Αισιόδοξη εμφανίζεται για την ευρωπαϊκή αγορά ΑΠΕ η Morgan Stanley - Ποιές ιδιαιτερότητες βλέπει
Οι ανησυχίες για την περαιτέρω αύξηση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχουν αμβλυνθεί, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση-ανάλυση που δημοσίευσε πρόσφατα η Morgan Stanley.
Το κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είχε αυξηθεί σημαντικά από τα μέσα του 2020, λόγω της αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων και κατά συνέπεια του κόστους χρήματος και της ανόδου του επενδυτικού ενδιαφέροντος, με τον πρώτο παράγοντα να θεωρείται ως ιδιαίτερα σημαντικός τα τελευταία δύο χρόνια.
«Πιστεύουμε ότι οι ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με την αύξηση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχουν αρχίσει να εκτονώνονται και τα χειρότερα είναι πίσω» γράφει η MS στην εν λόγω έκθεση.
Ο παράγοντας «επιτόκια»
Την ίδια στιγμή, η αγορά παραμένει επικεντρωμένη στις πιθανές επιπτώσεις που θα έχουν τα υψηλότερα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών στον τομέα των ΑΠΕ, μολονότι ο οίκος προβλέπει πως μέσα στο τρέχον έτος θα υπάρξει μείωση των επιτοκίων, γεγονός που θα οδηγήσει τις αποδόσεις των ομολόγων σε χαμηλότερα επίπεδα.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, ο χρονικός ορίζοντας στον οποίο θα γίνουν όλα αυτά φέρνει μεγάλη αβεβαιότητα στην επενδυτική κοινότητα.
Ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων φαίνεται ότι κορυφώθηκαν τον Οκτώβριο, η πορεία προς μια ισχυρή εξομάλυνση δεν έχει καταστεί σαφής και οι αποδόσεις τους παραμένουν υψηλές.
Σύμφωνα με την MS, σε επίπεδο επενδύσεων η κατάσταση έχει σαφώς βελτιωθεί, ειδικά στον τομέα της ηλιακής ενέργειας στον οποίο και εστιάζει την ανάλυσή της.
Οι βασικές συζητήσεις από εδώ και πέρα είναι οι εξής: 1) μπορούν οι κινεζικές τιμές των ηλιακών μονάδων να παραμείνουν βιώσιμες στα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα;, 2) θα οδηγήσει η επανατοποθέτηση της ευρωπαϊκής αλυσίδας εφοδιασμού ηλιακής ενέργειας σε πληθωρισμό των επιπέδων κεφαλαιουχικών δαπανών των ηλιακών έργων;
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα σχετικά με την Κίνα, η MS ισχυρίζεται ότι οι τιμές της αλυσίδας εφοδιασμού ηλιακών μονάδων μπορεί να φθάσουν στο κατώτατο σημείο στα μέσα του 2024 αλλά στη συνέχεια θα σημειωθεί μάλλον ανάκαμψη υπό το πρίσμα των νέων συνθηκών προσφοράς και ζήτησης και της αναζωογόνησης της ζήτησης στην ασιατική χώρα.
Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα, η MS θεωρεί πως ενώ παρατηρούνται σαφείς φιλοδοξίες από την Ευρώπη σχετικά με το θέμα (το 40% της αλυσίδας εφοδιασμού πρέπει να μεταφερθεί σε άλλες χώρες έως το 2030), ίσως πρέπει να βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ των στόχων για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και την επανατοποθέτηση.
Οι προοπτικές αποπληθωρισμού από την χρήση των κινεζικών εισαγωγών είναι μάλλον περιορισμένες τόσο στα ηλιακά όσο και στα αιολικά.
Oι τιμές κλειδιά για τα PPA
Οι ανησυχίες σχετικά με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας μετά την απότομη πτώση τους το α’ τρίμηνο του 2024, απλώς επέτειναν το ήδη επιφυλακτικό κλίμα ανάμεσα στους επενδυτές σχετικά με τη δημιουργία αξίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στο νέο λοιπόν περιβάλλον των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, η αγορά διερωτάται: 1) αν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παραμένουν ανταγωνιστικές σε σχέση με τις τιμές της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και συνεπώς αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει υγιής ζήτηση για νέα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ικανοποιητική διαπραγματευτική δυνατότητα τιμολόγησης για τους φορείς ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, 2) εάν οι χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα επηρεάσουν τις αποδόσεις των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μετά τα πρώτα 10-20 χρόνια.
Η σχετική ανταγωνιστικότητα των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει επιδεινωθεί.
Η MS υπολογίζει στην έκθεσή της τις μέσες βιώσιμες τιμές των 10ετών συμφωνιών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας PPΑ για την ηλιακή και τη χερσαία αιολική ενέργεια στην Ευρώπη, εκτιμώντας ότι είναι κατά μέσο όρο στα 65 ευρώ/ MWh με spread 200 μονάδων βάσης IRR -WACC στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Κατά μέσο όρο, αυτό είναι τώρα ελαφρώς πάνω από το επίπεδο της 10ετούς προθεσμιακής καμπύλης ισχύος για τα επόμενα χρόνια, ενώ παλαιότερα η τιμή ήταν σημαντικά χαμηλότερη.
Μελλοντικά μια πτώση των τιμών στην χονδρική αγορά φέρνει ρίσκο για τα PPA που αφορούν το 1/3 των ευρωπαϊκών έργων, καθώς τα υπόλοιπα αφορούν δημοπρασίες.Τα λεγόμενα καλά projects ΑΠΕ θα παραμείνουν ανταγωνιστικά και σε ένα περιβάλλον χαμηλών τιμών.
Αυτοί που θα επιβιώσουν είναι οι καθετοποιημένοι παίκτες όπως η RWE, η ENGIE και η Iberdrola, οι οποίοι έχουν χρηματοδοτούμενα projects με αποθήκευση, που θα έχουν πρόσβαση στο δίκτυο και θα μπορούν να επιβάλουν όρους τιμολόγησης, ανεξαρτητοποιώντας την αγορά των ΑΠΕ από commodity play.
Στην παρούσα φάση με την αγορά ηλεκτρισμού να βρίσκεται από πλευράς ζήτησης χαμηλότερα κατά 9% από το 2019, εκτιμάται ότι η επερχόμενη ανάκαμψη της ζήτησης μέσω και των data centres θα την κάνει πιο σφικτή και άρα καλύτερη για τα εγχειρήματα των ΑΠΕ.
Οι τιμές των PPA μπορεί να συνεχίσουν την πτωτική τους πορεία στους επόμενους μήνες κυρίως λόγω της εξομάλυσης του κόστους των επενδύσεων σε ΑΠΕ.
Σε 15ετή βάση και με την προϋπόθεση 200 μονάδων βάσης spread μεταξύ IRR και WACC και με τις μακροπρόθεσμες τιμές να κυμαίνονται στα 50 ευρώ/MWh, θα απαιτηθεί πτώση κάτω από τα 30 ευρώ/MWh για να καταστεί αρνητική η διαφορά IRR - WACC.
«Ενώ οι τιμές των PPA έχουν μειωθεί τους τελευταίους μήνες, θεωρούμε ότι αυτό συνδέεται περισσότερο με την πρόσφατη εξομάλυνση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παρά με το άμεσο αποτέλεσμα της εξομάλυνσης των τιμών χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Αναμένουμε ότι οι τιμές των PPA θα συνεχίσουν να μειώνονται τους επόμενους μήνες, καθώς αντανακλούν - με καθυστέρηση - την εξομάλυνση των οικονομικών των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», τονίζει η MS.
Το κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είχε αυξηθεί σημαντικά από τα μέσα του 2020, λόγω της αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων και κατά συνέπεια του κόστους χρήματος και της ανόδου του επενδυτικού ενδιαφέροντος, με τον πρώτο παράγοντα να θεωρείται ως ιδιαίτερα σημαντικός τα τελευταία δύο χρόνια.
«Πιστεύουμε ότι οι ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με την αύξηση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχουν αρχίσει να εκτονώνονται και τα χειρότερα είναι πίσω» γράφει η MS στην εν λόγω έκθεση.
Ο παράγοντας «επιτόκια»
Την ίδια στιγμή, η αγορά παραμένει επικεντρωμένη στις πιθανές επιπτώσεις που θα έχουν τα υψηλότερα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών στον τομέα των ΑΠΕ, μολονότι ο οίκος προβλέπει πως μέσα στο τρέχον έτος θα υπάρξει μείωση των επιτοκίων, γεγονός που θα οδηγήσει τις αποδόσεις των ομολόγων σε χαμηλότερα επίπεδα.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, ο χρονικός ορίζοντας στον οποίο θα γίνουν όλα αυτά φέρνει μεγάλη αβεβαιότητα στην επενδυτική κοινότητα.
Ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων φαίνεται ότι κορυφώθηκαν τον Οκτώβριο, η πορεία προς μια ισχυρή εξομάλυνση δεν έχει καταστεί σαφής και οι αποδόσεις τους παραμένουν υψηλές.
Σύμφωνα με την MS, σε επίπεδο επενδύσεων η κατάσταση έχει σαφώς βελτιωθεί, ειδικά στον τομέα της ηλιακής ενέργειας στον οποίο και εστιάζει την ανάλυσή της.
Οι βασικές συζητήσεις από εδώ και πέρα είναι οι εξής: 1) μπορούν οι κινεζικές τιμές των ηλιακών μονάδων να παραμείνουν βιώσιμες στα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα;, 2) θα οδηγήσει η επανατοποθέτηση της ευρωπαϊκής αλυσίδας εφοδιασμού ηλιακής ενέργειας σε πληθωρισμό των επιπέδων κεφαλαιουχικών δαπανών των ηλιακών έργων;
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα σχετικά με την Κίνα, η MS ισχυρίζεται ότι οι τιμές της αλυσίδας εφοδιασμού ηλιακών μονάδων μπορεί να φθάσουν στο κατώτατο σημείο στα μέσα του 2024 αλλά στη συνέχεια θα σημειωθεί μάλλον ανάκαμψη υπό το πρίσμα των νέων συνθηκών προσφοράς και ζήτησης και της αναζωογόνησης της ζήτησης στην ασιατική χώρα.
Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα, η MS θεωρεί πως ενώ παρατηρούνται σαφείς φιλοδοξίες από την Ευρώπη σχετικά με το θέμα (το 40% της αλυσίδας εφοδιασμού πρέπει να μεταφερθεί σε άλλες χώρες έως το 2030), ίσως πρέπει να βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ των στόχων για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και την επανατοποθέτηση.
Οι προοπτικές αποπληθωρισμού από την χρήση των κινεζικών εισαγωγών είναι μάλλον περιορισμένες τόσο στα ηλιακά όσο και στα αιολικά.
Oι τιμές κλειδιά για τα PPA
Οι ανησυχίες σχετικά με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας μετά την απότομη πτώση τους το α’ τρίμηνο του 2024, απλώς επέτειναν το ήδη επιφυλακτικό κλίμα ανάμεσα στους επενδυτές σχετικά με τη δημιουργία αξίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στο νέο λοιπόν περιβάλλον των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, η αγορά διερωτάται: 1) αν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παραμένουν ανταγωνιστικές σε σχέση με τις τιμές της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και συνεπώς αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει υγιής ζήτηση για νέα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ικανοποιητική διαπραγματευτική δυνατότητα τιμολόγησης για τους φορείς ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, 2) εάν οι χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα επηρεάσουν τις αποδόσεις των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μετά τα πρώτα 10-20 χρόνια.
Η σχετική ανταγωνιστικότητα των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει επιδεινωθεί.
Η MS υπολογίζει στην έκθεσή της τις μέσες βιώσιμες τιμές των 10ετών συμφωνιών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας PPΑ για την ηλιακή και τη χερσαία αιολική ενέργεια στην Ευρώπη, εκτιμώντας ότι είναι κατά μέσο όρο στα 65 ευρώ/ MWh με spread 200 μονάδων βάσης IRR -WACC στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Κατά μέσο όρο, αυτό είναι τώρα ελαφρώς πάνω από το επίπεδο της 10ετούς προθεσμιακής καμπύλης ισχύος για τα επόμενα χρόνια, ενώ παλαιότερα η τιμή ήταν σημαντικά χαμηλότερη.
Μελλοντικά μια πτώση των τιμών στην χονδρική αγορά φέρνει ρίσκο για τα PPA που αφορούν το 1/3 των ευρωπαϊκών έργων, καθώς τα υπόλοιπα αφορούν δημοπρασίες.Τα λεγόμενα καλά projects ΑΠΕ θα παραμείνουν ανταγωνιστικά και σε ένα περιβάλλον χαμηλών τιμών.
Αυτοί που θα επιβιώσουν είναι οι καθετοποιημένοι παίκτες όπως η RWE, η ENGIE και η Iberdrola, οι οποίοι έχουν χρηματοδοτούμενα projects με αποθήκευση, που θα έχουν πρόσβαση στο δίκτυο και θα μπορούν να επιβάλουν όρους τιμολόγησης, ανεξαρτητοποιώντας την αγορά των ΑΠΕ από commodity play.
Στην παρούσα φάση με την αγορά ηλεκτρισμού να βρίσκεται από πλευράς ζήτησης χαμηλότερα κατά 9% από το 2019, εκτιμάται ότι η επερχόμενη ανάκαμψη της ζήτησης μέσω και των data centres θα την κάνει πιο σφικτή και άρα καλύτερη για τα εγχειρήματα των ΑΠΕ.
Οι τιμές των PPA μπορεί να συνεχίσουν την πτωτική τους πορεία στους επόμενους μήνες κυρίως λόγω της εξομάλυσης του κόστους των επενδύσεων σε ΑΠΕ.
Σε 15ετή βάση και με την προϋπόθεση 200 μονάδων βάσης spread μεταξύ IRR και WACC και με τις μακροπρόθεσμες τιμές να κυμαίνονται στα 50 ευρώ/MWh, θα απαιτηθεί πτώση κάτω από τα 30 ευρώ/MWh για να καταστεί αρνητική η διαφορά IRR - WACC.
Η MS δηλώνει σίγουρη, ότι οι προοπτικές για τη δημιουργία αξίας μεταξύ των μελλοντικών έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη έχουν διατηρηθεί και θα παραμείνουν θετικές για το επόμενο διάστημα.
«Ενώ οι τιμές των PPA έχουν μειωθεί τους τελευταίους μήνες, θεωρούμε ότι αυτό συνδέεται περισσότερο με την πρόσφατη εξομάλυνση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παρά με το άμεσο αποτέλεσμα της εξομάλυνσης των τιμών χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Αναμένουμε ότι οι τιμές των PPA θα συνεχίσουν να μειώνονται τους επόμενους μήνες, καθώς αντανακλούν - με καθυστέρηση - την εξομάλυνση των οικονομικών των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», τονίζει η MS.
www.worldenergynews.gr