Τι αναφέρει μελέτη της JRC
Στο επίκεντρο της μελέτης βρέθηκε η «περίφημη» Οριακή Τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή η διαμόρφωση της χονδρικής τιμής του ρεύματος με βάση το κόστος της τελευταίας και πιο ακριβής μονάδας που εισέρχεται στο σύστημα. Την περίοδο της έξαρσης της ενεργειακής κρίσης η Οριακή Τιμολόγηση βρέθηκε στο στόχαστρο των επικρίσεων καθώς η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου παρέσυρε και τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας σε δυσθεώρητα ύψη.
Για την άμβλυνση των επιπτώσεων του εξαιρετικά υψηλού ενεργειακού κόστους οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθέτησαν, με την έγκριση της Κομισιόν, έκτακτα μέτρα επιδότησης των πολιτών αλλά και των επιχειρήσεων τα οποία αίρονται στο τέλος του έτους. Παράλληλα σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται ο διάλογος για την αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αν και όπως προκύπτει από τις τοποθετήσεις των περισσότερων επίσημων φορέων της Ένωσης η διατήρηση της Οριακής Τιμολόγησης θεωρείται δεδομένη.
Ωστόσο η μελέτη του JRC αναδεικνύει με στοιχεία ότι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας θα παραμείνει υψηλό και μετά το 2030 καθώς θα συνεχίσει να καθορίζεται από το φυσικό αέριο και όχι από τις ΑΠΕ παρά την αύξηση της συμμετοχής τους στο ενεργειακό μίγμα και τούτο διότι δεν θα έχει αναπτυχθεί επαρκώς η αποθήκευση.
Η μελέτη
Τα βασικά ευρήματα της μελέτης είναι:
- Το 2022, τα ορυκτά καύσιμα καθόρισαν την Οριακή Τιμή για το 86% του χρόνου, παρόλο που αντιπροσωπεύουν μόλις το 34% του μίγματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
- Το 2030, τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να καθορίζουν την τιμή για το 86% του χρόνου, παρόλο που θα αντιπροσωπεύουν μόνο το 16% του μίγματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Πιο συγκεκριμένα, το φυσικό αέριο θα καθορίζει την τιμή περίπου στο 55% του χρόνου, παρόλο που θα αντιπροσωπεύει το 11% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αντίθετα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καθορίσουν την τιμή μόνο για το περίπου 8% του χρόνου, ενώ θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% του ενεργειακού μίγματος.
Τα συμπεράσματα αυτά προκαλούν έντονη ανησυχία στους φορείς συλλογικής εκπροσώπησης της βιομηχανίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κύκλοι της EUROFER δηλαδή του συνδέσμου εκπροσώπησης των βιομηχανιών σιδηρούχων μετάλλων, μιλούν για εξαιρετικά ανησυχητικά συμπεράσματα της μελέτης, σε ότι αφορά το μέλλον των βιομηχανικών καταναλωτών ρεύματος.
Και τούτο διότι η μελέτη του JRC επιβεβαιώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι ευρωπαίοι βιομηχανικοί καταναλωτές με εκτεταμένες αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για τη βραχυπρόθεσμη διεθνή ανταγωνιστικότητα αλλά και για τη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε προσιτές τιμές άνθρακα και δωρεάν ρεύμα.
Για παράδειγμα, μόνο ο τομέας του χάλυβα, ο οποίος καταναλώνει σήμερα 75 TWh ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως, θα χρειαστεί 165 TWh έως το 2030 για να υλοποιήσει τα 60 έργα απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα που προσφέρουν μείωση των εκπομπών περίπου 80 Mt.
Tι ζητά η EUROFER
Με βάση αυτά τα δεδομένα η EUROFER ζητεί από την Ευρωπαική Επιτροπή να επανεξετάσει την ανάγκη για μια ισχυρή και ενδελεχή εκτίμηση επιπτώσεων πιθανών εναλλακτικών μοντέλων σχεδιασμού της αγοράς με στόχο να επαναφέρουν όλα τα στοιχεία του ενεργειακού τριλήμματος στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ενεργειακής οικονομίας (δηλ. βιωσιμότητα, ασφάλεια του εφοδιασμού και προσιτές τιμές).
Παράλληλα ζητεί να επιτραπούν μέτρα άμεσης ανακούφισης για βιομηχανίες έντασης ενέργειας από το υψηλό ενεργειακό κόστος και να επιτραπεί στα κράτη μέλη να υιοθετήσουν λύσεις μετριασμού των τιμών με βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα.
www.worldenergynews.gr