Η αύξηση του κόστους παραγωγής σε μια σειρά βιομηχανικά προϊόντα προφανώς θα έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και αναπόφευκτα θα περάσει στους ευρωπαίους καταναλωτές
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη δέσμη προτάσεων πολιτικής «Fit for 55» προτείνει τη λήψη συγκεκριμένων πρόσθετων μέτρων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 σε σύγκριση με το επίπεδο εκπομπών το 1990 σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας, των μεταφορών, των κτιρίων και της ενέργειας.
Στο ίδιο πλαίσιο μια από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις που προτείνονται είναι η σταδιακή μείωση, από το 2026 έως το 2035, που θα επέλθει η ολική κατάργηση, των δωρεάν δικαιωμάτων CO2 (EUAs), που διατίθενται μέχρι σήμερα σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους, όπως το τσιμέντο, ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα λιπάσματα (carbon leakage).
Η επακόλουθη αύξηση της ζήτησης στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο από τις βιομηχανίες για EUAs, μετά την κατάργηση των δωρεάν, θα έχει σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των τιμών τους. Διευκρινίζουμε ότι στις τρίτες χώρες δεν υφίσταται υποχρέωση στις αντίστοιχες βιομηχανίες για πληρωμή περιβαλλοντικού φόρου για τις εκπομπές τους.
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι από το 2026 σταδιακά θα προκύψει σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής σε μια σειρά βιομηχανικά προϊόντα. Η αύξηση αυτή προφανώς θα έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και αναπόφευκτα θα περάσει στους ευρωπαίους καταναλωτές.
Ήδη καταγράφεται αύξηση των εισαγωγών από τρίτες χώρες τα τελευταία έτη στα προαναφερθέντα βιομηχανικά προϊόντα, λόγω του αυξημένου κόστους ενέργειας που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε σύγκριση με άλλες μεγάλες χώρες όπως Κίνα, Ινδία και Αμερική.
Πιστεύουμε ότι το ανωτέρω μέτρο αποσκοπεί στο να φέρει σημαντικά έσοδα της τάξεως των 10 διs. € στα ταμεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων επενδύσεων για την απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, παραγνωρίζοντας τις αρνητικές επιδράσεις που θα έχει στους καταναλωτές και στη βιομηχανία.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε επενδύσεις, όπως η μείωση των άμεσων εκπομπών σε κλάδους όπως οι χαλυβουργίες (υψικάμινοι) μέσω της αντικατάστασης του κωκ με φ.α και υδρογόνο σε δεύτερη φάση, η δέσμευση του CO2 στις τσιμεντοβιομηχανίες και στα διυλιστήρια (CCU) και η αύξηση στη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας (electrification) αντί του φ.α.
Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι μεγάλο μέρος του κόστους στην πορεία για την πράσινη μετάβαση σχεδιάζεται να μεταφερθεί εμμέσως στους καταναλωτές, ενώ είναι αμφίβολο το πότε θα μειωθούν οι τιμές ενέργειας.
Στο ίδιο πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να «εξισώσει» τους όρους ανταγωνισμού στις αγορές της ΕΕ, εξαιτίας των διαφορών στην κλιματική πολιτική που ακολουθούν οι χώρες εκτός Ευρώπης προτείνει την εφαρμογή ενός μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM, Carbon Border Adjustment mechanism), ο οποίος θα επιβάλει πρόσθετη χρέωση στα αντίστοιχα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα ανάλογα με το αποτύπωμα άνθρακα που έχουν.
Στη θεωρία βέβαια όλα είναι εύκολα. Στην πράξη όμως, ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα επιβαρυνθεί λόγω των ανωτέρω ρυθμίσεων για το σύνολο της παραγωγής της, καθώς στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες δεν θα της επιστρέφεται το κόστος άνθρακα που επωμίστηκε, οι ανταγωνιστές της θα επιβαρύνονται μόνο για τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη και τούτο εφόσον δεν καταστρατηγηθεί ο νέος μηχανισμός.
Σίγουρα τίθεται ερώτημα στο κατά πόσον είναι δυνατός ο έλεγχος της ακρίβειας των στοιχείων ως προς το αποτύπωμα άνθρακα των εγκαταστάσεων σε τρίτες χώρες, καθώς θα είναι πολύ εύκολο για τους εισαγωγείς μέσω αναδιάταξης των πόρων (resource shuffling) να αποφεύγουν την επιβολή φόρου.
Επίσης είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή του CBAM θα επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων εντός ΕΕ, τα οποία βρίσκονται πιο κάτω στις αλυσίδες αξίας (downstream).
Οι αρνητικές επιπτώσεις για τις ελληνικές βιομηχανίες χάλυβα και τσιμέντου λόγω του CBAM θα είναι μεγαλύτερες ως προς τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, καθώς o δείκτης έντασης εμπορίου για το χάλυβα στην Ελλάδα είναι 52.7% έναντι 25.3% στην ΕΕ και για το τσιμέντο 24.7% στην Ελλάδα έναντι 6.7% στην ΕΕ.
Δυστυχώς οι λανθασμένες επιλογές στην πορεία για την πράσινη μετάβαση δεν τελειώνουν εδώ.
Έχει ανακοινωθεί ότι το 2026 θα αποφασιστεί εάν θα προχωρήσει η κατάργηση μιας ακόμη κρατικής ενίσχυσης που δίδεται στις επιλέξιμες βιομηχανίες για την Αντιστάθμιση της επιβάρυνσης από το έμμεσο κόστος εκπομπών, η οποία θα επιφέρει μια πρόσθετη σημαντική επιβάρυνση στους κλάδους των μετάλλων.
Η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας απαιτεί επενδύσεις υψηλού κόστους βάσει νέων μη ώριμων τεχνολογιών, όπως είναι η δέσμευση του CO2 ή η παραγωγή μπλε ή πράσινου υδρογόνου, χωρίς όμως στο τέλος της ημέρας να είναι σίγουρο ότι οι εν λόγω βιομηχανίες θα παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικές.
Επίσης δεν είναι βέβαιο ότι έχουν εξασφαλιστεί οι αναγκαίες πρώτες ύλες για την πράσινη μετάβαση, όπως το φ.α σαν ενδιάμεσο καύσιμο στις χαλυβουργίες αλλά και για την παραγωγή υδρογόνου.
Δυστυχώς φοβόμαστε ότι οι αποφάσεις για επιτάχυνση της πορείας της πράσινης μετάβασης επηρεάζονται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε βαθμό που οδηγεί στο να υποβαθμίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών έντασης ενέργειας.
Ειδικότερα αναφερόμενοι στη χώρα μας θα ήταν λανθασμένη η εντύπωση ότι η βιομηχανία είναι αντίθετη με την αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας(ΑΠΕ). Αντίθετα είμαστε πεπεισμένοι ότι οι ΑΠΕ αποτελούν τη μόνη λύση για τη μείωση του ενεργειακού κόστους για τη εγχώρια βιομηχανία στην προσπάθεια της να ανεξαρτητοποιηθεί από τα ολιγοπώλια που ελέγχουν τη λειτουργία των συμβατικών μονάδων και τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά.
Η εγχώρια βιομηχανία με τη σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων (ΡΡΑ) με παραγωγούς ΑΠΕ μπορεί να συμβάλλει στην υλοποίηση νέων μονάδων ΑΠΕ δυναμικότητας 4.000MW, μέσω της εξασφάλισης της απαραίτητης δανειοδότησης.
Πλην όμως η βίαιη διείσδυση των ΑΠΕ, και ειδικότερα των ΦΒ, χωρίς να συνοδεύεται από την αντίστοιχου μεγέθους αποθήκευση, έχει σαν αποτέλεσμα τον κανιβαλισμό των τιμών στις χονδρεμπορικές αγορές για πολλές ώρες τους μήνες μη αιχμής. Γεγονός που θα έχει ως συνέπεια ένα πρόσθετο κόστος για τον αγοραστή, που προκύπτει όταν η καμπύλη παραγωγής ενός ΦΒ προσαρμόζεται στην καμπύλη φορτίου μιας βιομηχανίας (shaping cost).
Θα πρέπει η κυβέρνηση να πιέσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωρήσει στην έγκριση ενός μηχανισμού επιδότησης μέρους αυτού του κόστους (Green pool), η έγκριση του οποίου εκκρεμεί εδώ και τρία έτη.
Συμπερασματικά αδυνατούμε να αντιληφθούμε τους λόγους που επιβάλλουν την επιβολή από την Επιτροπή τόσο αυστηρών στόχων για την επίτευξη της απανθρακοποίησης όλης της οικονομίας σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Διότι είναι σαφές ότι μόνη της η Ευρώπη δεν μπορεί να σώσει τον πλανήτη, όταν οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν ακολουθούν την ίδια πολιτική.
Στο ίδιο πλαίσιο μια από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις που προτείνονται είναι η σταδιακή μείωση, από το 2026 έως το 2035, που θα επέλθει η ολική κατάργηση, των δωρεάν δικαιωμάτων CO2 (EUAs), που διατίθενται μέχρι σήμερα σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους, όπως το τσιμέντο, ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα λιπάσματα (carbon leakage).
Η επακόλουθη αύξηση της ζήτησης στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο από τις βιομηχανίες για EUAs, μετά την κατάργηση των δωρεάν, θα έχει σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των τιμών τους. Διευκρινίζουμε ότι στις τρίτες χώρες δεν υφίσταται υποχρέωση στις αντίστοιχες βιομηχανίες για πληρωμή περιβαλλοντικού φόρου για τις εκπομπές τους.
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι από το 2026 σταδιακά θα προκύψει σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής σε μια σειρά βιομηχανικά προϊόντα. Η αύξηση αυτή προφανώς θα έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και αναπόφευκτα θα περάσει στους ευρωπαίους καταναλωτές.
Ήδη καταγράφεται αύξηση των εισαγωγών από τρίτες χώρες τα τελευταία έτη στα προαναφερθέντα βιομηχανικά προϊόντα, λόγω του αυξημένου κόστους ενέργειας που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε σύγκριση με άλλες μεγάλες χώρες όπως Κίνα, Ινδία και Αμερική.
Πιστεύουμε ότι το ανωτέρω μέτρο αποσκοπεί στο να φέρει σημαντικά έσοδα της τάξεως των 10 διs. € στα ταμεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων επενδύσεων για την απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, παραγνωρίζοντας τις αρνητικές επιδράσεις που θα έχει στους καταναλωτές και στη βιομηχανία.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε επενδύσεις, όπως η μείωση των άμεσων εκπομπών σε κλάδους όπως οι χαλυβουργίες (υψικάμινοι) μέσω της αντικατάστασης του κωκ με φ.α και υδρογόνο σε δεύτερη φάση, η δέσμευση του CO2 στις τσιμεντοβιομηχανίες και στα διυλιστήρια (CCU) και η αύξηση στη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας (electrification) αντί του φ.α.
Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι μεγάλο μέρος του κόστους στην πορεία για την πράσινη μετάβαση σχεδιάζεται να μεταφερθεί εμμέσως στους καταναλωτές, ενώ είναι αμφίβολο το πότε θα μειωθούν οι τιμές ενέργειας.
Στο ίδιο πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να «εξισώσει» τους όρους ανταγωνισμού στις αγορές της ΕΕ, εξαιτίας των διαφορών στην κλιματική πολιτική που ακολουθούν οι χώρες εκτός Ευρώπης προτείνει την εφαρμογή ενός μηχανισμού συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM, Carbon Border Adjustment mechanism), ο οποίος θα επιβάλει πρόσθετη χρέωση στα αντίστοιχα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα ανάλογα με το αποτύπωμα άνθρακα που έχουν.
Στη θεωρία βέβαια όλα είναι εύκολα. Στην πράξη όμως, ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα επιβαρυνθεί λόγω των ανωτέρω ρυθμίσεων για το σύνολο της παραγωγής της, καθώς στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες δεν θα της επιστρέφεται το κόστος άνθρακα που επωμίστηκε, οι ανταγωνιστές της θα επιβαρύνονται μόνο για τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη και τούτο εφόσον δεν καταστρατηγηθεί ο νέος μηχανισμός.
Σίγουρα τίθεται ερώτημα στο κατά πόσον είναι δυνατός ο έλεγχος της ακρίβειας των στοιχείων ως προς το αποτύπωμα άνθρακα των εγκαταστάσεων σε τρίτες χώρες, καθώς θα είναι πολύ εύκολο για τους εισαγωγείς μέσω αναδιάταξης των πόρων (resource shuffling) να αποφεύγουν την επιβολή φόρου.
Επίσης είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή του CBAM θα επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων εντός ΕΕ, τα οποία βρίσκονται πιο κάτω στις αλυσίδες αξίας (downstream).
Οι αρνητικές επιπτώσεις για τις ελληνικές βιομηχανίες χάλυβα και τσιμέντου λόγω του CBAM θα είναι μεγαλύτερες ως προς τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, καθώς o δείκτης έντασης εμπορίου για το χάλυβα στην Ελλάδα είναι 52.7% έναντι 25.3% στην ΕΕ και για το τσιμέντο 24.7% στην Ελλάδα έναντι 6.7% στην ΕΕ.
Δυστυχώς οι λανθασμένες επιλογές στην πορεία για την πράσινη μετάβαση δεν τελειώνουν εδώ.
Έχει ανακοινωθεί ότι το 2026 θα αποφασιστεί εάν θα προχωρήσει η κατάργηση μιας ακόμη κρατικής ενίσχυσης που δίδεται στις επιλέξιμες βιομηχανίες για την Αντιστάθμιση της επιβάρυνσης από το έμμεσο κόστος εκπομπών, η οποία θα επιφέρει μια πρόσθετη σημαντική επιβάρυνση στους κλάδους των μετάλλων.
Η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας απαιτεί επενδύσεις υψηλού κόστους βάσει νέων μη ώριμων τεχνολογιών, όπως είναι η δέσμευση του CO2 ή η παραγωγή μπλε ή πράσινου υδρογόνου, χωρίς όμως στο τέλος της ημέρας να είναι σίγουρο ότι οι εν λόγω βιομηχανίες θα παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικές.
Επίσης δεν είναι βέβαιο ότι έχουν εξασφαλιστεί οι αναγκαίες πρώτες ύλες για την πράσινη μετάβαση, όπως το φ.α σαν ενδιάμεσο καύσιμο στις χαλυβουργίες αλλά και για την παραγωγή υδρογόνου.
Δυστυχώς φοβόμαστε ότι οι αποφάσεις για επιτάχυνση της πορείας της πράσινης μετάβασης επηρεάζονται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε βαθμό που οδηγεί στο να υποβαθμίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών έντασης ενέργειας.
Ειδικότερα αναφερόμενοι στη χώρα μας θα ήταν λανθασμένη η εντύπωση ότι η βιομηχανία είναι αντίθετη με την αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας(ΑΠΕ). Αντίθετα είμαστε πεπεισμένοι ότι οι ΑΠΕ αποτελούν τη μόνη λύση για τη μείωση του ενεργειακού κόστους για τη εγχώρια βιομηχανία στην προσπάθεια της να ανεξαρτητοποιηθεί από τα ολιγοπώλια που ελέγχουν τη λειτουργία των συμβατικών μονάδων και τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά.
Η εγχώρια βιομηχανία με τη σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων (ΡΡΑ) με παραγωγούς ΑΠΕ μπορεί να συμβάλλει στην υλοποίηση νέων μονάδων ΑΠΕ δυναμικότητας 4.000MW, μέσω της εξασφάλισης της απαραίτητης δανειοδότησης.
Πλην όμως η βίαιη διείσδυση των ΑΠΕ, και ειδικότερα των ΦΒ, χωρίς να συνοδεύεται από την αντίστοιχου μεγέθους αποθήκευση, έχει σαν αποτέλεσμα τον κανιβαλισμό των τιμών στις χονδρεμπορικές αγορές για πολλές ώρες τους μήνες μη αιχμής. Γεγονός που θα έχει ως συνέπεια ένα πρόσθετο κόστος για τον αγοραστή, που προκύπτει όταν η καμπύλη παραγωγής ενός ΦΒ προσαρμόζεται στην καμπύλη φορτίου μιας βιομηχανίας (shaping cost).
Θα πρέπει η κυβέρνηση να πιέσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωρήσει στην έγκριση ενός μηχανισμού επιδότησης μέρους αυτού του κόστους (Green pool), η έγκριση του οποίου εκκρεμεί εδώ και τρία έτη.
Συμπερασματικά αδυνατούμε να αντιληφθούμε τους λόγους που επιβάλλουν την επιβολή από την Επιτροπή τόσο αυστηρών στόχων για την επίτευξη της απανθρακοποίησης όλης της οικονομίας σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Διότι είναι σαφές ότι μόνη της η Ευρώπη δεν μπορεί να σώσει τον πλανήτη, όταν οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν ακολουθούν την ίδια πολιτική.
www.worldenergynews.gr