Ο Λίβανος αντιμετωπίζει εδώ και πολλά χρόνια, μια ενεργειακή κρίση που συνοδεύεται από τακτικές διακοπές ρεύματος, με αποτέλεσμα να εξαρτάται υπερβολικά από γεννήτριες ντίζελ για ηλεκτρισμό. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην λανθασμένη δαπάνη των δημοσίων πόρων και στις ελλιπείς επενδύσεις στην ενεργειακή υποδομή της χώρας. Τώρα, υπάρχουν ανησυχίες ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση του Λιβάνου με το γειτονικό Ισραήλ θα μπορούσε να καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη την αντιμετώπιση της επιδεινούμενης ενεργειακής και οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με όσα αναφέρει το Oil Price.
Η οικονομική κρίση
Ο Λίβανος αντιμετωπίζει μια σοβαρή οικονομική κρίση τα τελευταία πέντε χρόνια, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική αστάθεια και στην πανδημία Covid-19. Τα ποσοστά ανεργίας έχουν αυξηθεί απότομα και ο τραπεζικός τομέας έχει πληγεί σκληρά, με πολλούς να έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας. Η ανάπτυξη των υποδομών έχει καθυστερήσει να ανταποκριθεί, κυρίως λόγω των ελλείψεων χρηματοδότησης. Αυτό έχει επιδεινώσει την ενεργειακή κρίση της χώρας, με ελάχιστους διαθέσιμους δημόσιους πόρους, για την κρατική εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας Électricité du Liban (EDL) να βελτιώσει το ενεργειακό σύστημα του Λιβάνου. Επιπλέον, το ενδιαφέρον από ιδιώτες και ξένους επενδυτές είναι περιορισμένο λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής και γεωπολιτικής αστάθειας.
Η ενεργειακή κατάσταση
Το καλοκαίρι του 2021, μετά από χρόνια διακοπής ρεύματος λόγω της σοβαρής υποεπένδυσης στη γερασμένη ενεργειακή υποδομή του Λιβάνου, η χώρα εισήλθε σε ενεργειακή κρίση. Μάλιστα το κράτος αδυνατούσε να εξασφαλίσει το ξένο νόμισμα που απαιτείται για την αγορά καυσίμων. Από τότε, το ESL ήταν σε θέση να παρέχει μόνο λίγες ώρες ηλεκτρικής ενέργειας την ημέρα κατά μέσο όρο.
Ενώ η κυβέρνηση είναι από καιρό ανοιχτή στην ανάπτυξη της ικανότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο Λίβανος εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα ορυκτά καύσιμα για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του. Το 2022, το πετρέλαιο συνεισέφερε το 55% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του Λιβάνου, ακολουθούμενο από τα ηλιακά φωτοβολταϊκά (29%) και την υδροηλεκτρική ενέργεια (16%). Η κυβέρνηση έχει εισαγάγει ποικίλες ενεργειακές πολιτικές την τελευταία μιάμιση δεκαετία με περιορισμένη επιτυχία.
Το 2010, η κυβέρνηση ξεκίνησε τη Δράση Εθνικής Ενεργειακής Απόδοσης και Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, έναν μηχανισμό για τη στήριξη της χρηματοδότησης έργων πράσινης ενέργειας σε ολόκληρη τη χώρα. Το 2023, η κυβέρνηση εισήγαγε έναν νέο νόμο περί αποκεντρωμένης ανανεώσιμης ενέργειας, ο οποίος απλοποιεί τις ρυθμιστικές διαδικασίες και διασφαλίζει την πρόσβαση στο δίκτυο για αποκεντρωμένα συστήματα. Ενθάρρυνε τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και βοηθούσε τις τοπικές κοινωνίες να παράγουν και να διαχειρίζονται τη δική τους ενέργεια, μειώνοντας έτσι την εξάρτηση από το ασταθές εθνικό δίκτυο. Η κυβέρνηση καταρτίζει τώρα ένα ακόμα Εθνικό Σχέδιο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (NREAP 2024-2030), το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει την ανάπτυξη ενός ισχυρού τομέα πράσινης ενέργειας και να αυξήσει τη χωρητικότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας του Λιβάνου για να συνεισφέρει το 40% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030.
Στόχος της κυβέρνησης είναι να διαφοροποιήσει το ενεργειακό μείγμα του Λιβάνου Μέχρι σήμερα έχει υπογράψει συμφωνίες αγοράς ενέργειας για 11 έργα συνολικής προβλεπόμενης ισχύος 165 MW Φ/Β. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε ηλιακά έργα ταράτσας έχουν αυξηθεί, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν οι πολίτες στην χρόνια ενεργειακή επισφάλεια.
Η ενεργειακή και ανθρωπιστική επισφάλεια
Μια έκθεση του 2023 από τη ΜΚΟ Human Rights Watch ανέφερε ότι μεταξύ Νοεμβρίου 2021 και Ιανουαρίου 2022, τα λιβανέζικα νοικοκυριά διέθεταν το 44% του μηνιαίου εισοδήματός τους για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ηλεκτρική ενέργεια, ξοδεύοντας κυρίως για τη διατήρηση της λειτουργίας των γεννητριών τους. Ωστόσο, οι ιδιωτικές επενδύσεις στην ηλιακή ενέργεια έχουν αυξηθεί απότομα τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς όσοι έχουν τα μέσα επενδύουν σε προσωπικά συστήματα ηλιακής ενέργειας για να παρέχουν μια πιο σταθερή ροή ηλεκτρικής ενέργειας. Ο ηλιακός τομέας έχει επεκταθεί σημαντικά, από δυναμικότητα 100 MW το 2016 σε περίπου 1.000 MW έως το 2023, με ελάχιστη επίβλεψη και ρύθμιση. Αυτό οδήγησε σε σοβαρή ενεργειακή ανισότητα στον Λίβανο μεταξύ εκείνων που μπορούν να αντέξουν οικονομικά τα ηλιακά πάνελ και εκείνων που δεν μπορούν.
Εκτός από τη μάχη με τις συνεχιζόμενες οικονομικές και ενεργειακές κρίσεις, η κυβέρνηση του Λιβάνου πρέπει τώρα να βρει έναν τρόπο να υποστηρίξει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που έχουν εκτοπιστεί λόγω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης με το Ισραήλ. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου, αναφέρθηκε ότι περίπου 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους λόγω της σύγκρουσης.
Από την αρχή της σύγκρουσης, οι απώλειες που υπέστησαν οι δημόσιοι τομείς του νερού και της ενέργειας υπολογίζονται σε 480 εκατομμύρια δολάρια. Μόνο ο ενεργειακός τομέας έχει υποστεί ζημίες άνω των 320 εκατομμυρίων δολαρίων, λόγω της αυξημένης ζήτησης από εκτοπισμένα άτομα, των ζημιών στις υποδομές και των απωλειών εσόδων. Η κυβέρνηση και η EDL βρίσκονται υπό πίεση να παράσχουν οικονομική υποστήριξη και ενέργεια σε εκτοπισμένα άτομα κάτω από ένα ήδη καταπονημένο σύστημα. Όσο περισσότερο συνεχίζεται η σύγκρουση, τόσο πιο πιθανό είναι η κυβέρνηση να μην είναι σε θέση να καλύψει ακόμη και τις βασικές ανάγκες του λιβανικού πληθυσμού χωρίς εξωτερική οικονομική παρέμβαση.
www.worldenergynews.gr