Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε η νέα μεθοδολογία καθορισμού του επιτρεπόμενου εσόδου του ΕΔΔΗΕ.
Σημειώνεται ότι το νέο αυτό καθεστώς παρέχει σημαντικά κίνητρα για την βελτίωση της απόδοσης του Διαχειριστή Δικτύου, έναντι της σημερινής μεθοδολογίας η οποία εστιάζει στην κάλυψη του κόστους του.Παράλληλα εισάγεται και στην περίπτωση του ΔΕΔΔΗΕ ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένων επενδύσεων ως «Εργων Μείζονος Σημασίας», για τα οποία θα μπορεί να υπάρξει διαφορετικό καθεστώς αποζημίωσης του Διαχειριστή.
Πιο συγκεκριμένα, επενδύσεις οι οποίες έχει τεκμηριωμένα αποδειχθεί βάσει μελετών κόστους οφέλους ότι θα επιφέρουν σημαντικά οφέλη στους Χρήστες του ΕΔΔΗΕ και θα έχουν ένα ευρύτερο θετικό αντίκτυπο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και στην εθνική οικονομία, μπορούν με ειδική απόφαση της ΡΑΕ να χαρακτηριστούν ως Έργα Μείζονος Σημασίας και να έχουν ειδικούς όρους αναφορικά με τη διάρκεια των αποσβέσεων, το εγκεκριμένο ύψος της απόδοσης και όποια άλλη παράμετρο κριθεί αναγκαίο να διαφοροποιηθεί από το πλαίσιο που ισχύει για τις λοιπές επενδύσεις κατά την έκδοση της ειδικής απόφασης από την ΡΑΕ. Μάλιστα, στην κατηγορία αυτή μπορούν να ενταχθούν και έργα που αφορούν στη Διαχείριση των ΜΔΝ. Το σύνολο αυτών των έργων συνθέτουν την Ειδική Περιουσιακή Βάση (ΕΠΒ) κάθε έτους i της ΡΠΔ.
Αναφορικά με την θέσπιση της νέας μεθοδολογίας ενσωματώνονται τρείς σημαντικές παράμετροι, που προτάσσουν την μείωση λειτουργικών εξόδων και ρευματοκλοπών, καθώς και την βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Το νέο καθεστώς προβλέπονται 4ετίες ρυθμιστικές περίοδοι, καθορίζοντας το διάστημα 2021-2024 ως πρώτη Ρυθμιστική Περίοδο εφαρμογής του, και τη δεύτερη Ρυθμιστική Περίοδο 2025-2028 ως την τετραετία πλήρους μετάβασης στη νέα μεθοδολογία υπολογισμού του επιτρεπόμενου εσόδου.
Η πρώτη παράμετρος αφορά τη μείωση του λειτουργικού κόστους και θα επιτευχθεί μέσω της θέσπισης ενός μηχανισμού κινήτρου μείωσης του λειτουργικού κόστους (opex) του Διαχειριστή ΕΔΔΗΕ. Σε αυτό περιλαμβάνεται ένα μοντέλο υπολογισμού του Επιτρεπόμενου και του Απαιτούμενου Εσόδου.
Συγκεκριμένα,ορίζεται μηχανισμός κινήτρου ο οποίος αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι αφενός ο Διαχειριστής επιδιώκει τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των Ελεγχόμενων Λειτουργικών Δαπανών του έναντι των προβλεπόμενων Ελεγχόμενων Λειτουργικών Δαπανών κατά οποιοδήποτε έτος της ΡΠΔ, παραμένοντας αδιάφορος ως προς το χρόνο πραγματοποίησης βελτιώσεων στην αποτελεσματικότητα των Ελεγχόμενων Λειτουργικών Δαπανών, και αφετέρου οι χρήστες επωφελούνται από τη βελτίωση της αποδοτικότητας. Ειδικά για την πρώτη Ρυθμιστική Περίοδο (2021-2024), ο μηχανισμός κινήτρου για τις Ελεγχόμενες Λειτουργικές Δαπάνες (άρθρο 19) εφαρμόζεται στο σύνολο των λειτουργικών δαπανών.
Η δεύτερη πρόταση της μεθοδολογίας σχετίζεται με τον περιορισμό των απωλειών δικτύου και για τον λόγο αυτό θα δοθούν κίνητρα έτσι ώστε να στεφθεί με επιτυχία. Μάλιστα, προβλέπεται μοντέλο εφαρμογής μηχανισμού, σύμφωνα με το κείμενο της διαβούλευσης. Η εφαρμογή του κινήτρου επιμερίζεται στις δύο 4ετείς ρυθμιστικές περιόδους. Μέσω της διαβούλευσης, οι συμμετέχοντες καλούνται να σχολιάσουν το μεθοδολογικό σκέλος του μηχανισμού. Οι τιμές των παραμέτρων του μηχανισμού θα καθοριστούν στο πλαίσιο της Απόφασης Ρύθμισης Διανομής για την περίοδο 2021-2024.
Στα 139 εκατ. ευρώ το κόστος των ρευματοκλοπών το 2019
Ο μηχανισμός αποσκοπεί στην παροχή οικονομικού κινήτρου στον Διαχειριστή Δικτύου για τη μείωση των απωλειών ενέργειας σε οικονομικά αποτελεσματικά επίπεδα, με τον πλέον οικονομικό τρόπο, και τη διατήρηση των απωλειών στα επίπεδα αυτά, με στόχο το μακροχρόνιο όφελος των χρηστών του Δικτύου. Για το σκοπό αυτό, το κόστος των απωλειών ενέργειας στο Δίκτυο Διανομής εσωτερικεύεται, έως ένα βαθμό, στον Διαχειριστή Δικτύου. Μείωση των απωλειών κάτω από μία τιμή-στόχο οδηγεί εν γένει σε επιπλέον έσοδο για τον Διαχειριστή μέσω του μηχανισμού, ενώ αύξηση των απωλειών έχει ως συνέπεια μείωση του εσόδου που ο Διαχειριστής δικαιούται να ανακτά μέσω του Απαιτούμενου Εσόδου του Δικτύου.
Σύμφωνα με τη ΡΑΕ, η εισαγωγή κινήτρου για την αντιμετώπιση των ρευματοκλοπών συνάδει με ό,τι ισχύει στη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας, όπου το κόστος των απωλειών δικτύου αποτελεί συνιστώσα του κόστους λειτουργίας των διαχειριστών, οι οποίοι υποχρεούνται να προμηθεύονται την ενέργεια που αναλογεί σε αυτές. Παράλληλα, μόνο μέρος του κόστους των απωλειών το οποίο αναλογεί σε επίπεδα τα οποία ο ρυθμιστής θεωρεί εύλογα, επιτρέπεται να ανακτάται από τους χρήστες του δικτύου μέσω ρυθμιζόμενων χρεώσεων (χρέωση χρήσης δικτύου ή διακριτή χρέωση απωλειών). Με τον τρόπο αυτό, ο διαχειριστής έχει κίνητρο αφενός να μειώνει τις απώλειες στο δίκτυό του, αφετέρου να περιορίζει το κόστος του για την προμήθεια της ενέργειας απωλειών (εύλογων και μη).
Κάνοντας μια αποτίμηση για το ύψος στο οποίο κυμάνθηκαν τα τελευταία χρόνια οι απώλειες ενέργειας στα δίκτυα διανομής, στο κείμενο της διαβούλευσης επισημαίνεται πως το 2018 υπολογίστηκαν από τον Διαχειριστή Δικτύου σε 4.1 ΤWh ή 9,7% της εισερχόμενης ενέργειας στο δίκτυο, με κόστος 336 εκ.€ περίπου. Σημαντικό μέρος των απωλειών ενέργειας στο δίκτυο διανομής εκτιμάται ότι οφείλεται πλέον σε μη τεχνικές απώλειες και ειδικότερα σε ρευματοκλοπές (2018: 4,1% της εισερχόμενης ενέργειας στο δίκτυο, 1.7 ΤWh, κόστος 139 εκ.€). Οι απώλειες ενέργειας στο διασυνδεδεμένο δίκτυο και ιδίως οι μη τεχνικές απώλειες εμφανίζουν σταθερά αυξητική τάση τα τελευταία έτη.
Η τρίτη παράμετρος που εισάγεται ως οικονομικό κίνητρο για τον Διαχειριστή είναι η βελτίωση της ποιότητας, «μέσω ορίων ολικής απόδοσης για τον δείκτη SAIDI».
Διαβάστε ΕΔΩ αναλυτικά
www.worldenergynews.gr