Σε ιστορικό χαμηλό η ηλεκτροπαραγωγή με 14.7 εκατομμύρια τόνους CO2
Οι εκπομπές ολόκληρου του τομέα ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαϊκών μονάδων στα μη διασυνδεμένα νησιά, σημείωσαν πέρυσι ιστορικό χαμηλό με 14.7 εκατομμύρια τόνους CO2, 22.6% λιγότερους από το προηγούμενο χαμηλό των 19 εκ. τόνων του 2022, σύμφωνα με νέα έκθεση του Green Tank.
Ειδικά οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ περιόρισαν το ανθρακικό τους αποτύπωμα στους 11.24 εκ. τόνους CO2, μια επίδοση κατά -24.7% χαμηλότερη από τους 14.92 εκ. τόνους του 2022. Tο 2023 η ΔΕΗ ξεπέρασε κατά 1.31 εκ. τόνους τον προϋπολογισμό άνθρακα για ολόκληρο το έτος (9.93 εκ. τόνοι) με βάση τη ρήτρα βιωσιμότητας του ομολογιακού της δανείου.
Η καθαρή ενέργεια (ΑΠΕ και μεγάλα ΥΗ) κάλυψε για πρώτη φορά περισσότερη από τη μισή ζήτηση (51.2%) και το 57% της ηλεκτροπαραγωγής.
Η λιγνιτική παραγωγή το 2023 ήταν η χαμηλότερη από τη δεκαετία του ’70. Συνεισέφερε μόλις 4.5 TWh, μια ποσότητα κατά 15% μικρότερη από το προηγούμενο χαμηλό των 5.3 ΤWh του 2021.
Η «βουτιά» του ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή συνεχίστηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και με 14.6 TWh επέστρεψε σχεδόν στα επίπεδα του 2018 (14.1 TWh).
H ζήτηση σε ηλεκτρική ενέργεια (49.5 ΤWh) ήταν η χαμηλότερη της δεκαετίας, μικρότερη ακόμα και από αυτή του πρώτου έτους της πανδημίας το 2020.
Συνολικά το 2023 εκτιμάται ότι εκπέμφθηκαν 14.7 εκ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Όσον αφορά τις μηνιαίες εκπομπές, οι υψηλότερες εκπομπές καταγράφηκαν τον Φεβρουάριο (1.42 εκ. τόνοι), καθώς ήταν ο μήνας με την υψηλότερη μηνιαία λιγνιτική παραγωγή του έτους (611 GWh). Επιπλέον, για έξι από τους δώδεκα μήνες του έτους οι εκπομπές από τις μονάδες ορυκτού αερίου ξεπέρασαν αυτές των λιγνιτικών. Η μεγαλύτερη μηνιαία διαφορά τους καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο (+0.37 εκ. τόνους περισσότερους από τις μονάδες αερίου), καθώς ήταν ο μήνας με την χαμηλότερη ιστορικά λιγνιτική παραγωγή (187 GWh) μετά τον Απρίλιο του 2022 (176 GWh). Παρόλα αυτά, αθροιστικά για τους δώδεκα μήνες του 2023 οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες (6.08 εκ. τόνοι & μερίδιο 41.4%) ξεπέρασαν κατά 0.15 εκ. τόνους αυτές των μονάδων ορυκτού αερίου (5.93 εκ. τόνοι & μερίδιο 40.4%). Η διαφορά αυτή είναι πολύ μικρή, ειδικά αν συγκριθεί με τη διαφορά στην ηλεκτροπαραγωγή των δύο καυσίμων. Το 2023 η ηλεκτροπαραγωγή από ορυκτό αέριο (14.6 TWh) ήταν κατά 10.1 TWh μεγαλύτερη από τη λιγνιτική παραγωγή (4.5 TWh), η οποία ήταν η χαμηλότερη από τη δεκαετία του ‘70. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφορά εκπομπών των δύο καυσίμων το 2022 ήταν σχεδόν 1 εκ. τόνοι υπέρ του λιγνίτη.
Οι συνολικές εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής μειώθηκαν κατά 4.28 εκ. τόνους ή 22.6% σε σχέση με το 2022, ως αποτέλεσμα της πτωτικής πορείας των εκπομπών και από τα τρία ορυκτά καύσιμα. Το μεγαλύτερο τμήμα της μείωσης προήλθε από τις λιγνιτικές μονάδες (-2.39 εκ. τόνοι ή -28.2% σε σχέση με το 2022). Ακολούθησαν σε μείωση οι εκπομπές από ορυκτό αέριο (-1.56 εκ. τόνοι ή -20.8% σε σχέση με το 2022), ενώ τη μικρότερη συνεισφορά στη μείωση είχαν οι πετρελαϊκές μονάδες, των οποίων οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 0.33 εκ. τόνους (ή -11.1%) σε σχέση με το 2022.
Ακόμα μεγαλύτερη μείωση 8.88 εκ. τόνων καταγράφεται σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας (-37.7%), όπου οι συνολικές εκπομπές του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής κατά μέσο όρο και από τα τρία καύσιμα ήταν 23.58 εκ. τόνοι. Σε αυτό συνέβαλε πρωτίστως ο δραστικός περιορισμός της λιγνιτικής παραγωγής που είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών από τις λιγνιτικές μονάδες κατά 7.21 εκ. τόνους (-54.3%) το 2023 σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας (13.3 εκ. τόνοι). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή της πενταετίας (2018) οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες (23.53 εκ. τόνοι) ήταν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερες από αυτές του 2023. Τη δεύτερη μεγαλύτερη συνεισφορά στη μείωση των εκπομπών μετά τον λιγνίτη είχαν οι μονάδες με καύσιμο το ορυκτό αέριο, οι οποίες περιόρισαν τις εκπομπές τους κατά 1.2 εκ. τόνους (-16.8%) σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας, ενώ ακολούθησαν οι εκπομπές από τις πετρελαϊκές μονάδες με μείωση 0.47 εκ. τόνους (-14.9%).
Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, το 2023, πρώτος, και πάλι με μεγάλη διαφορά είναι ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου, με αθροιστικές εκπομπές 3.37 εκ. τόνους, 74.3% λιγότερο από όσο εξέπεμψε ο ΑΗΣ 10 χρόνια πριν (13.1 εκ. τόνοι). O σταθμός του Αγίου Δημητρίου ως ο μεγαλύτερος της χώρας κατείχε διαχρονικά την πρωτοκαθεδρία στην ηλεκτροπαραγωγή, με εξαίρεση το 2023 που η εικόνα αυτή άλλαξε για κάποιους μήνες. Αυτό συνέβη εξαιτίας της αξιοποίησης της νέας λιγνιτικής μονάδας της ΔΕΗ Πτολεμαΐδα 5, η οποία για τους πέντε από τους δώδεκα μήνες του 2023, παρήγαγε περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από κάθε άλλη λιγνιτική μονάδα. Εξαιτίας αυτού, η Πτολεμαΐδα 5 κατέχει τη 2η θέση της κατάταξης με 1.74 εκ. τόνους[1]. Την πρώτη τριάδα των λιγνιτικών σταθμών συμπληρώνει ο λιγνιτικός σταθμός της Μεγαλόπολης IV, ο οποίος έπειτα από δύο μήνες μηδενικής παραγωγής, τέθηκε ξανά σε λειτουργία τον Δεκέμβριο . Στη γενική κατάταξη κατατάσσεται 5ος εκπέμποντας 0.6 εκ. τόνους το 2023.
Την 3η θέση της κατάταξης των μεγαλύτερων ρυπαντών στην ηλεκτροπαραγωγή καταλαμβάνει ο σταθμός ορυκτού αερίου «Μεγαλόπολη V» με εκπομπές 1.1 εκ. τόνους. Ακολουθεί ο σταθμός αερίου Λαύριο IV-V με 0.74 εκ. τόνους, ενώ 6η κατατάσσεται η μονάδα συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας υψηλής απόδοσης (ΣΗΘΥΑ) της Αλουμίνιον με 0.61 εκ. τόνους.
Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά την πρωτιά σε εκπομπές κατέχουν δύο από τους τρεις πετρελαϊκούς σταθμούς που βρίσκονται στην Κρήτη (Αθερινόλακκος και Λινοπεράματα) με συνολικές εκπομπές 1.02 εκ. τόνους το 2023. Μάλιστα ο Αθερινόλακκος (0.57 εκ. τόνοι) βρέθηκε στην 8η θέση, πιο ψηλά από επτά σταθμούς ορυκτού αερίου και έναν λιγνιτικό που υπολειτούργησαν. Ακολούθησε ο σταθμός της Σορωνής στη Ρόδο (0.31 εκ. τόνοι) και έπειτα ο πετρελαϊκός σταθμός στα Χανιά (0.26 εκ. τόνοι). Αθροιστικά οι τέσσερις πρώτοι σε εκπομπές πετρελαϊκοί σταθμοί αντιπροσωπεύουν το 59.3% των συνολικών εκπομπών στα μη διασυνδεδεμένα νησιά.
Συγκρίνοντας την κατάταξη των σταθμών το 2023 με την αντίστοιχη του 2022, παρατηρείται πως ενώ ο Άγιος Δημήτριος παραμένει 1ος και τις δύο χρονιές, ο σταθμός ορυκτού αερίου Μεγαλόπολη IV έπεσε από τη 2η (το 2022) στην 6η θέση (το 2023), παραχωρώντας τη θέση του στην Πτολεμαΐδα 5. Στην πρώτη πεντάδα των πιο ρυπογόνων μονάδων το 2022, βρισκόταν και ο λιγνιτικός σταθμός Μελίτη Ι, ο οποίος το 2023 έπεσε στην 14η θέση. Τη θέση του Μελίτη Ι, κατέλαβε η μονάδα της Αλουμίνιον (5η το 2023), η οποία το 2022 βρισκόταν χαμηλότερα στην 8η θέση.
Το 2021 η ΔΕΗ σύναψε τρία ομολογιακά δάνεια που περιείχαν ρήτρες βιωσιμότητας. Σύμφωνα με τα δύο πρώτα συνολικού ύψους 775 εκ. €, οι εκπομπές από τις θερμικές μονάδες της ΔΕΗ θα έπρεπε να μειωθούν κατά 40% το 2022 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, ενώ η ρήτρα βιωσιμότητας του τρίτου ομολογιακού δανείου ύψους 500 εκ. €, επέβαλε μείωση κατά 57% το 2023 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.
Με βάση τα δεδομένα του ΣΕΔΕ για όλες τις θερμικές μονάδες της ΔΕΗ το 2022 οι συνολικές εκπομπές ήταν 14.92 εκ. τόνοι, μια μείωση της τάξης του 35.3% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019 (23.09 εκ. τόνοι). Παρά τη μείωση, η επίδοση αυτή ήταν περίπου 4.7 ποσοστιαίες μονάδες ή 1.07 εκ. τόνους CO2 μακριά από τον στόχο του -40% (13.85 εκ. τόνοι) που αντιστοιχεί στη ρήτρα βιωσιμότητας των δύο πρώτων ομολογιακών δανείων.
Σχετικά με το τρίτο ομολογιακό δάνειο που αφορά την κλιματική επίδοση της ΔΕΗ το 2023, οι εκπομπές των θερμικών μονάδων της επιχείρησης το 2023 εκτιμώνται σε 11.24 εκ. τόνους (76.5% των εκπομπών ολόκληρου του τομέα ηλεκτροπαραγωγής). Η επίδοση αυτή αποτελεί ιστορικό χαμηλό και αντιστοιχεί σε μείωση κατά 24.7% συγκριτικά με το 2022 (14.92 εκ. τόνοι). Η βελτίωση αποδίδεται πρωτίστως στον περιορισμό των εκπομπών από τους λιγνιτικούς σταθμούς (-2.39 εκ. τόνους), δευτερευόντως στη μείωση από τους σταθμούς ορυκτού αερίου ιδιοκτησίας της ΔΕΗ (-0.97 εκ. τόνους), και τέλος σε αυτή από τους πετρελαϊκούς σταθμούς (-0.33 εκ. τόνους).
Παρά την πρόοδο αυτή όμως και δεδομένου ότι η ρήτρα βιωσιμότητας του -57% απαιτεί τον περιορισμό των εκπομπών στους 9.93 εκ. τόνους για το 2023, η επιχείρηση εξάντλησε τον συνολικό προϋπολογισμό άνθρακα για ολόκληρο το έτος ήδη από τον Νοέμβριο, υπερβαίνοντας τον κατά 1.31 εκ. τόνους για ολόκληρο το έτος.
www.worldenergynews.gr