Ραγδαία πτώση καταγράφηκε στον πρόσφατο διαγωνισμό ΡΑΕ της 24ης Μαΐου, των τιμών που κλείδωσαν έργα ΑΠΕ για την πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής τους ενέργειας. Πέραν της επικράτησης των φωτοβολταϊκών -ιδίως των μεγάλης κλίμακας έργων-, αξίζει μέσα από μια ενδελεχέστερη ανάγνωση των αποτελεσμάτων να επιχειρηθεί και μια εκτίμηση του τοπίου που πλέον διαμορφώνεται. Για να μην παρεξηγηθούμε, ας ξεκαθαρίσουμε εκ προοιμίου πως δεν διαφωνούμε με την οιαδήποτε τάση διαμόρφωσης τιμών, αρκεί αυτή να βασίζεται σε πραγματικά οικονομικά δεδομένα και όχι ίσως μόνο σε στρατηγικές.
Αναφορικά με την περαιτέρω ανάπτυξη των αιολικών που δεν κατάφερε να επιλεγεί κανένα έργο, φαίνεται πως θα διασφαλιστεί προσεχώς με την θέσπιση ελάχιστης ποσόστωσης υπέρ τους στους διαγωνισμούς. Άλλωστε έχουν διαφορετικό προφίλ παραγωγής σε πραγματικό χρόνο, κάτι που το χρειάζεται το σύστημα ελλείψει αποθήκευσης. Εντός των τειχών της φωτοβολταϊκής τεχνολογίας τώρα, δεν έχουν επί του παρόντος ακόμη αποκρυσταλλωθεί οι πολιτικές που θα υιοθετήσει η Πολιτεία για την διασφάλιση της παρουσίας και των μικρομεσαίων στα νέα έργα. Παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά, ας δούμε κάποιες βασικές κατηγορίες συμμετεχόντων, όπως τους καθετοποιημένους, τους μεγάλους χωρίς εγχώρια καθετοποίηση και τέλος τους μικρομεσαίους.
Ξεκινώντας από τους καθετοποιημένους, δηλαδή αυτούς που πέρα από παραγωγή έχουν και προμήθεια, δηλαδή λιανική, στο ομιλικό τους χαρτοφυλάκιο στην χώρα, παραμένει απορία το γιατί επιλέγουν να συμμετέχουν για τα ΑΠΕ τους σε διαγωνισμό ΡΑΕ διεκδικώντας μάλιστα τιμές κάτω από τα 40 ευρώ/MWh, την ώρα που στην λιανική πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια μεσοσασταθμικά προς ~110 ευρώ/MWh. Υπενθυμίζεται πως με τον ν. 4643/2019 επιτρέπεται η απευθείας συμμετοχή των ΑΠΕ στην αγορά, δηλαδή χωρίς την προηγούμενη επιλογή τους σε διαγωνισμό ΡΑΕ. Όπως μάλιστα έχουμε και παλαιότερα αναλύσει, οι καθετοποιημένοι παίκτες με συμμετρική ιδανικά αναλογία παραγωγής-προμήθειας απολαμβάνουν μια φυσική, οικονομικά αδιάφορη ισορροπία ως προς τις τιμές πώλησης της παραγωγής τους στην χονδρεμπορική αγορά. Αυτό δηλαδή που εν τέλει μακροοικονομικά τους επηρεάζει είναι το κόστος παραγωγής της ενέργειας (ήτοι το κόστος εγκατάστασης αν μιλάμε για ΑΠΕ) και η τελική τιμή διάθεσης της στους καταναλωτές-πελάτες τους και όχι ο ενδιάμεσος σταθμός της χονδρεμπορικής αγοράς.
Αυτός είναι και ο λόγος πως όταν στις προημερήσιες αγορές ανά την Ευρώπη υπάρχει υπερπροσφορά ενέργειας σε συνδυασμό με χαμηλή ζήτηση, οι χονδρεμπορικές τιμές καθίστανται ακόμη και αρνητικές, εκτοπίζοντας τους μη καθετοποιημένους παραγωγούς αφού κανείς τους, φυσιολογικά, δεν έχει την πρόθεση να παράγει για να πληρώνει αντί να πληρώνεται. Τούτο βεβαίως πλην των καθετοποιημένων που ακόμα και υπό συνθήκες αρνητικών τιμών παραμένουν οικονομικά ουδέτεροι, αφού εν συνεχεία θα πληρωθούν αντί να πληρώσουν για την ενέργεια που απορρόφησε το σκέλος προμήθειας τους από την αγορά και έτσι όχι μόνο θα καλύψουν την ζημία της παραγωγής λόγω των αρνητικών τιμών, αλλά θα ανακτήσουν και το προβλεπόμενο κέρδος.
Στο ανωτέρω σκεπτικό μπορεί βεβαίως κάποιος να αντιτάξει πως το «κλείδωμα» Τιμής Αναφοράς (ΤΑ) σε έναν διαγωνισμό ΡΑΕ δεν έχει σχέση με την χονδρεμπορική αγορά, ούτε και συνιστά τιμή συμμετοχής σε αυτήν, αφού για λόγους προτεραιότητας έγχυσης των ΑΠΕ έναντι των ορυκτών καυσίμων και στο Feed-in Premium μοντέλο η συμμετοχή στην αγορά γίνεται με μηδενική σε αξία τιμή ανά MWh. Με άλλα λόγια, είτε χαμηλές είτε υψηλές ΤΑ σε διαγωνισμό ΡΑΕ δεν συνεπάγονται διαφορετική επίδραση στις τιμές εκκαθάρισης (ΤΕΑ) της προημερήσιας αγοράς, αφού σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή των ανανεώσιμων MWh εκεί θα γίνει σε μηδενική τιμή. Οπότε, δεν προκύπτει να ωφελείται η λειτουργία προμήθειας των καθετοποιημένων παικτών από τις χαμηλότερες ΤΑ, όπως για παράδειγμα ευθέως συμβαίνει με τις χαμηλές ΤΕΑ στην προημερήσια αγορά. Στην περίπτωση μάλιστα που οι ΤΑ είναι χαμηλότερες των ΤΕΑ, όχι μόνο δεν ωφελείται ο καθετοποιημένος συμμετέχοντας μέσω της προμήθειας του, αλλά ο Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) που καρπώνεται την διαφορά.
Οπότε, πέραν της γενικής επικοινωνιακής ρητορικής περί της πτώσης των Τιμών Αναφοράς (ΤΑ) στους διαγωνισμούς ΡΑΕ, η κατάρρευση τους την ώρα μάλιστα που καταγράφεται αύξηση του κόστους του φωτοβολταϊκού εξοπλισμού διεθνώς, οφείλει να προβληματίσει. Θα μπορούσαν για παράδειγμα τα δεδομένα να ιδωθούν εντελώς διαφορετικά, αν οι επιλεχθείσες μονάδες καθετοποιημένων παικτών εγκαταλείψουν εντός 4ετίας τις 20ετείς συμβάσεις με ΔΑΠΕΕΠ των 33-40 ευρώ/MWh που μόλις κατοχύρωσαν και επιλέξουν, όπως έχουν την δυνατότητα βάσει του άρθρου 20, του ν. 4643/2019, να δραστηριοποιηθούν απευθείας στην χονδρεμπορική αγορά. Έτσι θα έχουν την ευκαιρία για το παραγόμενο ρεύμα τους να απολαύσουν ευθέως την πολλαπλάσια μεσοσταθμική αξία των τιμών λιανικής τους (~110 ευρώ/MWh) και να μην επιδοτούν τον ΕΛΑΠΕ με την αρνητική διαφορά των ΤΑ από τις ΤΕΑ.
Όσο για την απώλεια προτεραιότητας στην έγχυση που κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν, επειδή αναφερόμαστε σε μεγάλους και καθετοποιημένους συμμετέχοντες, ελάχιστη έως μηδενική επίπτωση θα είχε. Άλλωστε όπως προαναφέραμε την προτεραιότητα στην έγχυση μπορούν να την διασφαλίζουν ακόμη και με αρνητικές προσφορές στην προημερήσια αγορά κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί. Οπότε δεν χρειάζονται τις συμβάσεις ΣΕΔΠ με τον ΔΑΠΕΕΠ. Το Target Model παρέχει επιπλέον όλα τα εργαλεία ώστε να χρησιμοποιήσουν και την τελευταία MWh παραγωγής τους μέσω και των ΦοΣΕ που διαθέτουν, χωρίς προφανώς να αποκλείεται και το όπλο των διμερών ενδο-ομιλικών συμβολαίων (PPAs) με τον εαυτό τους, που ήδη πολλά έγραψε ο ημερήσιος τύπος.
Διαφαίνεται λοιπόν σοβαρή πιθανότητα οι επιτυχόντες στον πρόσφατο διαγωνισμό ΡΑΕ και μάλιστα σε ιδιαίτερα χαμηλές ΤΑ παρά την αύξηση διεθνώς του κόστους του φωτοβολταϊκού εξοπλισμού, να εγκαταλείψουν, ιδίως αν είναι καθετοποιημένοι, τις συμβάσεις που θα συνάψουν τώρα με ΔΑΠΕΕΠ στις χαμηλές τιμές αυτές, ώστε να αναζητήσουν τις πολύ καλύτερες και πάνω από όλα μακροοικονομικά ουδέτερες οικονομικές αποδόσεις που μπορεί να τους διασφαλίσει η δραστηριότητα της προμήθειας τους. Όσο για το γιατί επέλεξαν να συμμετάσχουν εξαρχής στον διαγωνισμό ΡΑΕ, δεν θα μπορούσαμε να σκεφθούμε καλύτερο λόγο από το να «σκουπίσουν» τα MW που άλλως θα είχαν διαθέσιμα να κατοχυρώσουν οι υπόλοιποι μη καθετοποιημένοι ανταγωνιστές τους μέσα σε αυτούς και οι μικρομεσαίοι που τώρα έμειναν εκτός. Διαμορφώνεται ίσως δηλαδή ένα ολιγοπωλιακό σκηνικό στην ανανεώσιμη παραγωγή, που δεν συνδέεται με τα πραγματικά κόστη, τους καταναλωτές ή την εθνική οικονομία αλλά μάλλον με στρατηγικές κυριαρχίας στα MW του ηλεκτρικού χώρου που διατίθενται για ΑΠΕ. Με τον τρόπο αυτό μπορεί εν τοις πράγμασι να ανασταλεί η δυνατότητα συμμετοχής πολλών μη καθετοποιημένων παικτών και στο προσεχές πολυδιαφημισμένο πακέτο διαγωνισμών της περιόδου 2021-24 που ετοιμάζει το Υπουργείο Ενέργειας.
Κρίσιμη τέλος διάσταση για την εθνική οικονομία, αποκτά και το τι ποσοστό των χρηματοροών που θα οδεύουν στους παραγωγούς επί 20ετία και πλέον θα παραμένει εντός των τειχών της οικονομίας ή θα φεύγει δια των μερισμάτων στις μητρικές τους στο εξωτερικό. Το χρήμα που μένει και ανακυκλώνεται στη χώρα τροφοδοτώντας μέσω των πολλαπλασιαστών της οικονομίας ευρύτερα το βιοτικό επίπεδο και την κατανάλωση, δημιουργεί ΑΕΠ. Αντίθετα, αν η ηλεκτροπαραγωγή που είναι η βάση της οικονομίας αφελληνιστεί μέσω ξένων πολύ μεγάλων επενδύσεων, είτε αργότερα με εξαγορές εταιρειών που θα έχουν ολιγοπωλιακά προηγουμένως συγκεντρώσει την πλειοψηφία των ΑΠΕ, θα δημιουργηθούν μη αναστρέψιμες μακροοικονομικές επιπτώσεις για την χώρα μακριά από πρόσκαιρους μικρο-οικονομικούς υπολογισμούς περί χαμηλών ΤΑ, που όπως αναλύθηκε μπορεί και να μην ισχύσουν για πολύ μέσω της απεμπόλησης των συμβάσεων με ΔΑΠΕΕΠ και της συμμετοχής απευθείας στην αγορά. Στο πεδίο αυτό οι μικρομεσαίοι παραγωγοί που δεν είναι ούτε πρόσφορο ούτε εύκολο λόγω της διασποράς και της ποικιλομορφίας τους να εξαγοραστούν και που θα ανακυκλώνουν το χρήμα εντός των τειχών, μπορούν να αποτελέσουν πυλώνα σταθερότητας και προστασίας της ενεργειακής βάσης της χώρας ωφελώντας την εθνική οικονομία και το ΑΕΠ της. Απαιτούνται συνεπώς πολιτικές διασφάλισης της παρουσίας τους και στα νέα έργα ΑΠΕ.
*Ο Δρ. Στέλιος Λουμάκης είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ)
Ιούνιος 2021- www.worldenergynews.gr