Η Πράσινη Μετάβαση στην Ελλάδα έχει ολοκληρωθεί και οι δεσμεύσεις έχουν γίνει

Η Πράσινη Μετάβαση στην Ελλάδα έχει ολοκληρωθεί και οι δεσμεύσεις έχουν γίνει
Είναι προφανές ότι όσο μειώνουμε το χρονικό διάστημα της πράσινης μετάβασης, τόσο πιέζουμε τον καταναλωτή

Για το κόστος της πράσινης μετάβασης είχα αναφερθεί δημόσια αρκετά χρόνια πριν, επισημαίνοντας, σε αντιπαράθεση με υποστηρικτές της αντίθετης άποψης, ότι οι ΑΠΕ δεν είναι πηγή φθηνής ενέργειας αλλά μια ακριβή επιλογή, που την επιλέγουμε για περιβαλλοντικούς λόγους.

Πως ορίζεται όμως το κόστος της πράσινης μετάβασης;

Το κόστος πράσινης μετάβασης είναι το συνολικό κόστος παραγωγής (συμπεριλαμβανομένου του επενδυτικού), εξισορρόπησης, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, κατά το διάστημα της ενεργειακής μετάβασης με υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, μείον το ίδιο κόστος χωρίς την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.

Πρακτικά, είναι η τεχνητή αύξηση, άμεση ή έμμεση, που προκαλούμε είτε στο ανταγωνιστικό είτε στο ρυθμιζόμενο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ορυκτά καύσιμα, ώστε να καταστήσουμε τις επενδύσεις σε ΑΠΕ ελκυστικές, για να υλοποιηθεί η ενεργειακή μετάβαση.

Το κόστος αυτό θα πρέπει να πληρωθεί στο διάστημα που διαρκεί η μεταρρύθμιση και είναι προφανές ότι όσο μειώνουμε το χρονικό διάστημα της πράσινης μετάβασης, τόσο πιέζουμε τον καταναλωτή.

Στη χώρα μας, η πολιτική επιλογή που επικράτησε είναι το κόστος αυτό να το αναλάβουν επενδυτές και, μέσω συμβολαίων διαφοράς (CfDs) με το κράτος, να τους δοθεί εγγυημένο εισόδημα για όλο τον χρόνο ζωής της επένδυσης, το οποίο θα το πληρώσουν τελικά οι καταναλωτές μέσω των ρυθμιζόμενων χρεώσεων. Η συνταγή αυτή, αν εφαρμοζόταν με σοφία, θα οδηγούσε σε μοίρασμα της χρέωσης ενέργειας μεταξύ των προθεσμιακών συμβολαίων διαφοράς, που θα πληρωνόταν από τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις και ενέργειας που θα αγοραζόταν από τη βραχυπρόθεσμη αγορά και θα πληρωνόταν μέσω των ανταγωνιστικών χρεώσεων.

Δυστυχώς, σε αυτό το σημείο έγιναν δύο λάθη, που υπερχρέωσαν τους καταναλωτές για χρόνια και, συγχρόνως, προκάλεσαν στρέβλωση της αγοράς.

Το πρώτο λάθος είναι ότι οι τιμές, με τις οποίες αποζημιώνονται οι ΑΠΕ σε €/MWh παραγόμενης ενέργειας, παρόλο ότι πρόκειται για επενδύσεις σχεδόν μηδενικού ρίσκου με εγγυημένο εισόδημα, είναι υψηλές. Δηλαδή, τα συμβόλαια διαφοράς προβλέπουν υψηλό τίμημα, γιατί ο συντελεστής απόδοσης της επένδυσης δεν μειώθηκε λόγω του μειωμένου ρίσκου. Λόγω της υψηλής απόδοσης, οι τράπεζες χρηματοδοτούν σχεδόν το σύνολο του έργου, με συνέπεια οι δήθεν επενδυτές να απολαμβάνουν εισόδημα από τη διαφορά μεταξύ της τιμής του συμβολαίου που πέτυχαν με το κράτος και του επιτοκίου του τραπεζικού δανεισμού, χωρίς να επενδύσουν δικό τους κεφάλαιο.

Το δεύτερο λάθος είναι ότι το κράτος υπερεπένδυσε σε ΑΠΕ, περισσότερο μάλιστα σε Φωτοβολταϊκά. Προχώρησε δηλαδή σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια ενέργειας, περισσότερα από αυτά που χρειάζεται, με συνέπεια να προσπαθεί καθημερινά να κλείνει τη θέση του με εξαγωγές. Επειδή όμως η ζήτηση είναι χαμηλή σε όλη την Ευρώπη, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, τις ώρες με ηλιοφάνεια, μηδενίζεται στη βραχυπρόθεσμη αγορά σε όλες τις χώρες, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να σταματά ΑΠΕ αλλά και να διαθέτει την ενέργεια των υπολοίπων σε μηδενική τιμή, «κλειδώνοντας» τεράστιες απώλειες. Επομένως, η υπερεπάρκεια ενέργειας οδήγησε σε μηδενισμό της αξίας της, καταστρέφοντας την βραχυπρόθεσμη αγορά ενέργειας και αυξάνοντας, χωρίς να χρειάζεται, τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις.

Στην παρούσα φάση, η ερμηνεία που έχει δοθεί είναι ότι αν υπήρχαν δίκτυα δεν θα υπήρχε πρόβλημα, γιατί θα γινόταν εξαγωγή της ενέργειας, βοηθώντας μάλιστα το εμπορικό ισοζύγιο. Αυτή η υπόθεση ίσως ήταν σωστή αν και η υπόλοιπη Ευρώπη δεν επένδυε παράλληλα σε ΑΠΕ και πυρηνικά εργοστάσια. Πολύ φοβούμαι όμως ότι, ακολουθώντας αυτόν το δρόμο, στο τέλος, θα έχουμε υπερεπενδύσει και σε ΑΠΕ αλλά και σε δίκτυα.

Ποιος όμως επωφελείται από αυτόν τον μηδενισμό της αξίας της ενέργειας;

Δεν ωφελούνται οι καταναλωτές, γιατί πληρώνουν τα CfDs - μέσω των ρυθμιζόμενων χρεώσεων - περισσότερο από ότι εξοικονομούν στο ανταγωνιστικό σκέλος του λογαριασμού τους. Συγχρόνως, αυξάνεται ο κίνδυνος ασφάλειας εφοδιασμού, γιατί η αγορά ενέργειας με μηδενικές τιμές ενέργειας δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει επενδύσεις και, μοιραία στο μέλλον, όταν θα λήγουν τα CfDs, θα κληθούμε να ξαναχτίσουμε την αγορά ενέργειας από την αρχή, με πρόσθετο κόστος για τους καταναλωτές.

Δεν ωφελούνται οι πραγματικοί επενδυτές, που επένδυσαν σε ευέλικτες μονάδες για να στηρίξουν το ηλεκτρικό σύστημα και πολύ σύντομα ή θα πρέπει να επιδοτηθούν για την ευελιξία που παρέχουν, που είναι μεν πολύτιμη αλλά σε συνθήκες μηδενικής τιμής ενέργειας δεν αμείβονται, ή να διακόψουν τη λειτουργία των ευέλικτων μονάδων, γράφοντας τελικά ζημιές στο χαρτοφυλάκιό τους.

Δεν ωφελούνται οι προμηθευτές, γιατί δεν υφίσταται κέρδος σε προϊόν μηδενικής τιμής.

Με δεδομένο ότι οι δημοπρασίες δικαιωμάτων μεταφοράς κλείνουν σε υψηλές τιμές λόγω ανταγωνισμού, οι μόνοι που ωφελούνται σήμερα είναι οι ιδιοκτήτες των δικτύων που καρπούνται την αξία δέσμευσης Δυναμικότητας στις διασυνδέσεις, η οποία δημιουργείται από τις διαφορές της διασυνοριακής τιμής. Για πόσο όμως; Μέχρι να επενδυθούν τα χρήματα αυτά σε νέα δίκτυα, ώστε χώρες όπως η Ελλάδα, που επένδυσαν, να χρηματοδοτούν αυτές που δεν επένδυσαν.

Συμπερασματικά, η πράσινη μετάβαση για την Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ΑΠΕ που έχουν δρομολογηθεί, πρακτικά έχει ολοκληρωθεί. Οι δεσμεύσεις έχουν ήδη γίνει. Το κόστος θα πληρωθεί από τους καταναλωτές κατά τα επόμενα είκοσι χρόνια. Το κόστος της ενέργειας θα παραμείνει υψηλότερο από πριν, ωστόσο η μετάβαση από τον λιγνίτη σε ΑΠΕ έχει υλοποιηθεί, διατηρώντας το επίπεδο ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας.


www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης