Τα ρίσκα ενός διαλόγου με την Τουρκία
Το ερώτημα αυτό επαναλαμβάνεται συνεχώς το τελευταίο χρονικό διάστημα στο δημόσιο λόγο, όταν κάποιος επιχειρήσει να κάνει κριτική στην κατευναστική στρατηγική που ακολουθείται από τη χώρα μας απέναντι στην κατακόρυφη κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας.
Όσοι θέτουν και υιοθετούν το εν λόγω ερώτημα θα ήταν σκόπιμο να απαντήσουν και στο εξής: «Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης των Ε.Δ.;
Υπάρχει σκέψη και πρόθεση χρησιμοποίησης αυτών για την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας μας;».
Επειδή κάποιοι ίσως βιαστούν να χαρακτηρίσουν αυτή την άποψη πολεμοχαρή, εθνικιστική, κ.λπ, είναι σκόπιμο να επισημάνουμε τα εξής :
Το δίλημμα πόλεμος ή συμβιβασμός άρον άρον που επιχειρείται να εδραιωθεί καθημερινά από ορισμένους ως αντίληψη στην ελληνική κοινωνία, αποτελεί επιδίωξη της Τουρκίας.
Επιθυμία της Άγκυρας μέσω της στρατηγικής που ακολουθεί απέναντι στη χώρα μας είναι να μας φέρει σε μια τέτοια κατάσταση.
Μεταξύ των δύο αυτών «άσχημων» εξελίξεων να αναγκαστούμε κάτω από την απειλή του πολέμου σε ένα συμβιβασμό που θα είναι επιζήμιος για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία θα επιτύχει τους στόχους της χωρίς καν να εμπλακεί σε μια σύγκρουση, η οποία ενέχει τον κίνδυνο ενός μη αναμενομένου αποτελέσματος.
Στη πλαίσιο δημιουργίας και εδραίωσης της άποψης πόλεμος ή συμβιβασμός λαμβάνουν χώρα διάφορες εκδηλώσεις με σκοπό όπως αναφέρεται στην εύρεση μιας «ψύχραιμης απάντησης» για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και στον καθορισμό των «προϋποθέσεων για την επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας στη Μεσόγειο».
Στις εκδηλώσεις αυτές συμμετέχουν κυρίως άτομα από τον ακαδημαϊκό και πολιτικό χώρο που διατυπώνουν απόψεις, όπως:
«Δεν μπορούμε να έχουμε τα πάντα με το μέρος μας. Θα πρέπει να δώσουμε και κάτι». Ένα θέμα προβληματισμού είναι η απουσία πρόσκλησης στις εν λόγω εκδηλώσεις προσωπικοτήτων με αντίθετες απόψεις από τις προαναφερόμενες.
Οι εκφραστές υπέρ του συμβιβασμού με την Τουρκία θεωρούν ότι ο διάλογος είναι αναγκαίος και αναπόφευκτος.
Προτάσσουν το επιχείρημα ότι:«Αν δεν αρχίσουμε διαπραγματεύσεις, πως θα λύσουμε τις διαφορές μας; Με πόλεμο;»
Το επιχείρημά τους είναι, εκ πρώτης όψεως πειστικό. Ακόμη και θανάσιμοι ανταγωνιστές επιλύουν τις διαφορές τους με διαπραγματεύσεις.
Το θέμα όμως είναι με ποιον τρόπο και κάτω από ποιους όρους θα διεξαχθεί ο διάλογος.
Η Τουρκία επιθυμεί απευθείας διμερή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, για όλα τα θέματα, χωρίς μεσολάβηση τρίτων και προσδοκά ότι από τις μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις που κατά καιρούς έχει θέσει να κερδίσει ένα μεγάλο μέρος.
Αν τελικά η επίλυση των διαφορών ανατεθεί σε κάποιο διεθνές δικαιοδοτικό δικαστήριο πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν κατοχυρώνει απόλυτα τα ζωτικά συμφέροντα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, καθόσον οι αποφάσεις για κάθε περίπτωση είναι μοναδικές και λαμβάνουν υπόψη τους και πολιτικά κριτήρια εκτός από τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου.
Απαραίτητη προϋπόθεση επίσης είναι οι δύο χώρες να έχουν αποδεχθεί τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Να επισημάνουμε ότι το 1976 λόγω κρίσης που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά η Τουρκία δεν προσήλθε και το Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο.
- Δεν θα είχε επίσης ουσιαστικό αποτέλεσμα, αν η προσφυγή δεν περιελάμβανε και συμφωνία για το σύνολο των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο χώρες και η οποιαδήποτε συμφωνία θα διατηρούσε την υφιστάμενη κατάσταση έντασης.
- Αυτές οι διαφορές λοιπόν θα λυθούν με διμερείς συζητήσεις ή το συνυποσχετικό θα περιλαμβάνει όλα τα θέματα που κατά καιρούς έχει θέσει η Τουρκία, όπως «γκρίζες ζώνες», εύρος εναερίου χώρου, όρια της ζώνης έρευνας και διάσωσης, αποστρατικοποίηση νησιών, κ.λπ;
- Θα μπορούσαν όλα αυτά να παραπεμφθούν σε ένα διεθνές δικαστήριο; Είναι δυνατόν να ανατεθεί στην κρίση ενός δικαστηρίου η απόφαση σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς ελληνικών νησιών όπως το Αγαθονήσι, η Καλόλιμνος, η Κίναρος, κ.λπ ;
Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική.
Όλα τα προαναφερόμενα καταδεικνύουν ότι αν τελικά καταλήξουμε σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία ή σε ένα
διεθνές δικαιοδοτικό δικαστήριο θα οδηγηθούμε σε σημαντικές εθνικές υποχωρήσεις.
Όσοι θέτουν και υιοθετούν το εν λόγω ερώτημα θα ήταν σκόπιμο να απαντήσουν και στο εξής: «Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης των Ε.Δ.;
Υπάρχει σκέψη και πρόθεση χρησιμοποίησης αυτών για την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας μας;».
Επειδή κάποιοι ίσως βιαστούν να χαρακτηρίσουν αυτή την άποψη πολεμοχαρή, εθνικιστική, κ.λπ, είναι σκόπιμο να επισημάνουμε τα εξής :
Το δίλημμα πόλεμος ή συμβιβασμός άρον άρον που επιχειρείται να εδραιωθεί καθημερινά από ορισμένους ως αντίληψη στην ελληνική κοινωνία, αποτελεί επιδίωξη της Τουρκίας.
Επιθυμία της Άγκυρας μέσω της στρατηγικής που ακολουθεί απέναντι στη χώρα μας είναι να μας φέρει σε μια τέτοια κατάσταση.
Μεταξύ των δύο αυτών «άσχημων» εξελίξεων να αναγκαστούμε κάτω από την απειλή του πολέμου σε ένα συμβιβασμό που θα είναι επιζήμιος για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία θα επιτύχει τους στόχους της χωρίς καν να εμπλακεί σε μια σύγκρουση, η οποία ενέχει τον κίνδυνο ενός μη αναμενομένου αποτελέσματος.
Στη πλαίσιο δημιουργίας και εδραίωσης της άποψης πόλεμος ή συμβιβασμός λαμβάνουν χώρα διάφορες εκδηλώσεις με σκοπό όπως αναφέρεται στην εύρεση μιας «ψύχραιμης απάντησης» για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και στον καθορισμό των «προϋποθέσεων για την επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας στη Μεσόγειο».
Στις εκδηλώσεις αυτές συμμετέχουν κυρίως άτομα από τον ακαδημαϊκό και πολιτικό χώρο που διατυπώνουν απόψεις, όπως:
«Δεν μπορούμε να έχουμε τα πάντα με το μέρος μας. Θα πρέπει να δώσουμε και κάτι». Ένα θέμα προβληματισμού είναι η απουσία πρόσκλησης στις εν λόγω εκδηλώσεις προσωπικοτήτων με αντίθετες απόψεις από τις προαναφερόμενες.
Η Τουρκία επιβάλει την στρατηγική της - Τα κρίσιμα ζητήματα που απορρέουν για την ελληνική πλευρά
Οι εκφραστές υπέρ του συμβιβασμού με την Τουρκία θεωρούν ότι ο διάλογος είναι αναγκαίος και αναπόφευκτος.
Το επιχείρημά τους είναι, εκ πρώτης όψεως πειστικό. Ακόμη και θανάσιμοι ανταγωνιστές επιλύουν τις διαφορές τους με διαπραγματεύσεις.
Το θέμα όμως είναι με ποιον τρόπο και κάτω από ποιους όρους θα διεξαχθεί ο διάλογος.
Η Τουρκία επιθυμεί απευθείας διμερή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, για όλα τα θέματα, χωρίς μεσολάβηση τρίτων και προσδοκά ότι από τις μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις που κατά καιρούς έχει θέσει να κερδίσει ένα μεγάλο μέρος.
Αν τελικά η επίλυση των διαφορών ανατεθεί σε κάποιο διεθνές δικαιοδοτικό δικαστήριο πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν κατοχυρώνει απόλυτα τα ζωτικά συμφέροντα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, καθόσον οι αποφάσεις για κάθε περίπτωση είναι μοναδικές και λαμβάνουν υπόψη τους και πολιτικά κριτήρια εκτός από τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου.
Απαραίτητη προϋπόθεση επίσης είναι οι δύο χώρες να έχουν αποδεχθεί τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Να επισημάνουμε ότι το 1976 λόγω κρίσης που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά η Τουρκία δεν προσήλθε και το Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο.
Προκύπτουν λοιπόν σωρεία ερωτηματικών και προβληματισμών.
- Αν τελικά η Τουρκία συμφωνήσει και υπογραφεί συνυποσχετικό, θα περιλαμβάνει μόνο το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών;
- Η χώρα μας θα συμφωνήσει σ΄ αυτό χωρίς να έχει ασκήσει το νόμιμο κυριαρχικό της δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. υπό την απειλή πολέμου της Τουρκίας; - Αν τελικά η Τουρκία συμφωνήσει και υπογραφεί συνυποσχετικό, θα περιλαμβάνει μόνο το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών;
- Δεν θα είχε επίσης ουσιαστικό αποτέλεσμα, αν η προσφυγή δεν περιελάμβανε και συμφωνία για το σύνολο των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο χώρες και η οποιαδήποτε συμφωνία θα διατηρούσε την υφιστάμενη κατάσταση έντασης.
- Αυτές οι διαφορές λοιπόν θα λυθούν με διμερείς συζητήσεις ή το συνυποσχετικό θα περιλαμβάνει όλα τα θέματα που κατά καιρούς έχει θέσει η Τουρκία, όπως «γκρίζες ζώνες», εύρος εναερίου χώρου, όρια της ζώνης έρευνας και διάσωσης, αποστρατικοποίηση νησιών, κ.λπ;
- Θα μπορούσαν όλα αυτά να παραπεμφθούν σε ένα διεθνές δικαστήριο; Είναι δυνατόν να ανατεθεί στην κρίση ενός δικαστηρίου η απόφαση σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς ελληνικών νησιών όπως το Αγαθονήσι, η Καλόλιμνος, η Κίναρος, κ.λπ ;
Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική.
Όλα τα προαναφερόμενα καταδεικνύουν ότι αν τελικά καταλήξουμε σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία ή σε ένα
διεθνές δικαιοδοτικό δικαστήριο θα οδηγηθούμε σε σημαντικές εθνικές υποχωρήσεις.
O κ. Λάμπρος Τζούμης είναι αντιστράτηγος ε.α. και συγγραφέας του βιβλίου "Σε τροχιά σύγκρουσης με την Τουρκία"
www.worldenergynews.gr