Καθώς οδεύουμε προς το καλοκαίρι του 2024, φαίνεται να παγιώνεται όλο και περισσότερο στην αγορά φυσικού αερίου η άποψη πως «τα δύσκολα βρίσκονται οριστικά πλέον πίσω μας». Αν και η μεταβλητότητα τιμών (price volatility) είναι δεδομένο πως θα παραμείνει – όπως και στα περισσότερα ενεργειακά αγαθά σε έναν πλανήτη με υπέρμετρη γεωπολιτική εντροπία – εντούτοις η παραμονή των τιμών σε λογικά επίπεδα (25-30 ευρώ/MWh) διαφαίνεται ως το «σενάριο αναφοράς». Και οι λόγοι είναι ισχυροί και συγκεκριμένοι.
Το επίπεδο αποθεμάτων έχει σημειώσει ένα νέο ιστορικό υψηλό στην Ευρώπη (τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο στη Γερμανία βλέπουμε 68% πληρότητα, στην Αυστρία 76%, στην Ιταλία 63%, στην Ολλανδία 55%), μειώνοντας την έκθεση του ευρωπαϊκού συστήματος απέναντι σε ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Οι εισαγωγές LNG συνεχίζουν να κινούνται σε φυσιολογικά επίπεδα, αν και χαμηλότερα από το 2022. Η ειδοποιός διαφορά όμως σε σχέση με το 2022 είναι πως η Γερμανία, η μεγαλύτερη εθνική αγορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη, μπορεί πλέον να καλύπτει περισσότερη από τη μισή ζήτησή της μέσω LNG, ενώ πριν από 2 χρόνια η αντίστοιχη δυνατότητά της ήταν σχεδόν μηδενική.
Και μάλιστα, παρόλο που οι εισαγωγές ρωσικού αερίου μέσω αγωγών στη Δ.Ευρώπη παραμένουν μηδενικές, εντούτοις η Γερμανία τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο «αρκείται» στο να αξιοποιεί μόλις το 40% της υφιστάμενης δυναμικότητας αεριοποίησης LNG που διαθέτει.
Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με τη δομική συρρίκνωση της ζήτησης φυσικού αερίου που οφείλεται κατά κύριο λόγο στη διαρκώς αυξανόμενη επέκταση των ΑΠΕ, σκιαγραφούν ένα ευρωπαϊκό σκηνικό με επάρκεια τροφοδοσίας και βαθμούς ευελιξίας σε ενδεχόμενο κρίσεων.
Η βραχυπρόθεσμη αυτή εικόνα έρχεται να συναντήσει το 2025, σημείο καμπής για την έναρξη εισαγωγής νέων ποσοτήτων LNG στο παγκόσμιο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης. Είναι εντυπωσιακό πως μονάδες παραγωγής LNG που σήμερα κατασκευάζονται εκτιμάται πως έως το 2026 θα προσθέσουν στην παγκόσμια προσφορά νέες ποσότητες που θα αγγίζουν τα 180 δις κ.μ ανά έτος, ποσότητα εφάμιλλη με το σύνολο των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου πριν από την ρωσο-ουκρανική κρίση!
Συνεπώς, το φυσικό αέριο ανακτά την πρωταγωνιστική του θέση στις ευρωπαϊκές οικονομίες, οδηγώντας ακόμη και την ίδια την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο να μην διστάζει πλέον να εκθειάζει δημοσίως τον ευεργετικό του ρόλο στην υποστήριξη της ανάπτυξης των ΑΠΕ και στην ασφάλεια εφοδιασμού της Ευρώπης.
Όσον αφορά την χώρα μας, το 2024 είναι και το έτος που το φυσικό αέριο αποκτά επιπλέον επιχειρησιακές διαστάσεις, που διευρύνουν το οικονομικό του αποτύπωμα στην ευρύτερη περιοχή.
Η πρώτη από αυτές αφορά τις πρώτες εγκαταστάσεις LNG μικρής κλίμακας που ξεκίνησαν να λειτουργούν στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, οι πρώτες ελληνικές βιομηχανίες που καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες με LNG, αντικαθιστώντας τα πετρελαιοειδή καύσιμα, είναι ήδη γεγονός.
Επίσης, τα πρώτα πρατήρια ανεφοδιασμού βαρέων οχημάτων (φορτηγών, λεωφορείων) με LNG σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα ξεκινούν να λειτουργούν τις επόμενες εβδομάδες. Ταυτόχρονα, «ελληνικό LNG» από τη Ρεβυθούσα φορτώνεται σε βυτιοφόρα οχήματα και φτάνει σε τελικούς καταναλωτές σε χώρες στα Βαλκάνια που δεν διαθέτουν δίκτυα φυσικού αερίου. Και προσωπικά είμαι πολύ περήφανος που η ελληνική ομάδα της Molgas (100% ιδιοκτήτη της Blue Grid) είναι υπεύθυνη γι’ αυτά τα «εθνικά ορόσημα».
Η δεύτερη διάσταση σχετίζεται με τη διακηρυγμένη πρόθεση του ΥΠΕΝ για τη θεσμοθέτηση του πρώτου εθνικού πλαισίου βιομεθανίου. Η πατρίδα μας έχει δεσμευτεί στα πλαίσια του RepowerEU να φτάσει τα 140 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ετήσιας παραγωγής βιομεθανίου έως το 2030. Τα αντίστοιχα κίνητρα θα καταστήσουν άμεσα εφικτή την παραγωγή ποσοτήτων βιομεθανίου εντός συνόρων, ενεργοποιώντας την αξιοποίησή του σε τομείς όπως αυτός των οδικών μεταφορών και της ναυτιλίας.
Άρα δεν είμαστε καθόλου μακριά από τη στιγμή που θα είναι διαθέσιμο στους Έλληνες μεταφορείς και πλοιοκτήτες Ανανεώσιμο LNG (BioLNG) ως καύσιμο κίνησης ή πρόωσης αντίστοιχα. Δηλαδή ένα καύσιμο που προκρίνεται αμιγώς ως ΑΠΕ και που συνεπώς οδηγεί στο «πολυπόθητο» Net Zero.
Έτσι, ανοίγει ο δρόμος και στην Ελλάδα για την επίτευξη των διεθνών περιβαλλοντικών στόχων στον τομέα των μεταφορών, δίχως να απαιτούνται νέες ακριβές υποδομές και σε τιμές εφάμιλλες ή ακόμη και χαμηλότερες από τις παρούσες τιμές των πετρελαιοειδών καυσίμων.
Συνεπώς, η ανακτηθείσα ανταγωνιστικότητα του φυσικού αερίου, η διείσδυσή του σε νέους τομείς κατανάλωσης και η εξέλιξή του σε νέες ανανεώσιμες και βιώσιμες μορφές τεκμηριώνουν στην πράξη την παλαιότερη παραδοχή πως «το φυσικό αέριο δεν αποτελεί ένα μεταβατικό καύσιμο αλλά ένα καύσιμο σε μετάβαση».
www.worldenergynews.gr