Οι οικονομικές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή δεν είναι σε κάθε περίπτωση, πλήρως κατανοητές ακόμη
Οι ζημιές στις καλλιέργειες, τις υποδομές, την παραγωγικότητα και την υγεία από την κλιματική αλλαγή θα κοστίζουν έως και 38 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2050 και το ποσό αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αυξηθεί, καθώς από την ανθρώπινη δραστηριότητα εκπέμπονται περισσότερα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σύμφωνα με μια έρευνα που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Οι οικονομικές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή δεν έχουν γίνει πλήρως κατανοητές και οι οικονομολόγοι συχνά διαφωνούν ως προς την έκτασή τους.
Η μελέτη του Ινστιτούτου Πότσδαμ για την Έρευνα των Κλιματικών Επιπτώσεων (PIK), που στηρίζεται από τη γερμανική κυβέρνηση, ξεχωρίζει λόγω της σοβαρότητας των ευρημάτων της. Υπολογίζεται μεταξύ άλλων ότι η κλιματική αλλαγή θα μειώσει κατά 17% το παγκόσμιο ΑΕΠ μέχρι τα μέσα του αιώνα.
«Ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι φτωχότερος απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς την κλιματική αλλαγή», είπε η Λεόνι Βεντς, ερευνήτρια κλιματικών δεδομένων και εκ των συγγραφέων της μελέτης. «Μας κοστίζει πολύ λιγότερα η προστασία του κλίματος, από το να μην το κάνουμε», πρόσθεσε.
Το κόστος των μέτρων για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 2 βαθμούς Κελσίου, σε σύγκριση με τη θερμοκρασία της προβιομηχανικής εποχής, εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 6 τρισεκ. δολάρια μέχρι το 2050. Το ποσό αυτό θα είναι μικρότερο από το ένα έκτο του κόστους των ζημιών που θα προκαλούνταν εάν η υπερθέρμανση ξεπερνούσε αυτό το επίπεδο, σύμφωνα με τη μελέτη.
Μολονότι προηγούμενες μελέτες συμπέραιναν ότι η κλιματική αλλαγή θα ωφελήσει τις οικονομίες ορισμένων χωρών, το PIK διαπιστώνει ότι σχεδόν όλοι θα υποφέρουν – και οι φτωχές, αναπτυσσόμενες χώρες θα πληγούν σκληρότερα. Η εκτίμηση των ζημιών βασίζεται σε προβλέψεις για την θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις. Δεν λαμβάνονται υπόψη τα ακραία καιρικά φαινόμενα και άλλες καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα, όπως οι δασικές πυρκαγιές και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας. Επίσης, βασίζεται μόνο στις τρέχουσες εκπομπές καυσαερίων, μολονότι ο όγκος τους συνεχίζει να αυξάνεται φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ.
Οι κυβερνήσεις όχι μόνο δαπανούν ελάχιστα για να περιορίσουν τις εκπομπές αερίων που προκαλούν την υπερθέρμανση αλλά επίσης υστερούν όσον αφορά τις δαπάνες για την προσαρμογή στις κλιματικές αλλαγές.
Στη μελέτη αυτήν οι ερευνητές συνέκριναν τις θερμοκρασίες και τις βροχοπτώσεις σε περισσότερες από 1.600 περιοχές τα τελευταία 40 χρόνια και εξέτασαν το κόστος αυτών των φαινομένων. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν προβλέψεις κλιματικών μοντέλων για να υπολογίσουν τις μελλοντικές ζημιές. Εάν οι εκπομπές αερίων συνεχιστούν με τον σημερινό ρυθμό και η μέση παγκόσμια θερμοκρασία ανέβει πάνω από 4 βαθμούς Κελσίου, η εκτιμώμενη οικονομική ζημιά μετά το 2050 θα ανέλθει στο 60% το εισοδήματος μέχρι το 2100. Ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς θα μείωνε τις απώλειες αυτές στο 20%, κατά μέσο όρο.
www.worldenergynews.gr
Οι οικονομικές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή δεν έχουν γίνει πλήρως κατανοητές και οι οικονομολόγοι συχνά διαφωνούν ως προς την έκτασή τους.
Η μελέτη του Ινστιτούτου Πότσδαμ για την Έρευνα των Κλιματικών Επιπτώσεων (PIK), που στηρίζεται από τη γερμανική κυβέρνηση, ξεχωρίζει λόγω της σοβαρότητας των ευρημάτων της. Υπολογίζεται μεταξύ άλλων ότι η κλιματική αλλαγή θα μειώσει κατά 17% το παγκόσμιο ΑΕΠ μέχρι τα μέσα του αιώνα.
«Ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι φτωχότερος απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς την κλιματική αλλαγή», είπε η Λεόνι Βεντς, ερευνήτρια κλιματικών δεδομένων και εκ των συγγραφέων της μελέτης. «Μας κοστίζει πολύ λιγότερα η προστασία του κλίματος, από το να μην το κάνουμε», πρόσθεσε.
Το κόστος των μέτρων για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 2 βαθμούς Κελσίου, σε σύγκριση με τη θερμοκρασία της προβιομηχανικής εποχής, εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 6 τρισεκ. δολάρια μέχρι το 2050. Το ποσό αυτό θα είναι μικρότερο από το ένα έκτο του κόστους των ζημιών που θα προκαλούνταν εάν η υπερθέρμανση ξεπερνούσε αυτό το επίπεδο, σύμφωνα με τη μελέτη.
Μολονότι προηγούμενες μελέτες συμπέραιναν ότι η κλιματική αλλαγή θα ωφελήσει τις οικονομίες ορισμένων χωρών, το PIK διαπιστώνει ότι σχεδόν όλοι θα υποφέρουν – και οι φτωχές, αναπτυσσόμενες χώρες θα πληγούν σκληρότερα. Η εκτίμηση των ζημιών βασίζεται σε προβλέψεις για την θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις. Δεν λαμβάνονται υπόψη τα ακραία καιρικά φαινόμενα και άλλες καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα, όπως οι δασικές πυρκαγιές και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας. Επίσης, βασίζεται μόνο στις τρέχουσες εκπομπές καυσαερίων, μολονότι ο όγκος τους συνεχίζει να αυξάνεται φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ.
Οι κυβερνήσεις όχι μόνο δαπανούν ελάχιστα για να περιορίσουν τις εκπομπές αερίων που προκαλούν την υπερθέρμανση αλλά επίσης υστερούν όσον αφορά τις δαπάνες για την προσαρμογή στις κλιματικές αλλαγές.
Στη μελέτη αυτήν οι ερευνητές συνέκριναν τις θερμοκρασίες και τις βροχοπτώσεις σε περισσότερες από 1.600 περιοχές τα τελευταία 40 χρόνια και εξέτασαν το κόστος αυτών των φαινομένων. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν προβλέψεις κλιματικών μοντέλων για να υπολογίσουν τις μελλοντικές ζημιές. Εάν οι εκπομπές αερίων συνεχιστούν με τον σημερινό ρυθμό και η μέση παγκόσμια θερμοκρασία ανέβει πάνω από 4 βαθμούς Κελσίου, η εκτιμώμενη οικονομική ζημιά μετά το 2050 θα ανέλθει στο 60% το εισοδήματος μέχρι το 2100. Ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς θα μείωνε τις απώλειες αυτές στο 20%, κατά μέσο όρο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
www.worldenergynews.gr