Η γραφειοκρατία και το ενεργειακό κόστος αναδεικνύονται στους κρισιμότερους παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ενώ ειδικά η ενεργειακή πολιτική εκτιμάται ότι έχει διαμορφωθεί με ορίζοντα τα στενά όρια της Ηπείρου αγνοώντας την παγκοσμιοποίηση και τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, την Κίνα και τις Ινδίες.
Από τα σημαντικότερα προβλήματα με τα οποία είναι αντιμέτωπη η βιομηχανία, είναι η σταδιακή μείωση και τελικώς κατάργηση, από το 2026 έως το 2035, της διάθεσης δωρεάν δικαιωμάτων CO2, που λαμβάνουν κλάδοι όπως το τσιμέντο, ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα λιπάσματα για την αντιμετώπιση της λεγόμενης διαρροής άνθρακα (carbon leakage), δηλαδή του κινδύνου μετεγκατάστασης σε τρίτες χώρες με χαμηλότερο περιβαλλοντικό κόστος.
Το μέτρο αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων και κατ’ επέκταση σε κατακόρυφη αύξηση των τιμών τους. Έτσι από το 2026 σταδιακά θα προκύψει σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής σε μια σειρά βιομηχανικά προϊόντα. Η αύξηση αυτή προφανώς θα έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και αναπόφευκτα θα περάσει στους ευρωπαίους καταναλωτές.
Στο ίδιο πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να «εξισώσει» τους όρους ανταγωνισμού στις αγορές της ΕΕ, εξαιτίας των διαφορών στην κλιματική πολιτική που ακολουθούν οι χώρες εκτός Ευρώπης προωθεί την εφαρμογή του λεγόμενου φόρου άνθρακα στα σύνορα της ΕΕ , CBAM, αναλυτικά Carbon Border Adjustment Mechanism.
Στη θεωρία το μέτρο αποσκοπεί να επιβάλει μια πρόσθετη χρέωση στα εισαγόμενα στην ΕΕ βιομηχανικά προϊόντα ανάλογα με το αποτύπωμα άνθρακα που έχουν.
Στην πράξη όμως, ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα επιβαρυνθεί για το σύνολο της παραγωγής της και για τις εξαγωγές της προς τρίτες χώρες με υψηλότερο κόστος άνθρακα, οι ανταγωνιστές της θα επιβαρύνονται μόνο για τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη. Και βεβαίως αυτό εφόσον δεν βρουν τρόπους να καταστρατηγήσουν το νέο μηχανισμό.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις οι αρνητικές επιπτώσεις για τις ελληνικές βιομηχανίες χάλυβα και τσιμέντου λόγω του CBAM θα είναι μεγαλύτερες ως προς τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, καθώς o δείκτης έντασης εμπορίου για το χάλυβα στην Ελλάδα είναι 52,7% έναντι 25,3% στην ΕΕ και για το τσιμέντο 24,7% στην Ελλάδα έναντι 6,7% στην ΕΕ.
Οι λανθασμένες επιλογές στην πορεία για την πράσινη μετάβαση δεν τελειώνουν εδώ. Έχει ανακοινωθεί ότι το 2026 θα αποφασιστεί εάν θα προχωρήσει η κατάργηση μιας ακόμη κρατικής ενίσχυσης που δίδεται στις επιλέξιμες βιομηχανίες για την «αντιστάθμιση» της επιβάρυνσης από το έμμεσο κόστος εκπομπών, η οποία θα επιφέρει μια πρόσθετη σημαντική επιβάρυνση στους κλάδους των μετάλλων.
Η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας απαιτεί επενδύσεις υψηλού κόστους βάσει νέων μη ώριμων τεχνολογιών, όπως είναι η δέσμευση του CO2 ή η παραγωγή μπλε ή πράσινου υδρογόνου, χωρίς όμως να είναι σίγουρο ότι οι εν λόγω βιομηχανίες θα παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικές.
Η βιομηχανία ανησυχεί ότι οι αποφάσεις για επιτάχυνση της πορείας της πράσινης μετάβασης επηρεάζονται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε βαθμό που οδηγεί στο να υποβαθμίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Οι νέες επενδύσεις
Παράλληλα προετοιμάζεται όπως γίνεται ήδη στην μεταλλουργία της Metlen η μετάβαση σε τροφοδοσία με πράσινη ενέργεια που θα προέρχεται σε ικανοποιητικό βαθμό από ΑΠΕ, κάτι που γίνεται ήδη πραγματικότητα με θετικά αποτελέσματα τόσο στο επίπεδο μείωσης εκπομπών ρύπων όσο και στο κόστος.
Αντίστοιχα σε εξέλιξη είναι το φιλόδοξο πρόγραμμα ενεργειακής μετάβασης ύψους 4 δισ του Ομίλου της Motor Oil και στηρίζεται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: Κινητικότητα και Retail, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, Εναλλακτικά Καύσιμα και Κυκλική Οικονομία, καθώς και Διύλιση
Στο πλαίσιο της συνολικής προσπάθειας για την ενεργειακή μετάβαση, η HelleniQ Energy σχεδιάζει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα ανάπτυξης του έργου PERSEPHONE. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό έργο, το οποίο θα περιλαμβάνει τη δημιουργία υποδομών δέσμευσης CO2 στη μονάδα υδρογόνου του διυλιστηρίου της Ελευσίνας (~870 ktpa), τη χρήση μέρους αυτού, καθώς και πράσινου υδρογόνου, για την παραγωγή συνθετικών καυσίμων και τη μεταφορά της υπόλοιπης ποσότητας μέσω πλοίων προς πιθανές εγκαταστάσεις μόνιμης αποθήκευσης στην Μεσόγειο Θάλασσα.
Η κυκλική οικονομία αποτελεί θεμέλιο της στρατηγικής της ElvalHalcor και στην κατεύθυνση αυτή επενδύει συστηματικά στην αύξηση του δευτερογενούς μετάλλου (σκραπ) αλουμινίου και χαλκού στα προϊόντα της
www.worldenergynews.gr