Εν μέσω τεκτονικών αλλαγών στην χάραξη μιας νέας ευρωπαϊκής αλλά και εθνικής πολιτικής για την ενέργεια και στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, προκύπτουν μια σειρά από ερωτήματα και από κρίσιμες επιλογές και προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν στον δημόσιο διάλογο και τα οποία χρήζουν πειστικών απαντήσεων. Τα βασικότερα αυτών που θα πρέπει να μας απασχολήσουν άμεσα, τουλάχιστον στον τομέα του φυσικού αερίου είναι τα εξής:
- Με ποια επιχειρήματα επιμένει η κυβέρνηση στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ;
- Θα υπάρξει εγγύηση για εξασφαλισμένα έσοδα αυτών που θα αναλάβουν την ΔΕΠΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ;
- Θα επικαιροποιηθούν τα υπό κατασκευή δίκτυα φυσικού αερίου στην Ελλάδα, βάσει των νέων κατευθύνσεων του Κανονισμού Ταξινομίας, θέτοντας νέες τεχνικές προδιαγραφές ούτως ώστε αυτά να είναι ικανά να εξυπηρετήσουν και κάποια άλλη πηγή ενέργειας όπως το υδρογόνο στο μέλλον, ή θα σπαταλήσουμε χρήματα σε δίκτυα και υποδομές φυσικού αερίου που μετά από 10-15 χρόνια θα πρέπει να τα ξηλώνουμε ;
- Ποιος και με ποια κριτήρια θα αποφασίσει ποιες υποδομές είναι ανάγκη να προτεραιοποιηθούν και να δρομολογηθούν άμεσα και με ποια χρηματοδότηση και χρονοδιάγραμμα;
Φοβάμαι ότι όπως χωρίς σχεδιασμό και μεγάλη περίσκεψη η Κυβέρνηση οδήγησε την χώρα σε αντικατάσταση του λιγνίτη από το φυσικό αέριο και όπως άφησε ανεξέλεγκτες τις στρεβλώσεις στην εγχώρια ενεργειακή αγορά έτσι και τώρα συνεχίζει στον ίδιο δρόμο χωρίς να αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που εγκυμονούν οι λανθασμένες επιλογές της. Σε μια περίοδο ενεργειακής μετάβασης όπου πολλές ευρωπαϊκές χώρες ενισχύουν τον δημόσιο έλεγχο και επανασχεδιάζουν τα δίκτυα διανομής φυσικού αερίου, η Ελλάδα επιλέγει δυστυχώς ακριβώς το αντίθετο. Γαλλία και Γερμανία δείχνουν τον δρόμο με την πιθανή επανακρατικοποίηση της γαλλικής ΔΕΗ (EDF) και την Gazprom Germania που τίθεται υπό γερμανικό κρατικό έλεγχο αντίστοιχα. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει την πλήρη εκχώρηση ενός φυσικού μονοπωλίου και ενός εργαλείου άσκησης εθνικής ενεργειακής πολιτικής όπως είναι τα δίκτυα φυσικού αερίου, της ΔΕΠΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ κατά 100% σε μια ξένη εταιρεία την Italgas. Στην οποία όμως Italgas συμμετέχει το Ιταλικό Δημόσιο και η συγκεκριμένη εταιρεία θα απολαμβάνει ένα σταθερά εγγυημένο έσοδο με αποδόσεις που συγκαταλέγονται στις υψηλότερες της Ευρώπης χωρίς κανένα ρίσκο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ιταλία, χώρα στην οποία εδρεύει και δραστηριοποιείται η Italgas, αυτή ελέγχει το 30% των δικτύων διανομής φυσικού αερίου, ενώ στο σύνολο της Ιταλικής αγοράς διανομής φυσικού αερίου δραστηριοποιούνται σχεδόν 200 εταιρείες. Στην Ελλάδα η Italgas θα ελέγχει το 99% της ελληνικής αγοράς!
Με αυτό τον τρόπο είναι σαφές ότι προκαλείται απόλυτη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά του φυσικού αερίου καθιστώντας άνευ αντικειμένου την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στα δίκτυα διανομής που θέλει τόσο πολύ η κυβέρνηση να πετύχει. Με βάση την διεθνή εμπειρία όταν υφίστανται ιδιωτικοποίηση στα δίκτυα διανομής φυσικού αερίου πουθενά δεν παρατηρείται τέτοια συγκέντρωση της αγοράς. Ποια συμφέροντα αλήθεια εξυπηρετεί αυτή η πλήρης ιδιωτικοποίηση των δικτύων διανομής; Σίγουρα όχι κάποιο εθνικό συμφέρον και στόχο εθνικής ενεργειακής στρατηγικής και σίγουρα όχι το συμφέρον των καταναλωτών φυσικού αερίου.
Παρά το γεγονός ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο αποδίδει καθοριστικό ρόλο στην PAE (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ) για την ρύθμιση της αγοράς φυσικού αερίου και την προστασία των καταναλωτών, γεννάται το ερώτημα πως αυτό θα καταστεί εφικτό όταν στο σύνολό της η αγορά των δικτύων διανομής θα ελέγχεται από μια και μόνο εταιρεία; Αυτός ο απόλυτος έλεγχος μπορεί να προκαλέσει τεράστια προβλήματα σχετικά με την ομαλή τροφοδοσία, την ασφάλεια των δικτυών, την επέκταση των δικτύων σε 36 πόλεις της Ελλάδας, τα τιμολόγια διανομής και εντέλει τους καταναλωτές που θα τους μετακυλιστεί το κόστος από αυτό το μονοπώλιο.
Συνεπώς, η κυβερνητική επιλογή της πλήρους ιδιωτικοποίησης των υποδομών και δικτύων του φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση που καταστρατηγεί τις αρχές του ανταγωνισμού, αντιβαίνει στο πνεύμα της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας για την απελευθέρωση της διαχείρισης δικτύων διανομής και θα επιφέρει σημαντικές επιβαρύνσεις μέσω των τιμολογίων διανομής όχι μόνο στους οικιακούς αλλά και στους βιομηχανικούς καταναλωτές και κατ’ επέκταση στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων.
Τέλος, θα πρέπει να έχουμε επίσης στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι η εκχώρηση αυτών των υποδομών και δικτύων δεν αφορά μόνο την παρούσα ενεργειακή πηγή του φυσικού αερίου, αλλά και κάθε πιθανή μελλοντική ενεργειακή πηγή που θα δύναται να αξιοποιεί αυτό το δίκτυο και τις υποδομές του και άρα δεν θα πρόκειται για ένα προσωρινό μεταβατικό μονοπώλιο αλλά κάτι που θα μπορεί να έχει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά μονοπωλίου και εξάρτησης από αυτό. Για αυτό είναι κρίσιμος ο ρόλος των υποδομών και του δικτύου του φυσικού αερίου και οι πολιτικές επιλογές που το αφορούν θα επηρεάσουν όχι μόνο το σήμερα αλλά και το αύριο.
www.worldenergynews.gr