Οι αναλυτές παραμένουν συγκρατημένοι στις προβλέψεις τους, παρά τη συμφωνία του ΟΠΕΚ στις 30 Νοεμβρίου 2016 για μείωση παραγωγής
Το 2016 αποτέλεσε μία ακόμα δύσκολη χρονιά για το πετρέλαιο, με την κρίση μάλιστα στον τομέα του «μαύρου χρυσού» να εντείνεται μόλις στο πρώτο δίμηνο του έτους, όπου οι τιμές τόσο του Brent όσο και του αργού υπέστησαν «καθίζηση».
Χαρακτηριστικότερα, μάλιστα, στις 20 Ιανουαρίου του 2016 το Brent βρέθηκε στα 27,88 δολ. ανά βαρέλι, ενώ μερικές μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 11 Φεβρουαρίου του 2016 και το αργό βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα του τρέχοντος έτους, στα 26,21 δολ. ανά βαρέλι.
Καθοριστικό παράγοντα στην όξυνση της πετρελαϊκής κρίσης φαίνεται πως διαδραμάτισε η επιστροφή του Ιράν στις αγορές, μετά την άρση των κυρώσεών της από τις δυνάμεις της Δύσης, αναφορικά με το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Κατά την έναρξη του έτους, η Τεχεράνη ξεκίνησε μία άνευ προηγουμένου αύξηση της παραγωγής της, με στόχο να φτάσει τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν πριν της επιβληθούν οι κυρώσεις.
Ωστόσο, το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης παραγωγής είχε ξεκινήσει ήδη από το 2014, όταν ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών υιοθέτησε τη σχετική πολιτική προκειμένου οι χώρες-μέλη του να μπορούν να διατηρήσουν το μερίδιο που κατέχουν στην παγκόσμια αγορά.
Κάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική άνοδο των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, με ορισμένες χώρες-κλειδιά που δε συμπεριλαμβάνονται στον Οργανισμό, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, να αυξάνουν επίσης την παραγωγή τους, προκειμένου να διατηρήσουν το μερίδιό τους.
Παράλληλα, οι εξαιρετικά ήπιες θερμοκρασίες που σημειώθηκαν κατά τους χειμερινούς μήνες οδήγησαν σε μεγάλη μείωση της ζήτησης του εμπορεύματος, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο παγκόσμια υπερπροσφορά.
Έχοντας ζημιωθεί οικονομικά σε σημαντικό βαθμό, οι χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ προχώρησαν στις 30 Νοεμβρίου στην πρώτη μεταξύ τους συμφωνία μετά από οκτώ χρόνια, η οποία αφορούσε τη μείωση παραγωγής πετρελαίου, με σκοπό να επιτευχθεί μία ανάκαμψη στις τιμές του μαύρου χρυσού.
Συγκεκριμένα, οι χώρες του Οργανισμού συμφώνησαν να «αφαιρέσουν» από την αγορά περί τα 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με τις περικοπές κάθε χώρας να είναι ανάλογες του όγκου παραγωγής τους και των αναγκών τους.
Μάλιστα, μερικές μέρες αργότερα, στην εν λόγω συμφωνία προστέθηκαν και ορισμένες χώρες εκτός ΟΠΕΚ, με επικεφαλής τη Ρωσία, αυξάνοντας τις περικοπές κατά 558 χιλ. βαρέλια ημερησίως.
Η πορεία του Brent κατά τη διάρκεια του έτους:
Η πορεία του αργού κατά τη διάρκεια του έτους:
Η πορεία αμφότερων κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών:
«Ταβάνι» τα 60 δολ. ανά βαρέλι για το πετρέλαιο το 2017 – Στα 55 δολ. ο μέσος όρος των προβλέψεων
Αν και η εν λόγω εξέλιξη θα περίμενε κανείς ότι θα επέφερε ιδιαίτερη αισιοδοξία στην αγορά, αρκετά μεγάλο είναι το ποσοστό των αναλυτών που διατηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στο πώς θα κινηθούν οι τιμές του πετρελαίου το 2017.
Η «συγκρατημένη» στάση των αναλυτών οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες, με τους κυριότερους εξ’ αυτών να αφορούν τη διατήρηση της παγκόσμιας υπερπροσφοράς, καθώς και την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, οι αναλυτές της Morgan Stanley, σε έκθεσή τους για τις προβλέψεις των τιμών του πετρελαίου κατά το ερχόμενο έτος, έθεσαν την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ ως τον κυριότερο παράγοντα για τον οποίο το πετρέλαιο θα υποστεί μόνο μία μικρή ανάκαμψη, η οποία θα έχει εκλείψει κατά το τέλος του έτους.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Goldman Sachs, η οποία «βλέπει» τις τιμές του μαύρου χρυσού να επιστρέφουν στα 50 δολ. ανά βαρέλι κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017, αφού πρώτα πιθανώς να έχουν βρεθεί λίγο πάνω από τα 60 δολ.
"Δεν πιστεύουμε ότι οι τιμές του πετρελαίου μπορούν να παραμείνουν βιώσιμες πάνω από τα 55 δολ. ανά βαρέλι, με την παγκόσμια παραγωγή να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις ΗΠΑ", σημειώνουν οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Περισσότερο απαισιόδοξος εμφανίζεται ο επικεφαλής οικονομικών υπηρεσιών του ιαπωνικού εμπορικού κολοσσού Mitsui & Co, Keigo Matsubara, ο οποίος εκτιμά ότι το πετρέλαιο θα «κατρακυλήσει» ξανά πίσω στο φάσμα των 40 δολ. ανά βαρέλι, στο οποίο βρισκόταν κατά το μεγαλύτερο διάστημα του δευτέρου εξαμήνου του 2016.
«Η τιμή του πετρελαίου μπορεί να φτάσει έως και τα 60 δολ. ανά βαρέλι, ωστόσο τότε θα αυξηθούν οι εξαγωγές σχιστολιθικού και οι τιμές θα υποχωρήσουν ξανά», υπογραμμίζει ο Matsubara, προσθέτοντας παράλληλα ότι εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, «το πετρέλαιο δε μπορεί να παραμείνει πάνω από τα 50 δολ. ανά βαρέλι».
Στο πρόβλημα της παγκόσμια υπερπροσφοράς επικεντρώθηκε, από την άλλη, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, κατά την τελευταία έκθεσή του, μέσω της οποία ανέφερε ότι οποιαδήποτε άνοδος των τιμών επιτευχθεί μέσω της συμφωνίας του ΟΠΕΚ θα μπορούσε να εξαφανιστεί «μόλις επιστρέψει η παγκόσμια υπερπροσφορά».
Μάλιστα, ο Οργανισμός αιτιολόγησε την εν λόγω πρόβλεψη, παρουσιάζοντας τα στοιχεία της παραγωγής του ΟΠΕΚ για τον Νοέμβριο του 2016, όπου σημειώθηκε ρεκόρ εξαγωγών, στα 34,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, εξέλιξη που όχι απλά δεν ελαφρύνει το πρόβλημα της παγκόσμια υπερπροσφοράς, αλλά αντιθέτως, το δυσχεραίνει.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, σύμφωνα με τον ΔΟΕ πριν από το δεύτερο μισό του 2017, καθώς μέχρι τότε η αγορά θα παρουσιάζει έλλειμα, με την ζήτηση να ξεπερνά την προσφορά, γεγονός που θα ωφελήσει τις ενεργειακές τιμές.
Στο αντίποδα ο ίδιος ο ΟΠΕΚ παρουσιάζεται πιο αισιόδοξος, εκτιμώντας ότι το 2017, η ενεργειακή αγορά θα εξισορροπηθεί κατά το δεύτερο εξάμηνο, λόγω της αυξημένης σε Κίνα, Ρωσία και Ευρώπη, η οποία θα επιταχύνει τη μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων.
Αν και δεν προχώρησε σε κάποια συγκεκριμένη εκτίμηση που να αφορά τις τιμές, ο υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας, η οποία αποτελεί τον de facto επικεφαλής του Οργανισμού, διατήρησε μία ρεαλιστική προσέγγιση, θέτοντας ένα μέσο όρο στα 55 δολ. ανά βαρέλι για το 2017, ενώ πρόσθεσε ότι η τιμή θα αυξηθεί στα 61 δολ. ανά βαρέλι το 2018.
Οι παραπάνω όμως προβλέψεις δε συμπεριλαμβάνουν τον αστάθμητο παράγοντα που ακούει στο όνομα Donald Trump, καθώς και την πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσει στα ενεργειακά ζητήματα των ΗΠΑ, μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της χώρας.
Συγκεκριμένα, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο Trump είχε δηλώσει ότι επιθυμεί την ενεργειακή ανεξαρτησία των ΗΠΑ, στόχο μάλιστα που είχε αναγάγει ως έναν από τους βασικότερους της χώρας.
Άλλωστε, η εξόρυξη του αμερικανικού σχιστολιθικού απαιτεί συμβατικά γεωτρύπανα, γεγονός που καθιστά το κόστος εξαγωγής τους ιδιαίτερα χαμηλό.
Έτσι, εφόσον ο νέος Αμερικανός πρόεδρος επιτρέψει την αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου κατά μήκος της χώρας, η άνοδος της παγκόσμιας υπερπροσφοράς θα μπορούσε να επεκταθεί περεταίρω, «βουλιάζοντας» τις τιμές ακόμα και γύρο από το φάσμα των 20 δολ. ανά βαρέλι.
Εξαιρουμένου ωστόσο του παράγοντα «Trump», παρατηρούμε ότι η πλειοψηφία των αναλυτών θέτει ως μέση τιμή για το 2017 τα 55 δολ. ανά βαρέλι, με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις να μην ξεπερνάνε τα 60 δολ.
Οι εν λόγω εκτιμήσεις μάλιστα δε φαίνεται να αποκλίνουν σε μεγάλο βαθμό από τις τρέχουσες τιμές του πετρελαίου, οι οποίες κυμαίνονται γύρω στα 53 με 57 δολ. ανά βαρέλι, καθώς ο μαύρος χρυσός επωφελείται ακόμα από την αισιοδοξία των επενδυτών απέναντι στη συμφωνία των χωρών εντός και εκτός ΟΠΕΚ.
Με τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ να αποτελεί λοιπόν έναν αστάθμητο παράγοντα για το 2017, το μόνο σίγουρο βάσει των προβλέψεων και των τρεχουσών συνθηκών, είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει κάποιο σημαντικό «ράλι» στις τιμές του πετρελαίου μέσα στο επόμενο έτος, πόσο μάλλον να επιστρέψουν σε επίπεδα πριν από το 2014.
Μοναδική εξαίρεση ενδεχομένως να αποτελέσει μία μεγαλύτερη μείωση παραγωγής μεταξύ των χωρών του ΟΠΕΚ κατά το δεύτερο μισό του έτους, ωστόσο το εν λόγω σενάριο δε φαίνεται μα συγκεντρώνει και πολλές πιθανότητες.
Μενέλαος Μπέλλος
Πηγή : www.bankingnews.gr
www.worldenegrynews.gr
Χαρακτηριστικότερα, μάλιστα, στις 20 Ιανουαρίου του 2016 το Brent βρέθηκε στα 27,88 δολ. ανά βαρέλι, ενώ μερικές μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 11 Φεβρουαρίου του 2016 και το αργό βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα του τρέχοντος έτους, στα 26,21 δολ. ανά βαρέλι.
Καθοριστικό παράγοντα στην όξυνση της πετρελαϊκής κρίσης φαίνεται πως διαδραμάτισε η επιστροφή του Ιράν στις αγορές, μετά την άρση των κυρώσεών της από τις δυνάμεις της Δύσης, αναφορικά με το πυρηνικό της πρόγραμμα.
Κατά την έναρξη του έτους, η Τεχεράνη ξεκίνησε μία άνευ προηγουμένου αύξηση της παραγωγής της, με στόχο να φτάσει τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν πριν της επιβληθούν οι κυρώσεις.
Ωστόσο, το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης παραγωγής είχε ξεκινήσει ήδη από το 2014, όταν ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών υιοθέτησε τη σχετική πολιτική προκειμένου οι χώρες-μέλη του να μπορούν να διατηρήσουν το μερίδιο που κατέχουν στην παγκόσμια αγορά.
Κάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική άνοδο των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, με ορισμένες χώρες-κλειδιά που δε συμπεριλαμβάνονται στον Οργανισμό, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, να αυξάνουν επίσης την παραγωγή τους, προκειμένου να διατηρήσουν το μερίδιό τους.
Παράλληλα, οι εξαιρετικά ήπιες θερμοκρασίες που σημειώθηκαν κατά τους χειμερινούς μήνες οδήγησαν σε μεγάλη μείωση της ζήτησης του εμπορεύματος, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο παγκόσμια υπερπροσφορά.
Έχοντας ζημιωθεί οικονομικά σε σημαντικό βαθμό, οι χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ προχώρησαν στις 30 Νοεμβρίου στην πρώτη μεταξύ τους συμφωνία μετά από οκτώ χρόνια, η οποία αφορούσε τη μείωση παραγωγής πετρελαίου, με σκοπό να επιτευχθεί μία ανάκαμψη στις τιμές του μαύρου χρυσού.
Συγκεκριμένα, οι χώρες του Οργανισμού συμφώνησαν να «αφαιρέσουν» από την αγορά περί τα 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με τις περικοπές κάθε χώρας να είναι ανάλογες του όγκου παραγωγής τους και των αναγκών τους.
Μάλιστα, μερικές μέρες αργότερα, στην εν λόγω συμφωνία προστέθηκαν και ορισμένες χώρες εκτός ΟΠΕΚ, με επικεφαλής τη Ρωσία, αυξάνοντας τις περικοπές κατά 558 χιλ. βαρέλια ημερησίως.
Η πορεία του Brent κατά τη διάρκεια του έτους:
Η πορεία του αργού κατά τη διάρκεια του έτους:
Η πορεία αμφότερων κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών:
«Ταβάνι» τα 60 δολ. ανά βαρέλι για το πετρέλαιο το 2017 – Στα 55 δολ. ο μέσος όρος των προβλέψεων
Αν και η εν λόγω εξέλιξη θα περίμενε κανείς ότι θα επέφερε ιδιαίτερη αισιοδοξία στην αγορά, αρκετά μεγάλο είναι το ποσοστό των αναλυτών που διατηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στο πώς θα κινηθούν οι τιμές του πετρελαίου το 2017.
Η «συγκρατημένη» στάση των αναλυτών οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες, με τους κυριότερους εξ’ αυτών να αφορούν τη διατήρηση της παγκόσμιας υπερπροσφοράς, καθώς και την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, οι αναλυτές της Morgan Stanley, σε έκθεσή τους για τις προβλέψεις των τιμών του πετρελαίου κατά το ερχόμενο έτος, έθεσαν την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ ως τον κυριότερο παράγοντα για τον οποίο το πετρέλαιο θα υποστεί μόνο μία μικρή ανάκαμψη, η οποία θα έχει εκλείψει κατά το τέλος του έτους.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Goldman Sachs, η οποία «βλέπει» τις τιμές του μαύρου χρυσού να επιστρέφουν στα 50 δολ. ανά βαρέλι κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017, αφού πρώτα πιθανώς να έχουν βρεθεί λίγο πάνω από τα 60 δολ.
"Δεν πιστεύουμε ότι οι τιμές του πετρελαίου μπορούν να παραμείνουν βιώσιμες πάνω από τα 55 δολ. ανά βαρέλι, με την παγκόσμια παραγωγή να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις ΗΠΑ", σημειώνουν οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Περισσότερο απαισιόδοξος εμφανίζεται ο επικεφαλής οικονομικών υπηρεσιών του ιαπωνικού εμπορικού κολοσσού Mitsui & Co, Keigo Matsubara, ο οποίος εκτιμά ότι το πετρέλαιο θα «κατρακυλήσει» ξανά πίσω στο φάσμα των 40 δολ. ανά βαρέλι, στο οποίο βρισκόταν κατά το μεγαλύτερο διάστημα του δευτέρου εξαμήνου του 2016.
«Η τιμή του πετρελαίου μπορεί να φτάσει έως και τα 60 δολ. ανά βαρέλι, ωστόσο τότε θα αυξηθούν οι εξαγωγές σχιστολιθικού και οι τιμές θα υποχωρήσουν ξανά», υπογραμμίζει ο Matsubara, προσθέτοντας παράλληλα ότι εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, «το πετρέλαιο δε μπορεί να παραμείνει πάνω από τα 50 δολ. ανά βαρέλι».
Στο πρόβλημα της παγκόσμια υπερπροσφοράς επικεντρώθηκε, από την άλλη, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, κατά την τελευταία έκθεσή του, μέσω της οποία ανέφερε ότι οποιαδήποτε άνοδος των τιμών επιτευχθεί μέσω της συμφωνίας του ΟΠΕΚ θα μπορούσε να εξαφανιστεί «μόλις επιστρέψει η παγκόσμια υπερπροσφορά».
Μάλιστα, ο Οργανισμός αιτιολόγησε την εν λόγω πρόβλεψη, παρουσιάζοντας τα στοιχεία της παραγωγής του ΟΠΕΚ για τον Νοέμβριο του 2016, όπου σημειώθηκε ρεκόρ εξαγωγών, στα 34,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, εξέλιξη που όχι απλά δεν ελαφρύνει το πρόβλημα της παγκόσμια υπερπροσφοράς, αλλά αντιθέτως, το δυσχεραίνει.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, σύμφωνα με τον ΔΟΕ πριν από το δεύτερο μισό του 2017, καθώς μέχρι τότε η αγορά θα παρουσιάζει έλλειμα, με την ζήτηση να ξεπερνά την προσφορά, γεγονός που θα ωφελήσει τις ενεργειακές τιμές.
Στο αντίποδα ο ίδιος ο ΟΠΕΚ παρουσιάζεται πιο αισιόδοξος, εκτιμώντας ότι το 2017, η ενεργειακή αγορά θα εξισορροπηθεί κατά το δεύτερο εξάμηνο, λόγω της αυξημένης σε Κίνα, Ρωσία και Ευρώπη, η οποία θα επιταχύνει τη μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων.
Αν και δεν προχώρησε σε κάποια συγκεκριμένη εκτίμηση που να αφορά τις τιμές, ο υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας, η οποία αποτελεί τον de facto επικεφαλής του Οργανισμού, διατήρησε μία ρεαλιστική προσέγγιση, θέτοντας ένα μέσο όρο στα 55 δολ. ανά βαρέλι για το 2017, ενώ πρόσθεσε ότι η τιμή θα αυξηθεί στα 61 δολ. ανά βαρέλι το 2018.
Οι παραπάνω όμως προβλέψεις δε συμπεριλαμβάνουν τον αστάθμητο παράγοντα που ακούει στο όνομα Donald Trump, καθώς και την πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσει στα ενεργειακά ζητήματα των ΗΠΑ, μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της χώρας.
Συγκεκριμένα, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο Trump είχε δηλώσει ότι επιθυμεί την ενεργειακή ανεξαρτησία των ΗΠΑ, στόχο μάλιστα που είχε αναγάγει ως έναν από τους βασικότερους της χώρας.
Άλλωστε, η εξόρυξη του αμερικανικού σχιστολιθικού απαιτεί συμβατικά γεωτρύπανα, γεγονός που καθιστά το κόστος εξαγωγής τους ιδιαίτερα χαμηλό.
Έτσι, εφόσον ο νέος Αμερικανός πρόεδρος επιτρέψει την αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου κατά μήκος της χώρας, η άνοδος της παγκόσμιας υπερπροσφοράς θα μπορούσε να επεκταθεί περεταίρω, «βουλιάζοντας» τις τιμές ακόμα και γύρο από το φάσμα των 20 δολ. ανά βαρέλι.
Εξαιρουμένου ωστόσο του παράγοντα «Trump», παρατηρούμε ότι η πλειοψηφία των αναλυτών θέτει ως μέση τιμή για το 2017 τα 55 δολ. ανά βαρέλι, με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις να μην ξεπερνάνε τα 60 δολ.
Οι εν λόγω εκτιμήσεις μάλιστα δε φαίνεται να αποκλίνουν σε μεγάλο βαθμό από τις τρέχουσες τιμές του πετρελαίου, οι οποίες κυμαίνονται γύρω στα 53 με 57 δολ. ανά βαρέλι, καθώς ο μαύρος χρυσός επωφελείται ακόμα από την αισιοδοξία των επενδυτών απέναντι στη συμφωνία των χωρών εντός και εκτός ΟΠΕΚ.
Με τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ να αποτελεί λοιπόν έναν αστάθμητο παράγοντα για το 2017, το μόνο σίγουρο βάσει των προβλέψεων και των τρεχουσών συνθηκών, είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει κάποιο σημαντικό «ράλι» στις τιμές του πετρελαίου μέσα στο επόμενο έτος, πόσο μάλλον να επιστρέψουν σε επίπεδα πριν από το 2014.
Μοναδική εξαίρεση ενδεχομένως να αποτελέσει μία μεγαλύτερη μείωση παραγωγής μεταξύ των χωρών του ΟΠΕΚ κατά το δεύτερο μισό του έτους, ωστόσο το εν λόγω σενάριο δε φαίνεται μα συγκεντρώνει και πολλές πιθανότητες.
Μενέλαος Μπέλλος
Πηγή : www.bankingnews.gr
www.worldenegrynews.gr