὴ τὴν ἔχω τάξει ἀσημένια στὴν Παναγιά. Τὴ Στέρφα (τὴν ἄλλην αἶγα) θὰ τὴν σφάξω γιὰ σένα, νὰ τὴν φᾶμε.

Καὶ ἡ Ἀσημίνα τοῦ μαστρο-Στεφανῆ τοῦ βαρελᾶ, μὲ τὰς τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τὴ Ῥοδαυγή, τὴν Ἑλένη, τὴ Μαργαρὼ καὶ τὴν Ἀφέντρα, ἡ Ἀσημίνα, ποὺ τὴν μίαν ἡμέραν ἑώρτασε τοὺς γάμους τῆς Ἀφέντρας μὲ τὸν Γρηγόρη τῆς Μονεβασᾶς καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπένθησεν τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της τοῦ Θανάση.

Τέλος, ὤ! τῆς ἐκπλήξεως, ἐνεφανίσθη καὶ ὁ ἕτερος ἐαυτός του, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδημούλης, ὁ πτωχαλαζών, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἔργα μὴ κοινῶς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος ἠσθάνθη τύψεις, ὅτι ἔπλασεν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τόσον δυστυχεῖς καὶ ταπεινοὺς ἢ τόσον ἁμαρτωλοὺς (οὐδεὶς ἀναμάρτητος!) καὶ τὸν ἑαυτόν του τόσον ἐπηρμένον!...

Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν διέκοψεν ἡ ὀκταόκαδος τσότρα, ἡ περιφερομένη ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα. Δὲν ἐπρόλαβε νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ καὶ ἤχησαν τὰ λαλούμενα (βιολιτζῆδες ντόπιοι καὶ τουρκόγυφτοι μὲ κλαρινέτα) καὶ ... ἐξύπνησεν.

Ποτὲ ὁ κοσμοκαλόγηρος κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν ἐξύπνησε τόσον χορτάτος, ὅσον ἐκείνην τὴν ἁγίαν ἡμέραν, ὁ νῆστις τοῦ Σαρανταημέρου καὶ ὁ νῆστις ὅλης της ζωῆς του! - ζωὴν νὰ ἔχει!

O Κώστας Βάρναλης έχει γράψει και άλλα διηγήματα με ύφος "παπαδιαμαντικό", κάνοντας χρήση φράσεων και λέξεων του σπουδαίου αυτού διηγηματογράφου. Το συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζει ως ήρωα τον ίδιο τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (κυρ Ἀλέξανδρος).


Τι αναφέρει μεταξύ άλλων η Wikpedia για τον Παπαδιαμάντη

Αν και έπαιρνε, ως αμοιβή από την Ακρόπολη, 200 και 250 δραχμές το μήνα, ενώ κέρδιζε αρκετά και από τις -περιζήτητες- συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του.

Ήταν σπάταλος και ανοργάνωτος όσον αφορά τη διαχείριση των χρημάτων του. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη στου Ψυρρή (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας.

Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. «Κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος…» έχει γράψει στο διήγημά του «Πατέρα στο σπίτι».

Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Άστυ, ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό»

Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό που διηγούνται, ότι κάποια Χριστούγεννα ο τότε επικεφαλής της "Ακρόπολις" Σταμάτης Σταματίου έμεινε άναυδος, όταν αντελήφθη ποιός ήταν αυτός που του παρέδιδε το διήγημα των Χριστουγέννων.

www.worldenergynews.gr




Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης