Επικαιρότητα

3 Μαϊου Μεγάλη Παρασκευή - Η ζωή εν τάφω, Επιτάφιος θρήνος

3 Μαϊου Μεγάλη Παρασκευή - Η ζωή εν τάφω, Επιτάφιος θρήνος

Την Μεγάλη Παρασκευή του Πάσχα οι χριστιανοί όλου του κόσμου, ζουν την κορύφωση του Θείου Δράματος. Είναι η ημέρα των Παθών του Ιησού. Αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στις τελευταίες ώρες πριν την Σταύρωση, μας υπενθυμίζει τα παρακάτω γεγονότα.

Ο Χριστός, μετά την σύλληψη του στο Όρος των Ελαιών, δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους Αρχιερείς. Η δίκη ήταν βέβαια τυπική αφού η ετυμηγορία είχε αποφασιστεί πριν καν συλληφθεί. Οι Αρχιερείς ήθελαν τον θάνατο Του. Επειδή όμως δεν είχαν την νόμιμη εξουσία, έπρεπε η καταδικαστική απόφαση να απαγγελθεί από τον Ρωμαίο διοικητή. Τα χρόνια εκείνα διοικητής στην Ιερουσαλήμ ήταν ο Πιλάτος. Σε αυτόν σύρθηκε ο Ιησούς, ενώ το πλήθος, μετά από παρότρυνση των Αρχιερέων, φωνάζοντας, ζητούσε την Σταύρωση Του. Υπήρχε το έθιμο, την ημέρα του Εβραϊκού Πάσχα, οι Ρωμαίοι να απελευθερώνουν έναν κατάδικο Εβραίο. Ο Πιλάτος θέλοντας να μην έχει την ευθύνη της σταύρωσης του Χριστού, ζήτησε από το πλήθος να διαλέξει ανάμεσα στον Θεάνθρωπο και στον Βαραβά, ένα στασιαστή και φονιά, ποιος θα ήταν αυτός που θα απελευθερωνόταν. Το πλήθος, δια βοής, επέλεξε να αφεθεί ελεύθερος ο Βαραβάς.

Αμέσως μετά, και με την εντολή πλέον του Πιλάτου, ο Χριστός οδηγείται στην εσωτερική αυλή του Πραιτωρίου (του διοικητηρίου δηλαδή των Ρωμαίων). Εκεί οι στρατιώτες του φορούν μια πορφύρα και ένα αγκάθινο στεφάνι. Χλευαστικά αποκαλώντας τον «Βασιλιά των Ιουδαίων», τον χτυπούν και τον φτύνουν. Η ώρα της Σταύρωσης έχει πλησιάσει. Φορτωμένος ο Ιησούς με τον Σταυρό στον οποίο θα σταυρωθεί, οδηγείται προς τον λόφο του Γολγοθά. Στο δρόμο δεν αντέχει το βάρος του Σταυρού και πέφτει. Οι Ρωμαίοι επιβάλουν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, που διερχόταν από εκείνο το σημείο, να μεταφέρει αυτός τον Σταυρό του Μαρτυρίου. Μετά από λίγο, ο Κύριος, φώναξε δυνατά: «Τετέλεσται» και έτσι εκπνέει «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», αφού προηγουμένως είχε συγχωρήσει όσους ευθύνονταν για τον θάνατο Του. Κατά τον θάνατο του κυρίου, τρέμει από φόβο και αυτή η άψυχη κτίση.

Έπειτα λογχίζεται από τους στρατιώτες στην πλευρά του και τρέχει αίμα και νερό.

Τέλος, κατά το ηλιοβασίλεμα, έρχεται ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μαζί του, κρυφοί μαθητές του Χριστού, αποκαθηλώνουν από τον Σταυρό το πανάγιο σώμα του διδασκάλου τους, το αρωματίζουν, το τυλίγουν σε καθαρό σεντόνι και το θάβουν σε καινούργιο μνημείο, κυλώντας πάνω στο στόμιό του μεγάλη πέτρα.

Η τελετή της Αποκαθήλωσης, γίνεται στις εκκλησίες μας, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής. Ενώ το βράδυ της ίδιας ημέρας τελείται η περιφορά του Επιταφίου. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν πένθιμα όλη την διάρκεια της ημέρας.

Η νηστεία της ημέρας είναι αυστηρότατη και απαγορεύει ακόμα και το λάδι. Πολλοί πιστοί συνηθίζουν να πίνουν την Μεγάλη Παρασκευή του Πάσχα λίγο ξύδι, εις ανάμνηση αυτού που έδωσαν στον Ιησού, όταν ζήτησε νερό τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής Του.

Το έθιμο απαγορεύει κάθε εργασία την ημέρα αυτή.

 

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γὴν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδὴ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἓν νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἦλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχη ἐκεντήθη, ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνούμέν σου τὰ Πάθη Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν, καὶ τὴν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν»


Μετάφραση:

«Σήμερα κρεμάται πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) Εκείνος που πάνω στα νερά κρέμασε τη γη. Στεφάνι από αγκάθια φοράει στο κεφάλι ο Βασιλιάς των Αγγέλων, Ντύνεται με ψεύτικη βασιλική χλαμύδα, Αυτός που ντύνει με σύννεφα τον ουρανό, Δέχτηκε ράπισμα Εκείνος που (με το βάπτισμά Του) στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον Αδάμ (το ανθρώπινο γένος). Με καρφιά καρφώθηκε ο Νυμφίος της Εκκλησίας. Με λόγχη τρυπήθηκε ο υιός της Παρθένου. Προσκυνούμε τα Πάθη Σου, Χριστέ. Δείξε μας και την ένδοξη Ανάστασή Σου».

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Η Μεγάλη Παρασκευή του Πάσχα

Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν Δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόραστον ψυχήν, τὴν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.

 

Η ζωή εν τάφω, Επιτάφιος θρήνος

Η ζωή εν τάφω

κατετέθης, Χριστέ,

και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,

συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.

Η ζωή πως θνήσκεις;

πώς και τάφω οικείς;

του θανάτου το βασίλειον λύεις δε

και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.

Μεγαλύνομέν σε,

Ιησού Βασιλεύ,

και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,

δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.

Μέτρα γής ο στήσας,

εν σμικρώ κατοικείς,

Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,

εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.

Ιησού Χριστέ μου,

Βασιλεύ του παντός,

τι ζητών τοις εν τω άδη ελήλυθας;

ή το γένος απολύσαι των βροτών.

Ο Δεσπότης πάντων

καθοράται νεκρός,

και εν μνήματι καινώ κατατίθεται,

ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.

Η ζωή εν τάφω

κατετέθης, Χριστέ,

και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας

και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.

Μετά των κακούργων

ως κακούργος, Χριστέ,

ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας,

κακουργίας του αρχαίου Πτερνιστού.

Ο ωραίος κάλλει

παρά πάντας βροτούς

ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,

ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.

Άδης πως υποίσει

παρουσίαν την σήν,

και μη θάττον συντριβείη σκοτούμενος,

αστραπής φωτός σου αίγλη τυφλωθείς;

Ιησού, γλυκύ μοι

και σωτήριον φως,

τάφω πως εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;

ω αφάτου και αρρήτου ανοχής!

Απορεί και φύσις,

νοερά και πληθύς,

η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον

της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.

Ώ θαυμάτων ξένων!

ώ πραγμάτων καινών!

ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,

κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.

Και εν τάφω έδυς,

και των κόλπων, Χριστέ,

των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας

τούτο ξένον και παράδοξον ομού.

Αληθής και πόλου

και της γης Βασιλεύς,

ει και τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι,

επεγνώσθης πάση κτίσει, Ιησού.

Σου τεθέντος τάφω,

πλαστουργέτα Χριστέ,

τα του Άδου εσαλεύθη θεμέλια,

και μνημεία ηνεώχθη των βροτών.

Ο την γην κατέχων,

τη δρακί νεκρωθείς,

σαρκικώς υπό της γης νυν συνέχεται,

τους νεκρούς λυτρών της Άδου συνοχής.

Εκ φθοράς ανέβη

η ζωή μου ευθύς,

Σου θανέντος και τω Άδη φοιτήσαντος,

Ιησού μου, του θανάτου συντριβή.

Ως φωτός λυχνία

νυν η σάρξ του Θεού,

υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται,

και διώκει τον εν Άδη σκοτασμόν.

Νοερών συντρέχει

στρατιών η πληθύς,

Ιωσήφ και Νικοδήμω συστείλαί σε,

τον αχώρητον, εν μνήματι σμικρώ.

Νεκρωθείς βουλήσει

και τεθείς υπό γήν,

ζωοβρύτα Ιησού μου, εζώωσας

νεκρωθέντα παραβάσει με πικρά.

Ηλλοιούτο πάσα,

Ιησού, εν τω σώ

εκουσίω πάθει κτίσις, ως Λόγον Σε,

εγνωκυία εαυτής συνεκτικόν.

Της ζωής την πέτραν

ως βροτόν, Ιησου,

ο παμφάγος Σε φαγών Άδης ήμεσεν,

εξ αιώνος ους κατέπιε νεκρούς.

Εν καινώ μνημείω

κατετέθης, Χριστέ,

και την φύσιν των βροτών ανεκαίνισας,

αναστάς θεοπρεπώς εκ των νεκρών.

Επί γης κατήλθες

ίνα σώσης Αδάμ

και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,

μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών.

Συγκλονείται φόβω

πάσα, Λόγε, η γη

και Φωσφόρος τας ακτίνας απέκρυψε,

του μεγίστου γη κρυβέντος σου φωτός.

Ως βροτός μεν θνήσεις,

εκουσίως, Σωτήρ,

ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας,

εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών.

Δακρυρρόους θρήνους

επί σε η Αγνή

μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα,

ανεβόα πως κηδεύσω σε, Υιέ;

Ώσπερ σίτου κόκκος,

υποδύς κόλπους γης,

τον πολύχουν απεδέδωκας άσταχυν,

αναστήσας τους βροτούς τους εξ Αδάμ.

Υπό γην εκρύβης

ώσπερ Ήλιος νυν,

και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι

αλλ’ ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.

Ως ηλίου δίσκον

η σελήνη, Σωτήρ,

αποκρύπτει, και Σε τάφος νυν έκρυψεν,

εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς.

Η ζωή θανάτου

γευσαμένη, Χριστός,

εκ θανάτου τους βροτούς ηλευθέρωσε,

και δωρείται πάση κτίσει την ζωήν.

Νεκρωθέντα πάλαι

τον Αδάμ φθονερώς

επανάγεις προς ζωήν τη νεκρώσει Σου,

νέος, Σώτερ, εν σαρκί φανείς Αδάμ.

Νοεραί σε τάξεις,

ηπλωμένον νεκρόν

καθορώσαι δι’ ημάς εξεπλήττοντο,

καλυπτόμεναι ταις πτέρυξι, Σωτήρ.

Καθελών σε, Λόγε,

απο ξύλου νεκρόν,

εν μνημείω Ιωσήφ νυν κατέθετο.

Αλλ’ ανάστα σώζων πάντας ως Θεός.

Των αγγέλων, Σώτερ,

χαρμονή πεφυκώς

νυν και λύπης τούτοις γέγονας αίτιος,

καθορώμενος σαρκί άπνους νεκρός.

Υψωθείς εν ξύλω

και τους ζώντας βροτούς

συνοψοίς υπό την γήν δε γενόμενος,

τους κειμένους υπ’ αυτήν εξανιστάς.

Ώσπερ λέων, Σώτερ,

αφυπνώσας σαρκί,

ως τις σκύμνος ο νεκρός εξανίστασαι,

αποθέμενος το γήρας της σαρκός.

Την πλευράς ενύγης

ο πλευράν ειληφώς

του Αδάμ, εξ ής την Εύαν διέπλασας,

και εξέβλυσας κρουνούς καθαρτικούς.

Εν κρυπτώ μεν πάλαι

έθυον τον Αμνόν

σύ δ’ υπαίθριος τυθείς, Ανεξίκακε,

πάσαν κτίσιν απεκάθηρας, Σωτήρ.

Τις εξείποι τρόπον,

φρικτόν! όντως καινόν;

ο δεσπόζων γαρ της κτίσεως σήμερον,

πάθος δέχεται και θνήσκει δι’ ημάς.

Ο ζωής ταμίας

πως οράται νεκρός;

εκπληττόμενοι οι άγγελοι έκραζον

πως δ’ εν μνήματι συγκλείεται Θεός;

Λογχονύκτου, Σώτερ,

εκ πλευράς σου ζωήν

τη ζωή, την εκ ζωής εξωσάση με

επιστάζεις και ζωοίς με σύν αυτή.

Απλωθείς εν ξύλω

συνηγάγου βροτούς

την πλευράν σου δε νυγείς την ζωήρρυτον,

πάσιν άφεσιν πηγάζεις, Ιησού.

Ο ευσχήμων, Σώτερ,

σχηματίζει φρικτώς,

και κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως Σε,

και θαμβείταί σου το σχήμα το φρικτόν.

Υπό γην βουλήσει,

κατελθών ως θνητός,

επανάγεις απο γης προς ουράνια

τους εκείθεν πεπτωκότας, Ιησού.

Καν νεκρός ωράθης,

αλλά ζων ως Θεός,

νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας,

τον εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.

Ω χαράς εκείνης!

ω πολλής ηδονής!

Ιησού, ης τους εν Άδη πεπλήρωκας,

εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.

Προσκυνώ το πάθος,

ανυμνώ την ταφήν

μεγαλύνω σου το κράτος, φιλάνθρωπε,

δι’ ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.

Κατά σου ρομφαία

εστιλβούτο, Χριστέ,

και ρομφαία ισχυρού μεν αμβλύνεται,

η ρομφαία δε τροπούται της Εδέμ.

Η αμνάς τον άρνα,

καθορώσα νεκρόν,

ταις αικίσι βαλλομένη ωλόλυζε

συγκινούσα και το ποίμνιον βοάν.

Καν ενθάπτη τάφω

καν εις Άδου μολή,

αλλά, Σώτερ, και τους τάφους εκένωσας

και τον Άδην απεγύμνωσας, Χριστέ.

Εκουσίως, Σώτερ,

κατελθών υπό γήν,

νεκρωθέντας τους βρούς ανεζώωσας

και ανήγαγες εν δόξη πατρική

Της Τριάδος πάθος

υπομένει, ο Είς,

επονείδιστον, αμνός ιλαστήριος

φρίξον ήλιος, και τρόμαξον η γη.

Ως πικράς εκ κρήνης,

της Ιούδα φυλής,

οι απόγονοι εν λάκκω κατέθεντο,

τον τροφέα μανναδότην Ιησούν.

Ο Κριτής εις δίκην

προ αδίκου κριτού,

και παρίστατο και θάνατον άδικον

κατεκρίθη διά ξύλου σταυρικού.

Μιαιφόνον έθνος,

αλαζών Ισραήλ,

τι παθών τον Βαραββάν ηλευθέρωσας;

τον Σωτήρα δε παρέδωκας σταυρώ;

Ο χειρί σου πλάσας

τον Αδάμ εκ της γής,

δι’ αυτόν τη φύσει γέγονας άνθρωπος,

και εσταύρωσαι βουλήματι τω σω

Υπακούσας, Λόγε,

τω ιδίω Πατρί,

μέχρις Άδου του δεινού καταβέβηκας

και ανέστησας το γένος των βροτών.

Οίμοι, φώς του κόσμου!

οίμοι φως, το εμόν!

Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν,

η Παρθένος, θρηνωδούσα γοερώς.

Φθονερέ, ελάστορ,

φόνου πλήρης λαέ,

καν σινδόνας και αυτό το σουδάριον

ουκ αισχύνη, αναστάντος του Χριστού!

Δολοφόνε, δεύρο,

μιαρέ μαθητά,

και τον τρόπον της κακίας σου δείξον μοι,

δι’ όν γέγονας προδότης του Χριστού.

Ως φιλάνθρωπός τις

υποκρίνη, μωρέ

και τυφλέ, πανωλεθρότατε άσπονδε,

ο το μύρον πεπρακώς διά τιμής.

Ουρανίου μύρου

ποίαν έσχες τιμήν;

του τιμίου τι εδέξω αντάξιον

λύσσαν εύρες, καταρώτατε Σατάν.

Ει λυπή το μύρον

και φιλόπτωχος εί,

εις εξίλασμα ψυχής νυν χεόμενον,

πως χρυσώ απεμπολείς τον φωταυγή;

Ώ Θεέ και Λόγε,

ω χαρά η εμή

πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον;

νυν σπαράττομαι τα σπλάγχνα μητρικώς.

Τίς μοι δώσει ύδωρ

και δακρύων πηγάς,

η Θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,

ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;

Ώ βουνοί και νάπται

και ανθρώπων πληθύς,

οίμοι! κλαύσατε και πάντα θρηνήσατε

συν εμοί τη του Θεού ημών Μητρί.

Πότε ίδω, Σώτερ,

σε το άχρονον φως,

την χαράν και ηδονήν της καρδίας μου;

η Παρθένος ανεβόα γοερώς,

Καν ως πέτρα, Σώτερ,

η ακρότομος σύ,

κατεδέξω την τομήν, αλλ’ επήγασας,

ζων το ρείθρον, ως πηγή ων της ζωής.

Ως μιας εκ κρήνης,

τον διπλούν ποταμόν,

της πλευράς σου, προχεούσης αρδόμενοι,

την αθάνατον καρπούμεθα Ζωήν.

Θέλων ώφθης, Λόγε,

εν τω τάφω νεκρός,

αλλά ζής και τους βροτούς,ως προείρηται

τη εγέρσει σου, Σωτήρ μου, ανιστάς.

Ανυμνούμεν, Λόγε,

σε των πάντων Θεόν,

τω Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι,

και δοξάζομεν την θείαν σου ταφήν.

Μακαρίζομέν σε,

Θεοτόκε Αγνή,

και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον

του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.

Η ζωή εν τάφω,

κατετέθης, Χριστέ,

και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,

συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης