Διεθνείς «γαμπροί» της παγκόσμιας αγοράς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην Ελλάδα την τελευταία διετία, ποντάροντας στην ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς, αλλά και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης γενικότερα. Ειδικότερα, διεθνείς κολοσσοί, ο ένας μετά τον άλλο ανοίγουν γραφεία στην Αθήνα ή ενδυναμώνουν την παρουσία τους στον εγχώριο κλάδο πράσινης ενέργειας, με φόντο τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, αλλά και τη μετατροπή της Ελλάδας σε ένα Hub, μέσω του οποίου «καθαρή» ενέργεια θα μεταφέρεται στην Ευρώπη.
Έτσι, εκτός από τη JinkoSolar που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα εδώ και μια δεκαετία, εξυπηρετώντας παράλληλα και όλη την αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, την τελευταία διετία, εν μέσω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, απέκτησαν έδρα στη χώρα μας και άλλοι διεθνείς παίκτες στους εξοπλισμούς πάνελ όπως είναι οι LONGi, TrinaSolar, JA Solar, Canadian Solar και Risen Energy ενώ, πληροφορίες αναφέρουν ότι, κι άλλες εταιρείες ετοιμάζονται να ανοίξουν γραφεία στην Αθήνα.
Παρότι ο τομέας πλήττεται από το αυξανόμενο κόστος υλικών και εξαρτημάτων, τις αγκυλώσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας – οι οποίες ωστόσο εξομαλύνθηκαν το τελευταίο διάστημα - και τις δυσχερείς διεθνείς σχέσεις, οι συγκεκριμένες εταιρείες, στηριζόμενες στις ευνοϊκές πολιτικές της πράσινης μετάβασης ποντάρουν στην ελληνική αγορά.
Πρόκειται για τους έξι παγκόσμιους κολοσσούς της βιομηχανίας φωτοβολταϊκών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο πρώτο εξάμηνο του 2022, ο όγκος αποστολών της JinkoSolar έφτασε τα 18,21 GW και τα λειτουργικά της έσοδα άγγιξαν τα 4,84 δισ. δολάρια, αυξημένα κατά 112,44% σε σύγκριση με το 2021.
Ακολουθεί η TrinaSolar που έφτασε τα 18,05 GW με λειτουργικά έσοδα 5,17 δισ. δολάρια (αυξημένα κατά 77% σε σύγκριση με πέρυσι), η LONGi με 18.02 GW και έσοδα 7,3 δισ. δολάρια (αύξηση 43,64% σε ετήσια βάση), η JA Solar με 15.67 GW και έσοδα 4,12 δισ. δολάρια (αύξηση 75,81% σε σύγκριση με την ίδια περυσινή περίοδο), η Canadian Solar με 8.69 GW και έσοδα 3,56 δισ. δολάρια και η Risen Energy με 7 GW.
Πέρα από τους κολοσσούς στους εξοπλισμούς πάνελ, η Ελλάδα έχει προσελκύσει τα τελευταία δύο χρόνια τους τοπ κατασκευαστές αντιστροφέων (inverter) όπως είναι οι HUAWEI, Sungrow, Growatt, Goodwe κ.ά. Oι συγκεκριμένες εταιρείες έχουν επιτύχει το 2021 και 2021 καλπάζουσα ανάπτυξη στην απόδοση και στις αποστολές.
Η ελληνική αγορά είναι πλέον από τις πιο ελκυστικές αγορές όπως κατέδειξε και ο διεθνής δείκτης ελκυστικότητας επενδύσεων σε ΑΠΕ, αναλογικά με το ΑΕΠ κάθε χώρας, στον οποίο η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση, σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε προσφάτως ο διεθνής οίκος Ernst&Young. Επίσης, η χώρα μας βρίσκεται στην 16η θέση στον γενικό δείκτη ελκυστικότητας επενδύσεων σε ΑΠΕ, μεταξύ 40 κορυφαίων οικονομιών του κόσμου.
H εκλυστικότητα ανεβαίνει - Το χρηματοδοτικό καθίσταται πιο σύνθετο
Στην ελκυστικότητα της χώρας όσον αφορά στα έργα ΑΠΕ έκανε αναφορά και ο σύμβουλος σε θέματα ενέργειας του πρωθυπουργού κ. Νίκος Τσάφος, μιλώντας πριν λίγες μέρες σε οικονομικό φόρουμ. Σύμφωνα με τα όσα επεσήμανε, ο κόσμος πάει προς ένα ενεργειακό σύστημα στο οποίο η χώρα μας βρίσκεται ήδη σε ηγετική θέση.
«Έχουμε εγχώριους πόρους που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε και να εξάγουμε ηλεκτρική ενέργεια και φυσικά να εισάγουμε και να επανεξάγουμε ενέργεια από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Αυτό που βλέπουμε στον ενεργειακό χάρτη είναι η μετατόπιση του συστήματος από ένα δίκτυο υδρογονανθράκων στην αγορά των χαμηλών ρύπων. Αλλάζει η γεωγραφία της ενέργειας», υπογράμμισε.
Ωστόσο, από την πλευρά του ο Διευθύνων Σύμβουλος της MORE κ. Βίκτωρας Παπακωνσταντίνου, μιλώντας στην ίδια διοργάνωση μίλησε για τις χρόνιες στρεβλώσεις της δημόσιας διοίκησης που οδηγούν σε σπατάλη αμέτρητων εργατοωρών, αναμένοντας από τις υπηρεσίες τα αυτονόητα. Μιλώντας από την πλευρά του επενδυτή, αναφέρθηκε στους δύο κινδύνους που αντιμετωπίζουν όσοι αναπτύσσουν έργα ΑΠΕ στη χώρα μας.
Η πρώτη πηγή κινδύνου συνδέεται με εξωτερικές συγκυρίες και με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον πληθωρισμό που ακολούθησε και την αύξηση στα επιτόκια. Οι πληθωριστικές αυξήσεις του κόστους στα έργα των ΑΠΕ, τα οποία τυχαίνει να έχουν πάρει ταρίφες αλλά ταρίφες σταθερές που δεν αλλάζουν, οδηγούν, όπως υπογράμμισε ο ίδιος, σε μείωση της κερδοφορίας τους.
Η αύξηση των επιτοκίων, οπότε και του κόστους δανεισμού, επιτείνει περαιτέρω τη μείωση της αποδοτικότητας των έργων. «Η ίδια η μείωση της κερδοφορίας των έργων οδηγεί τις τράπεζες να μειώσουν το ποσοστό της επένδυσης που χρηματοδοτούν μέσω δανεισμού. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι η δυνατότητα χρηματοδότησης των έργων αλλάζει, καθώς από εδώ και πέρα θα εξυπηρετούνται από διμερή συμβόλαια, από PPAs, που έχουν μικρότερη χρονική διάρκεια, καταλαβαίνουμε ότι είναι δύσκολη η εύρεση προσοδοφόρων ευκαιριών για επενδύσεις που πρέπει να γίνουν», εξήγησε ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Η δεύτερη πηγή κινδύνου, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι σημαντικότερη και δυσκολότερη στη διαχείριση. Αφορά τις χρόνιες στρεβλώσεις της δημόσιας διοίκησης. Και εξηγεί: «Ο ρόλος της είναι να θέτει τους κανόνες και να εξασφαλίζει την τήρησή τους. Όμως σήμερα δεν βοηθάει. Σπαταλάμε αμέτρητες εργατοώρες αναμένοντας από τις υπηρεσίες τα αυτονόητα. Ο κάθε νόμος ερμηνεύεται από τις υπηρεσίες διαφορετικά σε κάθε περιφέρεια, σε κάθε δήμο. Ο χρόνος και οι πόροι που πρέπει να επενδυθούν στις συναλλαγές με τη δημόσια διοίκηση είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας».
Τί μπορεί να γίνει; Σύμφωνα με τον επικεφαλής της MORE, oι προσπάθειες που γίνονται να «κεντρικοποιηθούν», όπως είπε χαρακτηριστικά, ορισμένες διαδικασίες ώστε να είναι πιο συμβατές με τις στρατηγικές της κυβέρνησης είναι προς της σωστή κατεύθυνση. Και κατέληξε: «Σε περιόδους κρίσης – όπως η κλιματική - πρέπει η διοίκηση να εφαρμόζει πιο γρήγορα τις αποφάσεις της».
www.worldenergynews.gr