Η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων από ιδιοκτήτη πέραν της ΔΕΗ που δεν διαθέτει χαρτοφυλάκιο για να μειώσει το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα οδηγεί σε επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους για την ενεργοβόρο βιομηχανία.
Η ανάδειξη επενδυτή και για τις τρεις προς πώληση μονάδες (Μελίτη 1 και Μεγαλόπολη 3 και 4) έναντι ικανοποιητικού τιμήματος είναι το καλό σενάριο για τη ΔΕΗ και αυτό αποτελεί βασική επιδίωξη του κ. Παναγιωτάκη από την στιγμή που πείστηκε και ο ίδιος προσωπικά ότι η επιβεβλημένη από το μνημόνιο αποεπένδυση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για τη ΔΕΗ.
Ο ίδιος ο κ. Παναγιωτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι η εκδήλωση κατ’ αρχήν ενδιαφέροντος από έξι επενδυτικά σχήματα δεν προεξοφλεί κατ ανάγκη μια επιτυχή έκβαση του διαγωνισμού που θα μπορούσε να ήταν και απλώς η πώληση ενός από τα δύο προς πώληση λιγνιτικά χαρτοφυλάκια πόσο μάλλον το καλό σενάριο που επιδιώκει.
Έχει πλήρη επίγνωση της γενικότερης επενδυτικής αποστροφής στο λιγνίτη την οποία κατανοεί πλήρως γι’ αυτό και έχει δημοσίως συνδέσει την βιωσιμότητα των μονάδων με τη συμμετοχή του λιγνίτη στον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας και την ένταξη των λιγνιτικών μονάδων στον Μόνιμο Μηχανισμό Επάρκειας Ισχύος (ΑΔΙ) ως παράγοντες που μπορούν να αντισταθμίσουν το κόστος των CO2 και το υψηλό ρίσκο που καλούνται να πάρουν οι επενδυτές.
Παράλληλα επιδίωξε την συμμετοχή της βιομηχανίας στον διαγωνισμό με το επιχείρημα ότι η αντιστάθμιση σε ποσοστό 80% των CO2 περιορίζει το αντίστοιχο κόστος, καθιστά τις μονάδες πιο ελκυστικές για επενδυτές που μπορεί να συμπράξουν με κάποια βιομηχανία στη βάση ενός μακροχρόνιου διμερούς συμβολαίου και δημιουργεί μάλιστα και προϋποθέσεις ακόμη και για διασφάλιση φθηνού ρεύματος για την ενεργοβόρο βιομηχανία.
Στο κάλεσμα του κ Παναγιωτάκη προς την ενεργοβόρο βιομηχανία να συμμετάσχει στον διαγωνισμό για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων ανταποκρίθηκε η ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ (ΒΙΟΧΑΛΚΟ), η οποία διερευνά δυνατότητες για σύμπραξη με άλλους υποψηφίους επενδυτές στην δεύτερη φάση του διαγωνισμού.
Εμμέσως δε στον διαγωνισμό συμμετέχει και η Αλουμίνιον της Ελλάδος αφού ενδιαφέρον έχει εκδηλώσει η μητρική εταιρία Μυτιληναίος ΑΕ.
Τα πλεονεκτήματα που διατηρούν οι μονάδες όσο ανήκουν στην ΔΕΗ και τι χάνουν στην συνέχεια
Ωστόσο, ο διαγωνισμός όπως έχει στηθεί δεν παρέχει ουσιαστικά κίνητρο για την ενεργοβόρο βιομηχανία.
Αντιθέτως μάλιστα η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων από ιδιοκτήτη πέραν της ΔΕΗ που δεν διαθέτει χαρτοφυλάκιο για να μειώσει το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα οδηγεί σε επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους για την ενεργοβόρο βιομηχανία.
H βιομηχανική αντιστάθμιση ρύπων κατά 80% υπολογίζεται επί το εθνικού αποτυπώματος και όχι επί του συγκεκριμένου σταθμού που κάποιος αγοράζει το οποίο είναι πολύ χαμηλότερο και συγκεκριμένα 0,50 τόνοι ανά μεγαβατώρα όταν για παράδειγμα το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της Μεγαλόπολης 3 είναι 2 τόνοι ανά μεγαβατώρα και το συνολικό αποτύπωμα της ΔΕΗ 1 τόνος ανά παραγόμενη μεγαβατώρα κι αυτό γιατί έχει ένα μείγμα καυσίμου που περιλαμβάνει και φυσικό αέριο με χαμηλότερο αποτύπωμα από το λιγνίτη όπως και υδροηλεκτρικά με μηδενικό αποτύπωμα.
Με τιμή CO2 στα 15, 70 ευρώ ο τόνος, το κόστος ρύπων για την Μεγαλόπολη 3 είναι (15,70 επί 2 τόνοι/Mwh) 31,4 ευρώ ανά παραγόμενη μεγαβατώρα.
Η αντιστάθμιση επ’ αυτού (80%) υπολογίζεται σε 25,12 ευρώ ανά μεγαβατώρα και το τελικό κόστος εάν αφαιρεθεί αυτό το ποσό που γλιτώνει η βιομηχανία (31,40-25,12) σε 6,28 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Στην περίπτωση που κάποια βιομηχανία αγοράσει την Μεγαλόπολη 3 , η αντιστάθμιση θα υπολογισθεί με βάση το εθνικό αποτύπωμα (0,50 επί 15,70) που διαμορφώνεται στα 7,85 ευρώ η μεγαβατώρα.
Έτσι το τελικό κόστος για τη βιομηχανία της Μεγαλόπολης 3 διαμορφώνεται στα (31,40-7,85) 23,55 ευρώ η μεγαβατώρα, δηλαδή 17,27 ευρώ η μεγαβατώρα υψηλότερα. Για να αγοράσει δηλαδή η βιομηχανία την Μεγαλόπολη 3 θα πρέπει να πληρώσει CO2 ακριβότερα κατά 17,27 ευρώ την μεγαβατώρα, αφού ο διαγωνισμός δεν της επιτρέπει να αντισταθμίσει το 80% του κόστους των ρύπων όπως σε όλη την Ευρώπη.
Αρκεί να σημειωθεί ότι οι 2 μεγαλύτεροι καταναλωτές, Αλουμίνιον και ΒΙΟΧΑΛΚΟ με σύνολο κατανάλωσης 4,5 εκατ. μεγαβατώρες ετησίως θα επιβαρυνθούν με 89,28 εκατ. ευρώ ετησίως από αυτή την «παράβλεψη» του διαγωνισμού.
Αυτό σημαίνει ότι για την βιομηχανία η προμήθεια ρεύματος από τη ΔΕΗ παραμένει μονόδρομος.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό συμπέρασμα από το παράδειγμα της Μεγαλόπολης 3 είναι ότι το κόστος CO2 για οποιονδήποτε εκτός ΔΕΗ τη λειτουργήσει θα διπλασιαστεί αφού σήμερα υπολογίζεται βάσει του συνολικού αποτυπώματος της ΔΕΗ που περιορίζεται στο ήμισυ σε σχέση με αυτό της Μεγαλόπολης 3.
Αυτό δεν οδηγεί σε μείωση του κόστους ρεύματος για τη βιομηχανία αλλά αντίθετα σε αύξηση, εξέλιξη απολύτως εύλογη όταν επιχειρείται χάραξη βιομηχανικής πολιτικής με εργαλεία της προηγούμενης δεκαετίας.
Η βιομηχανία θα εξακολουθήσει να προμηθεύεται ρεύμα αποκλειστικά από τη ΔΕΗ (η οποία μπορεί να αντισταθμίζει το κόστος των ρύπων της), ενώ ο διαγωνισμός των λιγνιτικών μονάδων ευνοεί μεταπράτες και εμπόρους εντός και εκτός της χώρας.
Δεν αποκελίεται να ευνοήσει τους Κινέζους είτε και τους Τσέχους υποψηφίους οι οποίοι ενδέχεται να έχουν την δυνατότητα χρήσης πολλαπλών μειγμάτων στα χαρτοφυλάκια παραγωγής.
www.worldenergynews.gr